Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής – Μέρος ΣΤ’

 


Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής – Μέρος ΣΤ’

Μια συνοπτική ματιά στη Θεωρία της Λογοτεχνίας

 

''..Στον χώρο των social media μοιάζει σαν η ποίηση να αποκτά ξανά τον κοινωνικό ρόλο που είχε σε παλαιότερες εποχές, ως μέσο επικοινωνίας. Ενώ η ίδια παραμένει πάντοτε έκφραση ατομικών αισθημάτων, το μέσον με το οποίο διαδίδεται έχει τη δύναμη να πολλαπλασιάζει  τον αντίχτυπό της, να εκφράζει δηλαδή κάτι υπερατομικό, το συλλογικό αίσθημα μιας ορισμένης συγκυρίας. (...) Oφείλουμε να ξεφύγουμε άρα από την προκατάληψη ότι η ποίηση δεν διαβάζεται σήμερα, μια προκατάληψη η οποία μάλλον είχε δημιουργηθεί από την όντως χαμηλή έως μηδαμινή κίνηση των ποιητικών βιβλίων. Αν τα βιβλία ποίησης μένουν στα αζήτητα, τα ποιητικά κείμενα που είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο και διακινούνται στα social media είναι άπειρα και όλων των ειδών και των ποιοτήτων. (...) Μετά έρχονται τα λάθη της αντιγραφής. Μόνον το σκανάρισμα από σελίδα βιβλίου μας δίνει τη βεβαιότητα ότι οι αναρτώμενοι στίχοι είναι έτσι όπως τους έγραψε ο ποιητής. Η αντιγραφή με το χέρι ή το copy paste από άλλες σελίδες του διαδικτύου κρύβουν πολλά λάθη στη στίξη και στη στιχουργία, τα οποία μπορούν να αλλοιώσουν το νόημα. (...) Η ποίηση είναι πολύμορφη και ανθεκτική στις αλλαγές των εποχών, δεν παθαίνει τίποτε η ίδια. Το αποδεικνύουν άλλωστε οι καλοί νέοι ποιητές μας που ανήκουν σε γενιές που μεγάλωσαν στον ψηφιακό κόσμο..'' (1)

 Ο όρος Παραλογοτεχνία (paraliterature) πρωτοεμφανίστηκε το 1967 σε ένα συνέδριο στο Παρίσι ενώ παραπέμπει στη λεγόμενη ''λαϊκή λογοτεχνία'' της αγροτικής υπαίθρου, με σαφή διαχωρισμό από την δημοτική παράδοση και την έντεχνη/λαϊκή ποίηση, σε φθηνή λογοτεχνία που απευθύνεται σε λαϊκά στρώματα ή αλλιώς εύκολη/εύπεπτη λογοτεχνία για τους πολλούς. Καθορίζεται από παράγοντες όπως ο σκοπός παραγωγής της, ο τρόπος διανομής της παραγωγής της, ο όγκος της παραγωγής και η χαμηλή τιμή προκειμένου να είναι προσβάσιμη στα λαϊκά στρώματα, καθώς και η ιδιότητα του αναγώστη αυτών των βιβλίων. Από τη δεκαετία του '60 είχε κι όλας ανοίξει ο δρόμος διαχωρισμού σε δύο μορφές λογοτεχνικής παραγωγής, η μία ως θεσμοθετημένη φιλολογία με καθοριστικό της πρωτείο την ποίηση κι από την άλλη μεριά η ελαφρά φιλολογία ως ταπεινή ξενόφερτη μυθιστορία με καταβολές από το αστυνομικό μυθιστόρημα και την επιστημονική φαντασία. (2)

''..Τα όρια μεταξύ (υψηλής, σοβαρής, καθαρής) λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας είναι ασαφή και ρευστά. Ένα καθοριστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός έργου ως σοβαρού λογοτεχνικού ήταν, από τον ρομαντισμό ώς την εποχή του μεταμοντερνισμού, η πρωτοτυπία του. Αντίστοιχα, η επανάληψη, η κοινοτοπία θεωρούνταν δείγματα κακής λογοτεχνίας. Οι κύριες πηγές της παραλογοτεχνίας πρέπει επομένως να αναζητηθούν στον βιομηχανοποιημένο 19ο αιώνα, στην οικονομία της αγοράς και στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των πόλεων. Ο όρος παραλογοτεχνία επικράτησε τον 19ο αιώνα, ενώ άκμαζε η μαζική λογοτεχνία, η επιφυλλιδική λογοτεχνία, το μυθιστόρημα σε συνέχειες. Έχει κατά βάση υποτιμητική σημασία και προϋποθέτει μια οικονομική, πολιτισμική και ταξική διχοτομία: συγγενείς όροι είναι η παραφιλολογία, η υπολογοτεχνία, η λογοτεχνία φυγής, το μυθιστόρημα της δεκάρας, η λογοτεχνία αναψυχής ευρείας κατανάλωσης κ.ά..'' (3)

Με τον όρο Ποιητική περιγράφουμε τη θεωρία εκείνη που σκοπό έχει να κωδικοποιήσει συστηματικά τους κανόνες που διέπουν τη λογοτεχνία. Ρυθμιστικές ή κανονιστικές ποιητικές ονομάζονται οι ποιητικές που ορίζουν το πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ένα έργο για να αξίζει τον χαρακτηρισμό του ως λογοτεχνικό ώστε να εντάσσεται έτσι στο χώρο της λογοτεχνίας. Πρόκειται για ποιητικές που ελέγχουν και αποτιμούν τη λογοτεχνικότητα των κειμένων. Με την πάροδο των ετών αυτές οι παγιωμένες αντιλήψεις για το ζήτημα των λογοτεχνικών ειδών συνδέθηκαν με τη φιλοσοφία και με όρους αισθητικούς και ψυχολογικούς κι από το 19ο αιώνα και μετά οι επιστημονικές προσεγγίσεις στη λογοτεχνία είναι πλέον περιγραφικές και καταγράφουν, κατηγοριοποιούν και συστηματοποιούν την λογοτεχνική παραγωγή. Με άλλα λόγια, οι σημερινές ποιητικές δεν απαιτούν συγκεκριμένες προδιαγραφές σύμφωνα με τις οποίες κάποιος πρέπει να γράψει, αλλά μελετούν τα λογοτεχνικά έργα χωρίς να προβαίνουν σε αξιόλογες κρίσεις. Οπότε ο χώρος της λογοτεχνίας είναι ανοικτός στο να δεχτεί συνεχώς νέα αφηγήματα.

''..Το σίγουρο είναι ότι σήμερα χωράνε στο κάδρο πολύ περισσότερα κείμενα απ’ ό,τι παλαιότερα, και ο πρώτος λόγος είναι ότι μοιάζει να ξεπεράστηκε η διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, η διαφορά δηλαδή μεταξύ αποδεκτών, από άποψη “λογοτεχνικότητας”, κειμένων και κειμένων που δεν είναι αρκετά “λογοτεχνικά” ή που θεωρούνταν δευτέρας κατηγορίας λογοτεχνικά κείμενα. Παλαιότερα, ολόκληρα λογοτεχνικά είδη θεωρούνταν συλλήβδην παραλογοτεχνία. Και το πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί πλέον το πιο διαδεδομένο λογοτεχνικό είδος: το μυθιστόρημα, το οποίο άργησε να γίνει αποδεκτό. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας δεν εξαρτάται από το είδος, αφού είδη όπως το αστυνομικό ή το λαϊκό μυθιστόρημα έχουν ενταχθεί στο χώρο της λογοτεχνίας και αξίζει όχι μόνο να τα διαβάσει κανείς, αλλά και να τα μελετήσει επιστημονικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αναγνωστικό κοινό κάθε εποχής είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας που καθορίζει εντέλει τι είναι λογοτεχνία και τι όχι.''

Η λογοτεχνία είναι επινόηση, αναπαράσταση και μήτρα εννοιών και ιδεών ενώ ανατρέπει τα στερεότυπα και τους κώδικες επικοινωνίας. Αποτυπώνει αλλά και υπονομεύει τις πολιτιστικές δομές και τους κανόνες αλλά και τις αξίες μιας χρονικής περιόδου κι αυτό γιατί διέθετε πάντα περισσότερη ελευθερία από τα άλλα είδη του λόγου με κρυφές αλήθειες, μέσα από έναν ιδιαίτερο, υπαινικτικό, αινιγματικό και παιγνιώδη λόγο. (4)

''..Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε σε μια εποχή όπου τόσο η συγγραφή όσο και η ανάγνωση της λογοτεχνίας τίθενται με τους όρους των Νέων τεχνολογιών και ότι σημαντικός αριθμός χρηστών του διαδικτύου απελευθερώνει πράγματι δημιουργικές δυνάμεις στη συγγραφή πάσης φύσεως ιστοριών. Τούτο δεν σημαίνει όμως πως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής δεν παράγεται από τη συγγραφική ατομικότητα όπως γινόταν πάντα, ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα συλλογικά έργα δεν θεωρήθηκαν ποτέ σπουδαία λογοτεχνία. Η αποτυχία τους είναι πιθανόν να οφείλεται ακριβώς στον συγγραφικό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στους επώνυμους συγγραφείς, καθώς ο καθένας από αυτούς προσπαθεί να δυσκολέψει τον επόμενο, ενώ οδηγούν στα άκρα το προσωπικό τους ύφος προκειμένου να ξεχωρίσουν από τον διπλανό τους. Το διαδίκτυο παρέχει τον ζωτικό χώρο για την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων των χρηστών του στη συγγραφή μυθοπλαστικών κειμένων πολλών ειδών και με διάφορους τρόπους..'' (5)

_____________________

Πηγές/Βιβλιογραφία: (1) oanagnostis.gr , άρθρο της Βενετίας Αποστολίδου. (2) Βικιπαιδεία (λήμμα Παραλογοτεχνία). (3) ''Εισαγωγή στην Νεοελληνική Φιλολογία'', ΣΕΑΒ 2015, Φ. Παππά, Α. Κατσιγιάννη, Λ. Διαμαντοπούλου. (4) ''Ιστορία και θεωρία των λογοτεχνικών γενών και ειδών'', ΣΕΑΒ 2015, Κ. Καρακάση, Μ. Σπυριδοπούλου, Γ. Κοτελίδης. (5) ''Η Λογοτεχνία στα νέα περιβάλλοντα των ΤΠΕ'', Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας 2012, Βεν. Αποστολίδου

 

Τα προηγούμενα μέρη της μελέτης στην Πορφυράδα
καθώς και σε αναδημοσίευση στο ιστολόγιο Θυμοσοφείν:

Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής (Ευρετήριο Θεμάτων) 

- Επιτρέπεται αναδημοσίευση του παρόντος με αναφορά στην πηγή -

για το ιστολόγιο Πορφυράδα © Νοέμβριος 2021

Σχόλια