Τα απαγορευμένα - του καπνού και του τσιγάρου



Τα απαγορευμένα - του καπνού και του τσιγάρου
(Ανένταχτα)
Γιώργος Σ. Κόκκινος




Φαναράκια
(19/04/2009)
~~

Ανθρωπάκια με πολύχρωμες λαμπάδες
φαναράκια τα παιδάκια κι οι παπάδες
εκκλησία που τα σήμαντρα χαρμόσυνα χτυπούν
‘’σταυροδρόμι που ενώνει όλους όσους αγαπούν’’
- όχι εσένα ή εμένα, όχι εμάς -
τα διαστήματα χωρίζουν τους ανθρώπους
που αφήνονται στο δρόμο που πατάς
και χαλί στρώνονται λες στο πέρασμά σου
για φαντάσου όσα νιώθεις σαν πονάς
αν ραγίσουν τα αισθήματα που έχεις
φυλαγμένα στα ερείπια της καρδιάς

κάπως έτσι μας ραγίζει και ο χρόνος
μας διαλύει τις ελπίδες και τα όνειρα του χθες
στοιβαγμένα στο μυαλό με παρωπίδες
χίλια ψέματα γεμάτα ενοχές

στα κεριά τους θα τελειώσει το φιτίλι
και τα χέρια απ’ το κερί θα ‘ναι καμένα
ποιός πιστεύεις θα προλάβει να ‘ρθει σπίτι;
πόσο βιάστηκες κι αγάπησες το ψέμα
κι έχεις μια ευκαιρία τώρα λίγη αγάπη αν έχει μείνει
για να κάνεις το πιο σύντομο ταξίδι
~~~~~~~~~~~~~
ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ
~~~~~~~~~~~~~
φωτεινή η επιγραφή στο εκκλησάκι
που ανταλλάσσαμε τον Αύγουστο φιλιά
είναι ακόμα κολλημένα κι είναι φρέσκια η μπογιά
μα βρομίσανε τα χείλη και τα λόγια μεθυσμένα
ανακάτεψα την πίκρα με το δάκρυ και το ψέμα
και μου βγήκε δυναμίτης η φωτιά
που αν ανάψω ένα τσιγάρο θα εκραγεί η γειτονιά
και η μάρκα τους κλεμμένη από σένα…




Σιωπή παντού
(02/09/2010)
~~

Ήρθε εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου
όπου το ένα συννεφάκι διαδεχόταν το άλλο στον ουρανό
σιωπή παντού!

εγώ ζαλισμένος απ’ το κρυολόγημα και τον πυρετό
εσύ είχες το στομάχι σου

τι άλλο να πει κανείς όταν όλα έχουν κάνει τον κύκλο τους
άπειρες φορές στο παρελθόν
και το αποτέλεσμα εύλογο και οι καυγάδες μέσα στο αυτοκίνητο προβλεπόμενοι.
Μια καραμέλα τσάρλεστον το αποτέλεσμα, με μπόλικη ζάχαρη.
Σιρόπια, φιλιά, αγκαλιές και την επόμενη τραγική στιγμή ένα χαστούκι
κι ένα αυτοσχέδιο καραβάκι στο χαρτί για να πηγαίνει την αγάπη μας περίπατο
και να φανταστείς κυλούσαν όλα ήρεμα μέσα στη μέρα
αν εξαιρέσεις τα δάκρυα που έσταζαν τα μάτια σου στο κορμί μου
την αγκαλιά, αν εξαιρέσεις, που ήσουν χωμένη μέσα της για παρηγόρια

εσύ έσπασες την αλυσίδα κι έφυγες
και το ποδήλατό σου τρέχει δίχως όρια, δίχως ταχύτητες και φρένα
χωρίς φώτα
γιατί τα μάτια μου τα έχασες
και το κορμί μου, και τα χείλη μου, το χάδι μου
μα περισσότερο απ’ όλα την καρδιά
που χάρισα απλόχερα στα πόδια σου κι εσύ την κλώτσησες

κι ενώ το αεράκι φυσούσε όταν βράδιαζε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και οι καπνοί του τσιγάρου έπνιγαν την κατάσταση μεταξύ μας
τα περιθώρια στένευαν επικίνδυνα.
«Επικίνδυνος» τι λέξη κι αυτή...

«σημασία έχει ποια χέρια θα σ’ αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει»*
όχι τα μάτια σου.
Και το ανατρίχιασα το κορμί σου…

αλλά δεν ξέρεις κι ούτε μπορείς να φανταστείς πως ήμουν από εκείνη τη μέρα
άρρωστος, αγιάτρευτος κι απαρηγόρητος, νεκρός
με φάρμακα και χάπια στο κεφάλι και τα σπλάχνα μου

δεν είδες τα δάκρυά μου
ούτε τους σπαραγμούς μου άκουσες να σε καλούν στ’ αυτιά
να πονέσεις. Τίποτα!
ούτε καν τον ήχο της φωνής μου απ’ το τηλέφωνο, δεν άκουσες
που σε καλούσα απεγνωσμένα πίσω στην αγκαλιά μου

να λοιπόν γιατί σ’ αγάπησα, επειδή έκλαψα για σένα όσες φορές κι αν σ’ έχανα
κι όσο πιο δυνατός είναι ο πόνος των δακρύων, τόσο πολύ αγαπάς
γιατί ο ψυχικός ο πόνος, μάτια μου, αυτός μας κάνει ν’ αγαπάμε...

(*στίχος της Αλκυόνης Παπαδάκη)




Γίναν μαχαίρια τα φιλιά
(01/09/2007)
~~

Έτσι μας τα ‘φερε ο καιρός, μικρή να ζούμε χώρια
τώρα τα χείλη μας φιλούν, λύπη και στεναχώρια
ποιός ξέρει αύριο που θα είμαστε, αν θα ζούμε
κι αν θα τα φέρει η ζωή πάλι ν’ ανταμωθούμε

γιατί όσο τρέχει ο ποταμός, ξοπίσω δε γυρνάει
γίναμε δίνη σ’ ένα ρεύμα που στο γκρεμό μας πάει
κι αν θα παλέψουμε στερνά για να σωθούμε
από τα λόγια της αλήθειας, το ξέρω θα πνιγούμε

γι’ αυτό παράτα τα παιχνίδια, ας μείνουμε δυο φίλοι
όταν τα μάτια σου δακρύζουν, να φέρνω ένα μαντήλι
κι όταν τα χείλη σου γελάνε, ν’ ανοίγει η αγκαλιά σου
κι όλο τον κόσμο να χωρά στα χέρια τα δικά σου

εγώ που τρόμαζα λοιπόν, το μαύρο ν’ αντικρίσω
τώρα βαδίζω, προχωρώ, ανάμεσα στο γκρίζο
κι απ’ την ψυχή εν’ αεράκι, σιγά μου τραγουδάει
πόσο μπορεί η καρδιά μου έτσι να σ’ αγαπάει

τόσο που μ’ έζωσαν του κόσμου όλου οι πίκρες
και στου τσιγάρου τον καπνό, με ήπιανε οι νύχτες
γίναν μαχαίρια τα φιλιά κι οι αγκαλιές μας χτένια
στάχτη τα όνειρα με μιας, που σου ‘χα φυλαγμένα

γι’ αυτό παράτα τα παιχνίδια, ας μείνουμε δυο φίλοι
όταν τα μάτια σου δακρύζουν, να φέρνω ένα μαντήλι
κι όταν τα χείλη σου γελάνε, ν’ ανοίγει η αγκαλιά σου
κι όλο τον κόσμο να χωρά στα χέρια τα δικά σου.




Απίστευτα τρελός
(11/02/2008)
~~

Τί θες απ’ τη ζωή μου τώρα, πες;
υπήρξαμε σου λέω εραστές
- υπήρξαμε -
τα όνειρα τ’ αφήσαμε στο χθες
μαζί τις αναμνήσεις πνίξαμε

τα χείλη απ’ τα φιλιά, να! στεγνώσανε
υπήρξανε στιγμές που μας πληγώσανε
- υπήρξανε -
μα χτίσαμε επάνω στις πληγές
μι’ αγάπη που μονάχη αφήσαμε

κι αυτά που λέω μην τ’ αρνιέσαι
νομίζεις πως για έξυπνη περνιέσαι;
κι αν είμαι ένας απίστευτα τρελός
η τρέλα μου, αγαπάει ό,τι αγγίζεις
- νομίζεις -

τί θες απ’ τ’ όνειρό μου τώρα, πες;
οι νύχτες εφιάλτες με τυλίγουνε
- οι νύχτες -
σε είχα όσο κρατάει ένας καφές
τσιγάρο που οι στάχτες με πνίγουνε

κι αυτά που λέω μην τ’ αρνιέσαι
νομίζεις πως για έξυπνη περνιέσαι;
κι αν είμαι ένας απίστευτα τρελός
η τρέλα μου, αγαπάει ό,τι αγγίζεις
- νομίζεις -




Ερημιά
(15/03/2008)
~~

Σάββατο βράδυ
και τριγυρνώ στα σοκάκια της πόλης
δεν υπάρχει ψυχή
ερημιά
που πήγανε όλοι;
θέλω τσιγάρα, αναπτήρα, κάτι ν’ ανάβει φωτιές
να πεθαίνει, να σβήνει, να καίει, να καίγεται
θέλω τσιγάρα και σπίρτα
πετρέλαιο, βενζίνα, βιτριόλι, υδροκυάνιο
περιπτερά; περιπτερά;
που θα ‘βρω σήμερα νέα ψυχή να πάρω;
εφημερίδεεεεεεες
έκτακτο παράρτημα, εφημερίδεεεεεες
μας γράψανε στα πρωτοσέλιδα
τυλίχθηκαν στις φλόγες απ’ τον έρωτα
περιπτερά; περιπτερά;
πόσο στοιχίζει η αγάπη πριν να βγάλει τα φτερά;
που πήγαν όλοι;
ερημιά
και στο καλώδιο της ΔΕΗ
κουρνιάζουν τώρα δυο πουλιά
είναι αργά
είναι αργά για δάκρυα κι έρωτα
κοστίζει η σχέση ακριβά
και η φιλία, πιο ακριβά η φιλία
κι η εργασία πληρώνεται με δίφραγκα
κανείς στο δρόμο απόψε
που ειν’ η χαρά κι η ξεγνοιασιά;
θέλω μονάχα να σου δώσω δυο φιλιά
το ένα στο λαιμό για να κυλήσει
το άλλο στα δάκτυλα που κραταν’ το τσιγάρο
να καεί
είναι αργά
είναι αργά για να μιλήσω
για καλησπέρες, καλημέρες, καληνύχτες, είναι αργά
πάρε φωτιά
στην τελευταία ρουφηξιά να σβήσω
μη μιλάς
που πήγαν όλοι;
ερημιά
κι απόγνωση
και η γνώση μετρημένη στα δάκτυλα του ενός χεριού
και στο κεφάλι πίτουρα
περιπτερά; περιπτερά;
θέλω να πνίξω τους καημούς
και ν’ αγοράσω σπίρτα με τη σέσουλα
μια οκά
και οινόπνευμα, πέντε λίτρα
που πήγαν όλοι;
ερημιά;
τα σοκάκια της πόλης, φωτίζονται μ’ άστρα
και δεν υπάρχει μια διαθέσιμη αγκαλιά;
κάπου
κρυμμένη
φωλιασμένη
παραδομένη
κι απ’ την ηδονή του πάθους και της νύχτας, καμωμένη
είναι αργά
κοστίζει ένα σπίτι, ένα γάμο, ένα πτυχίο κι ένα αμάξι η αγκαλιά
και η ζωή δε μου ‘δωκε, παρά μονάχα σκέψη
και μια πελώρια αποθήκη με αισθήματα
θέλω τσιγάρα και φωτιά
περιπτερά; περιπτερά;
που πήγανε όλοι;
ερημιά.





Νοέμβριος 2019 © Γιώργος Σ. Κόκκινος 
(όλες οι φωτογραφίες εκ του διαδικτύου)

‘’ ..καπνίζω μπλε τσιγάρα κι έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου..’’

Σχόλια