Που λέμε, επί του συνόλου…
Αν είναι να δύει κάτι ας είναι ο ήλιος Χρυσός όταν τον απόκτησα σαν ένα νόμισμα στην τσέπη μου και σίγουρος Για την αξία του, αήττητος φίλος Που σκοτίζει την νύχτα και φοβερίζει τα κραταιά πουλιά της Άστοργα. Απ’ όπου Κι αν ήρθα, μύριζε καλοκαίρι και φρούτο Που παραωρίμασε· η πόλη ήθελε Αττική και παραλίες που γέμισαν κόσμο Όχι εκείνες που περπάτησα χειμώνα κι ένας γλάρος Με παρακολουθούσε διακριτικά αξιοσέβαστος Και μακρινός επιστήθιος φίλος. Τώρα στην κάψα γδύνονται κοπέλες Και οι λουόμενοι βουτούν στα ήσυχα νερά της θάλασσας, εμμένοντας Σε κάτι που δεν είναι εποχή που θα περάσει, αλλά μια φρυκτωρία Που διαλαλεί τον πόλεμο με την αγρύπνια που είχα- κυνηγώντας Λέξεις φαντάσματα και φασαρίες στο μυαλό μου επί του συνόλου…