Ποιήματα σχετικά με σταθμούς και τρένα του Γ. Κόκκινου




1. Ήσουνα μόλις δεκαεπτά
(06-12-2007)
~~~

Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά
με τα σκουρόχρωμα μαλλάκια σου να χύνονται στους ώμους
τα μάτια, σαν μεγάλα αστέρια του Νοτιά, λευκά
δυο μαύρα θηλυκά μαργαριτάρια σ’ ένα άσπρο προσωπάκι

να μου μιλούν, να λένε, δίχως να μιλούν
εσύ, εσύ που κουβαλάς ολόκληρη ζωή πάνω στους ώμους
εσύ που ταξιδεύεις, γράφοντας ταξίδια με μαχαίρια
κι ακροπατάς ανάμεσα σε λέξεις πεθαμένες, εσύ
οργή, φυγή, δεσμός, ζωή
του έρωτα μας ξέφυγε αβάσταχτος καημός
κι απ’ την αγάπη η νιότη

τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια
ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια
μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια
και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του
και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά
γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες
να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά

έλα που τώρα τριαντάρησα
κι έχω κρατήσει εν’ αριθμό ταυτότητας να σε θυμάμαι
όπως σ’ έβλεπα να πνίγεσαι μέσα σε γράμματα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν

απ’ όξω πέρναγε η ταχεία των οκτώμισι
μα εσύ σαν πάντα, αργοπορούσες να τη φτάσεις
κι έμενα μόνος στο βαγόνι επιβάτης
αλλά μου στοίχισε τα δεκατρία χρόνια φυλακής
κι ούτε που κρίθηκα ένοχος για κάτι
ίσως απλά συνένοχος, γιατί όπως έτρεχε
δεν έπιασα απ’ τα κέρατα την ίδια τη ζωή. Γιατί;

μου λένε ακόμα τα ματάκια σου ν’ ανοίξω τα ρολά
να μπει τουλάχιστον μι’ ακτίδα ήλιου απ’ το παντζούρι
να ‘ρθει τουλάχιστον το φως απ’ την πανσέληνο

μου λένε τα χειλάκια σου πως θες φιλί
φιλί, που το φιλέψανε μ’ άλλα φιλιά οι φίλοι
φιλί που το φυλάγανε σε χρυσαφιά φαλτσέτα, χρόνους δεκαεπτά
Μανιάτες, Κρητικοί, Μεσσήνιοι έμποροι
Σαλονικείς και Πειραιώτες ναυτικοί τ’ ανάθρεψαν
κι αυτό μεγάλωσε και γίνηκε τεράστιο φιλί, σαν καραβιού προπέλα

έλα, μη μου ματώνεις, μη μου θυμώνεις, χαμογέλα
εγώ σταμάτησα μονάχα να σε δω, γιατί σε βρήκα όμορφη
και στην τιμή μου, δε θ’ αγγίξω ούτε τα ρούχα σου
- που λόγος για τ’ απόκρυφα σημεία της ψυχής σου; -

μια χάρη κάνε, σκούπισ’ τα μάτια σου
δεν ηρθ’ ακόμα η ώρα, να γεμίσουμε με δάκρυ το ποτάμι
να σαλπάρουμε

μπορούμε απλά να τιθασεύσουμε εν’ αγέρα
ή κάποιο ταπεινό υπερατλαντικό πουλί, να μας πετάξει
κι αν πάλι πέσουμε στη θάλασσα
θα ζώσουμε στη μέση μας σωσίβιο, τις χίλιες αναμνήσεις
που τις γεμίσαμε μαρτύριο και πίκρες απ’ τους χρόνους
που λίγο-λίγο κάθε αυγή, κεντούσαμε με δάκρυα
απ’ τους παλιούς μας έρωτες, που προκαλέσαν πόνους
κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά

κορίτσι έτοιμο να βγει στη ζητιανιά για λίγη αγάπη
κι εγώ ένας πρίγκιπας που ‘χε στα χέρια του χρυσό γοβάκι
να σε ψάχνω. Ακόμα ψάχνω
γιατί δε βρήκα που κοιμίζεις το κορμί σου όταν αφήνεις το ταξίδι
μήτε στο δρόμο, αν απλώνεις τα κομμάτια των ονείρων σου
σαν πέτρες, να μου φτιάξεις μονοπάτι

άκου λοιπόν κι ετούτο για να φύγω
- μπλεχτήκαμε στα παραμύθια -
κι όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου
κι αν θ’ ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν.



(σ.σ. τροποποιημένο για τις ανάγκες του Πρότερον Θνητοί 
από τα λόγια του Υάκινθου στο 3ο βιβλίο της σειράς)
~~~

Κι ήσουνα μόλις δεκαεννιά
με τα σκουρόχρωμα μαλλάκια σου να χύνονται στους ώμους
τα μάτια, σαν τα μεγάλα αστέρια του νοτιά
δυο μαύρα θηλυκά μαργαριτάρια σ’ ένα άσπρο προσωπάκι

να μου μιλούν, να λένε, δίχως να μιλούν
εσύ, εσύ που κουβαλάς ολόκληρη ζωή πάνω στους ώμους
εσύ που ταξιδεύεις, γράφοντας ταξίδια με μαχαίρια
κι ακροπατάς ανάμεσα σε λέξεις πεθαμένες, Εσύ!
του έρωτα μας ξέφυγε αβάσταχτος καημός
κι απ’ την αγάπη η νιότη.

Τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια
ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια
μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια
και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του
και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά
γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες
να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεννιά…

Απ’ όξω πέρναγε η ταχεία των οκτώμισι
μα εσύ σαν πάντα, αργοπορούσες να τη φτάσεις
έμεινα μόνος στο βαγόνι επιβάτης
κι ούτε που κρίθηκα ένοχος για κάτι
ίσως απλά συνένοχος, γιατί όπως έτρεχε
δεν έπιασα απ’ τα κέρατα την ίδια τη ζωή. Γιατί;

Μου λένε ακόμα τα ματάκια σου ν’ ανοίξω τα ρολά
να μπει τουλάχιστον μι’ αχτίδα ήλιου απ’ το παντζούρι
να ‘ρθει τουλάχιστον το φως απ’ την πανσέληνο

μου λένε τα χειλάκια σου πως θες φιλί
φιλί, που το φιλέψανε μ’ άλλα φιλιά οι φίλοι
φιλί που το φυλάγανε σε χρυσαφιά φαλτσέτα, χρόνους δεκαεννιά
Μανιάτες, Κρητικοί, Μεσσήνιοι έμποροι
Σαλονικείς και Πειραιώτες ναυτικοί τ’ ανάθρεψαν
κι αυτό μεγάλωσε και γίνηκε τεράστιο φιλί, σαν καραβιού προπέλα.

Έλα, μη μου ματώνεις, μη μου θυμώνεις, χαμογέλα!
Εγώ σταμάτησα μονάχα να σε δω, γιατί σε βρήκα όμορφη
και στην τιμή μου, δε θ’ αγγίξω ούτε το χέρι σου
- που λόγος για τ’ απόκρυφα σημεία της ψυχής σου; -

Μια χάρη κάνε, σκούπισε τα μάτια σου
δεν ήρθε ακόμα η ώρα, να γεμίσουμε με δάκρυ το ποτάμι
- να σαλπάρουμε -

μπορούμε απλά να τιθασεύσουμε εν’ αγέρα
ή κάποιο ταπεινό υπερατλαντικό πουλί, να μας πετάξει
κι αν πάλι πέσουμε στη θάλασσα
θα ζώσουμε στη μέση μας σωσίβιο, τις χίλιες αναμνήσεις
που τις γεμίσαμε μαρτύριο και πίκρες απ’ τους χρόνους
που λίγο-λίγο κάθε αυγή, κεντούσαμε με δάκρυα
απ’ τους παλιούς μας έρωτες, που προκαλέσαν πόνους.

Κορίτσι έτοιμο να βγει στη ζητιανιά για λίγη αγάπη
κι εγώ ένας πρίγκιπας που ‘χε στα χέρια του χρυσό γοβάκι
να σε ψάχνω. Ακόμα ψάχνω
γιατί δε βρήκα που κοιμίζεις το κορμί σου όταν αφήνεις το ταξίδι
μήτε στο δρόμο, αν απλώνεις τα κομμάτια των ονείρων σου
σαν πέτρες, να μου φτιάξεις μονοπάτι.

Άκου λοιπόν κι ετούτο για να φύγω
- μπλεχτήκαμε στα παραμύθια -
κι όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου
κι αν θ’ ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν…




2. Μέσα στον έρημο σταθμό
(Από τις συλλογές ‘’Φυγείν Εστί’’ και ‘’Μέσα στον έρημο σταθμό’’..)
(09-11-2008)
~~~

Μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
κι απ’ τα βαγόνια κατεβαίνουν οι αγάπες
που δεν αντέξανε ποτέ το χωρισμό
με τα φτερά τους τα σπασμένα

άυλοι άνθρωποι, κορμιά αγανακτισμένα
που ‘μαθαν πρόστυχο πως είναι πως το φιλί
και σουλατσάρουνε σκυφτοί στις αποβάθρες
κι η μέρα δε θα τους χαρίσει άλλο πρωί

κρατούν βαλίτσες με χιλιάδες αναμνήσεις
με το κορμί να κουβαλάει τις πληγές
τη μνήμη, μάτια μου, δεν σβήνεις όταν θες
σε σβήνει εκείνη με τη μία, όταν θελήσει
όταν το βάρος της κανείς δε θα κρατήσει

μέσα στον έρημο σταθμό
- τι κι αν κινούνται τόσα δύστυχα κορμιά; -
στην αποβάθρα ξαφνικά, σκάει, αστράφτει τουφεκιά
και μία σπασμένη, απ’ τις καρδιές, δε θα κολλήσει

ό,τι κομμάτια έχει γίνει, γίνεται άνεμος
και στο παρόν, το παρελθόν μας δεν κολλάει
όταν ραγίσει το γυαλί, ένα κομμάτι του αρκεί
σαν το μαχαίρι όλο το σώμα να τρυπάει

μέσα στον έρημο σταθμό
φωνάζει κάποιος δυνατά ένα “σ’ αγαπώ”

βουτά στις ράγες με τη μια και η ταχεία ξεκινά
αξίζει έτσι να τελειώνει μία αγάπη;

τα λόγια όμορφα και όμορφες οι ώρες
μα φεύγουν έτσι από τα μάτια μας, σαν τρένα
λες και φορτώσαν τις στιγμές μας και τις κλέψανε
φιλιά με δάκρυ οι αναμνήσεις, χαρισμένα

μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
μη με ρωτήσεις να σου πω, έχω εισιτήριο διπλό
απλά δεν έχω προορισμό και δεν υπάρχω για κανέναν
- αν θέλεις έλα. Κρατώ μία θέση και για σένα. –



(σ.σ. τροποποιημένο για τις ανάγκες του Πρότερον Θνητοί 
από τη Χορωδία και μέσα από τα λόγια του Αφηγητή, στο 1ο βιβλίο της σειράς)
~~~

Μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
κι απ’ τα βαγόνια κατεβαίνουν οι αγάπες
που δεν αντέξανε ποτέ το χωρισμό
με τα φτερά τους τα σπασμένα

άυλοι άνθρωποι, κορμιά αγανακτισμένα
που ‘μαθαν πρόστυχο πως είναι πως το φιλί
και σουλατσάρουνε σκυφτοί στις αποβάθρες
κι η μέρα δε θα τους χαρίσει άλλο πρωί

κρατούν βαλίτσες με χιλιάδες αναμνήσεις
με το κορμί να κουβαλάει τις πληγές
τη μνήμη, μάτια μου, δεν σβήνεις όταν θες
σε σβήνει εκείνη με τη μία, όταν θελήσει
όταν το βάρος της κανείς δε θα κρατήσει

μέσα στον έρημο σταθμό
 -  τι κι αν κινούνται τόσα δύστυχα κορμιά;  -
στην αποβάθρα ξαφνικά, σκάει, αστράφτει τουφεκιά
και μια σπασμένη, απ’ τις καρδιές, δε θα κολλήσει

ό,τι κομμάτια έχει γίνει, γίνεται άνεμος
και στο παρόν, το παρελθόν μας δεν κολλάει
όταν ραγίσει το γυαλί, ένα κομμάτι του αρκεί
σαν το μαχαίρι όλο το σώμα να τρυπάει.

Τα λόγια όμορφα και όμορφες οι ώρες
μα φεύγουν έτσι από τα μάτια μας, σαν τρένα
λες και φορτώσαν τις στιγμές μας και τις κλέψανε
φιλιά με δάκρυ οι αναμνήσεις, χαρισμένα

μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
μη με ρωτήσεις να σου πω, έχω εισιτήριο διπλό
απλά δεν έχω προορισμό και δεν υπάρχω για κανέναν
 -  αν θέλεις έλα. Κρατώ μια θέση και για σένα.  -




3. Η αρχή της τρικυμίας

(Από τις συλλογές ‘’Φυγείν Εστί’’ και ‘’Μέσα στον έρημο σταθμό’’.. Μέρος του έχει περιληφθεί και στο Πρότερον Θνητοί για τις ανάγκες του θεατρικού project. Σχετίζεται άμεσα με το ‘’Μέσα στον έρημο σταθμό’’, καθώς η μεθυσμένη μελωδία που αναφέρεται στο ποίημα είναι το αντίστοιχο τραγούδι της Χορωδίας ‘’Μέσα στον έρημο σταθμό’’..)
(23-11-2010)
~~~

Τι να χωρέσω εδώ μέσα; Τι βαρύς πονοκέφαλος...
σε πέντε γραμμές τη φυγή μου, τη λύπη μου;
ΦΕΥΓΩ!
μικρός ο χώρος μας στον κόσμο ετούτο
κι εμείς δύο κουκκίδες ασημαντότητας στο όριο του τετραδίου μας

τι νύχτα! ο αγέρας σφυρίζει
κρυώνω, ζεσταίνομαι ... ούτε που νοιάζομαι, ούτε που ξέρω
οι σκέψεις ατελείωτες, τα διαλυμένα όνειρα κομμάτια μες το βάζο
το πλοίο έφυγε, το τρένο μας το χάσαμε, πέφτει η βροχή σιωπηλά
το γεμισμένο ποτήρι με τη βότκα αδειάζει
η σκόνη περικυκλώνει τα όνειρα που γεννήθηκαν και πεθάνανε σε τούτο το δωμάτιο
που περιμένει ακόμα τον Βασίλη για το δώρο, την παραμονή στο τζάκι

ξημέρωσε, ο πετεινός λαλεί
μι’ αγάπη πέθανε προτού να ξημερώσει
ο ήλιος θ’ ανατέλλει για κάθε ένα πρωί
μα τα δικά μας μάτια μέλλουν να τον χάσουν κάποια ημέρα ...
[όλοι σε τούτη εδώ τη Γη θα βυθιστούμε]
τελειώνει η ζωή, τελειώνει το μελάνι, ο ύπνος με καλεί

τι είναι η ζωή;

να πίνεις δηλητήριο και αίμα και φαρμάκι
το δάκρυ απ’ τα μάτια σου να πίνεις σαν κρασί
να κοινωνείς ροδόσταμο και μέλι απ’ το κορμάκι
που πέρασε απ’ το δρόμο σου, μα ξέρεις, θα χαθεί

το λεωφορείο ξέφυγε και άδειασε ο σταθμός
ακούγεται ένας κρότος που σκίζει όλη την πλάση
φωνάζει ο σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στην άκρη
στις ράγες κάποιος έπεσε και κάνει προσευχή...

[τι σημασία έχει αν το λεωφορείο δεν είναι λεωφορείο
αλλά τρένο, καράβι, ατμόπλοιο, μαούνα, κότερο
ελικόπτερο, αυτοκίνητο, τρόλεϊ, βενζινάκατος ;;;;;]
μόνο του σιγοσβήνει το τσιγάρο, πεταγμένο στην αποβάθρα...

φωνάζει ο σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στην άκρη
στον έρημο σταθμό ένας μονάχα επιβάτης
και δεξιά να περπατά στο βάθος μια κυρία
όπου πατά με δύναμη το ιστορικό τσιγάρο
και κάτω απ’ τις σόλες της αδειάζει ένα φουγάρο
και σβήνει απ’ το βλέμμα μου κι η τελευταία πνοή του

ΟΙΚΤΟΣ!

...ακούγεται απαλά μία μεθυσμένη μελωδία
που τρέμει και το πάτωμα μπροστά στη μουσική της
τα μάτια μου τα διάβασε σαν ιστορία μία φίλη
και μού ‘πε ότι γράφουνε επάνω τους “Μαρία”…

κι αυτό το καταθέτω ως απόδειξη ότι αγάπησα
σαν αθεράπευτα άρρωστος κι ερωτευμένος ναύτης
θαρρώ πως παραστράτησα απ’ τα πολλά δεινά της
γι’ αυτό σαν τίτλο δίνω την αρχή μίας τρικυμίας.

~~~


''..μικρός ὁ χῶρος μας στόν κόσμο ἐτοῦτο, 
κι ἐμεῖς δύο κουκκίδες ἀσημαντότητας στό ὅριο τοῦ τετραδίου μας..''

© Γιώργος Σ. Κόκκινος 2019

* όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι σκίτσα τρένων του Δημήτρη Τσιγάρα 
αλιευμένες από το διαδίκτυο

Σχόλια

  1. Το ποίημα ''Μέσα στον έρημο σταθμό'' (και στις 2 εκδοχές του) έχει περιληφθεί στο πολύ όμορφο και εκτενές αφιέρωμα για τα Τρένα στη Λογοτεχνία και την Μουσική, της κυρίας Γεωργίας Κοτσόβολου και στο blog της Homo Universalis. Ευχαριστούμε για την συμπερίληψη

    https://homouniversalisgr.blogspot.com/2017/06/blog-post_33.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου