Ανένταχτα ερωτικά ποιήματα του Γ. Κόκκινου - Α'

Ανένταχτα ερωτικά ποιήματα (μέρος Α')
(της περιόδου από το 2007 έως το 2011) του Γιώργου Σ. Κόκκινου
διανθισμένα με φωτογραφίες της Δέσποινας Αποστολίδου
που διατηρούνται ακόμα αδημοσίευτα (στην αυθεντική πρώτη τους γραφή)




Στιγμές από βροχή
(15/12/2008)

Στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
τρέχει ο κόσμος να προλάβει τη δουλειά, περνούν τα χρόνια
και ταχυδρόμο διάλεξε ο χάρος, να σου φέρει
στερνά ένα αντίο, κλάματα, δώρο τη μοναξιά

εκεί στο τρίτο το δικό μας το παγκάκι, όχι το τέταρτο
-  στο τέταρτο παίζουν πασιέντζα ακόμα οι μοίρες  -
το βρόχινο νερό στολίζει με Χριστούγεννα τις μνήμες

μα εμείς αγάπη μου, που με κρατάς για πάντα
φυλαγμένο στην καρδιά σου, εμείς μονάχα
απουσιάζουμε απ’ τον πίνακα που στόλισαν οι αγάπες

κι αν τούτο το γραπτό μιλάει ακόμα για τα μάτια σου
να μη νοιαστείς αν πάσχει από ομοιοκαταληξίες ή επίθετα
θέλω και τούτο, δες το, να μιλάει ευθεία στην καρδιά σου

στο γωνιακό παρκάκι απόψε κλαίει ο Θεός
τον ρώτησα αν είναι δάκρυα που χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απάντηση δεν πήρα, θέλω για δες
θέλω να πάρω μίαν απάντηση από σένα

το σ’ αγαπώ είναι μια λέξη τόσο απλή, τόσο φτηνή κι αστεία
τόσο μικρή για να στολίσει ό,τι αισθάνομαι, ακούς; το εννοώ
κι ακούω τώρα τη φωνή σου να προστάζει ‘μείνε λίγο ακόμα’
‘μείνε για λίγο ακόμα, σε παρακαλώ’

στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
μα εμείς αγάπη μου, που με κρατάς για πάντα
φυλαγμένο στην καρδιά σου, απουσιάζουμε απ’ τον πίνακα
που ζωγραφίζουν οι αγκαλιές μας

βλέπεις, ακόμα κι αν σταμάτησα να γράφω για τα μάτια σου
τίποτα πια δε με βοηθάει να σβήσω αυτό που ζήσαμε
κι ακούω τώρα τη φωνή σου να προστάζει ‘μείνε λίγο ακόμα’
‘μείνε για λίγο ακόμα, σε παρακαλώ’

πόσο καιρό, πόση βροχή, πόσα χαμένα μας φιλιά ακόμα;
πόσες ημέρες, πόσες ώρες για να ‘ρθεις;
κρατώ ημερολόγιο το σώμα, να σημειώνω τις σταγόνες της βροχής

κι αν πίστευα
-  μα τώρα έχουν πεθάνει κι οι ελπίδες μου μαζί σου  -
πως από κάπου, έστω νεκρός, θα ξαναέβλεπα στα χείλη
ένα χαμόγελο που θα ‘σκαγε δειλά στο πρόσωπό σου

κι αν πίστευα πως θα γεννιόμουνα ξανά στην αγκαλιά σου
ήρθαν Χριστούγεννα και φέτος κι αρρωσταίνω

έχω τραβήξει το λοιπόν, ένα πελώριο τοίχο μπρος στα μάτια μου
να βλέπω το σκοτάδι κατά μέτωπο, σημάδι πως πεθαίνω
παίζουν παράσταση οι σκιές στο παρελθόν μας
μια φάρσα, μ’ αρχηγό ένα ραμολιμέντο

στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
το σ’ αγαπώ είναι μια λέξη τόσο απλή, είναι μια λέξη κρύα
τόσο άψυχη θα έλεγα, γι’ αυτά που ‘χω να γράψω

βλέπεις εμάς, κάτι πιο μακρινό μας έφερε να σμίξουμε
και κάτι τόσο δίπλα μας, σκιά ίσως, μας χώρισε
και τώρα, με τόση απόσταση μπροστά μας
παράλληλα ανταλλάσσουμε σταγόνες της βροχής.




Ζάχαρη
(08/09/2009)

Στο δρόμο μου όπως βάδιζα τους τελευταίους μήνες
μ’ ανθρώπους συναντήθηκα γεμάτους απορίες
με ρώταγαν πως πέρναγα κι αν έσβησαν οι αιτίες
όπου μακριά με κράταγαν από την αγκαλιά σου

τους έλεγα πως πέθανα, πως έφυγα ταξίδι
πιο πέρα κι απ’ το θάνατο, μακριά απ’ την καρδιά σου
τους έλεγα πως έσβησα, πως ξέχασα το όνειρο
πως έφταιξα, πως έφταιξαν τους έλεγα, οι αιτίες

μ’ αυτοί δε με πιστεύανε, με νόμιζαν σακάτη
πως το μυαλό λωλάθηκε μετά το χωρισμό
πως θα περάσει μου έλεγαν στο χρόνο, το γινάτι
πως θα γιατρέψει την πληγή ένα άλλο θηλυκό

κι εγώ τους απαντούσα αγάπη μου, με γλύκα
τη γλώσσα μου την έπλενα με ζάχαρη χυμό
πασπάλιζα τα λόγιά μου με μέλι και με πίκρα
μακριά της έλεγα αν θα ζει, μακριά θα ζω κι εγώ
ώσπου να έρθει η στιγμή ξανά ν’ ανταμωθούμε

για βέβαιο το νόμιζα αυτό το σκηνικό
για τώρα, για το αύριο, στον πιο γλυκό παράδεισο
να σμίξουμε το ήθελα, ακόμα και στο θάνατο
να ενώσουμε τα θραύσματα που σπάσαν απ’ τους δυο

η ζάχαρή μου έλιωσε επάνω στα γραπτά σου
κολλήσανε τα γράμματα και γίναν φυλαχτό
μυρίζουνε οι λέξεις σου ακόμα τ’ άρωμά σου
μα πώς να γιατρευτεί ζωή μου αυτό το “σ’ αγαπώ”;

εγώ τί να σου πω;
όποιον κι αν ρώτησα μου λέει είμαι τρελός
τρελά σ’ αγάπησα, τρελή η αγάπη μας, τρελοί κι οι δυο

άρρωστος μήνες, μακριά από τη φωνή σου
νεκρό, ακούνητο μωρό μακριά από το χάδι
θλιμμένος τόσο που σε άφησα απ’ τα χέρια μου
μετανιωμένος και τρελά απαρηγόρητος
μ’ ένα κερί για συντροφιά απ’ τα δικά σου

ώσπου κι η φλόγα του κεριού μ’ αποχαιρέτησε
μ’ ένα αντίο με χαιρέτησε γλυκά η ζεστασιά της
πιο μόνος τώρα από ποτέ και κουρασμένος επιβάτης
μέσα στο τρένο μας που χάλασε κι αποκαλούσαμε “έρωτα”

λοιπόν αγάπη μου γλυκιά, για πες μου τώρα
για καύσιμα έχουμε εμάς και την αγάπη μας
λόγια και κίνητρο, σιρόπια και παλάτι
σκοπό να υπάρχουμε μαζί, τί λες πως έχουμε;

πως τίποτα ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο δε θα υπάρξει
να καταστρέψει το παλάτι μας που χτίσαμε
το ζαχαρένιο παραμύθι να χαλάσει

πως τίποτα ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο δε θα υπάρξει
άλλος κανείς να καταστρέψει τούτη την αγάπη
μονάχα αν είναι μόνο εμείς, που την ποτίσαμε με δάκρυ
και την ανθίσαμε με στίχους να οδεύει προς το άπειρο

..μα ούτε καν μια τέτοια σκέψη δε θα υπάρξει!




Μια μπουκουνίτσα συγχορδία
(έχει μετατραπεί σε μορφή τραγουδιού εδώ)
(29/05/2011)

Δεν έχουν νόημα οι συγνώμες βράδια Σαββάτου ή Κυριακής
αυτά που μένουν να θυμίζουν τις αστραπές νεροποντής
αλλά τα μάτια που γλυκαίνουν σε κάθε νότα μουσικής
μια μπουκουνίτσα συγχορδία κι ένα ρεφρέν της προσμονής

τη μια νερό, την άλλη ξύδι, ρίχνουμε αλάτι στις πληγές
με την τσουγκράνα αναμνήσεις ξύνουμε, τόσες ενοχές
χτίζουμε κάστρα μ’ ανεμώνες, με τριαντάφυλλα φωνές
και το αγέρι απ’ τις κραυγές μας ρίχνει τα κάστρα τις νυχτιές

σου ετοιμάζω ένα τραγούδι όμοιο μ’ αγάπης συλλαβή
μια μπουκουνίτσα συγχορδία για δυο φωνές κι ένα βιολί
κι αν χωριζόμαστε για λίγο, έτσι καρδιά μου ημερεύουμε
καθώς αυτό δένει σφιχτά τους εραστές
κι εμείς παιδεύουμε τις λέξεις, ρίχνουμε αλάτι στις πληγές
εμείς κρατιόμαστε από λόγια, πύρινες γλώσσες και φωτιές

σου ετοιμάζω ένα τραγούδι που η μελωδία του έχει βγει
γυρνώ σαν πότης μες τη νύχτα κι αυτοσχεδιάζω μια στροφή
κι αν έχω φταίξει να μιλάω, τώρα σου σπέρνω τη σιωπή
πιάσε μι’ ανάσα στο φινάλε κι έλα να μείνουμε μαζί

τη μια κρασί, την άλλη ούζο, μπύρα για τις αναποδιές
κι ένα τσιγάρο καίει ακόμα σε δυο ταλαίπωρες καρδιές
για της ψυχής τον χτύπο, χάπι, γι’ ανταμοιβή ένα «μηδέν»
ο κόσμος όλος ήρθε τούμπα και εμείς χωρίσαμε προχθές

κινώ λοιπόν εγώ το νήμα, ίσα να βρούμε την αρχή
κι αν προδοθήκαν τα όνειρά σου πάρε μολύβι και χαρτί
σύρε και βρες λοιπόν το νήμα, σύρε και πιάσε την κλωστή
ο κόσμος όλος ήρθε τούμπα και δια ασήμαντο αφορμή

κι αν τύχει πια ν’ ανταμωθούμε, πες μου που έφταιξα, που φταις
είμαστε ήρωες σ’ ένα δράμα στης καταιγίδας τις βροντές
που στις ρωγμές τους απ’ το χρόνο
τρέχουνε μέσα τους νερά γεμάτα αγάπη

δεν έχουν νόημα οι συγνώμες βράδια Σαββάτου ή Κυριακής
αυτά που μένουν να θυμίζουν τις αστραπές νεροποντής
και στο εξής πρόσεξε λίγο, αν τα όνειρά σου
δεν είναι πλάσματα ταινίας που έχει λήξει η προβολή
σαν τις νεράιδες των βιβλίων, χάνονται μέσα στο χαρτί
κι εμείς παιδεύοντας τις λέξεις ρίχνουμε αλάτι στην πληγή
μια μπουκουνίτσα συγχορδία κι ένα ρεφρέν από φιλί.




''Ταξιδεύει ο καημός από τις οπτικές ίνες 
και σου φέρνει για δώρο τα φιλιά μου..''
(28/10/2007)

Ταξιδεύει...

γράφω, όταν κάτι μου λέει “γράψε”
“σε χρειάζομαι”, για σένα
ο πόνος καταγράφεται στα έργα
δίχως μολύβια και μελάνι
χαρίζεις την ψυχή σου ολότελα όταν πονάς
κι όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου
δίχως να προσμένεις να το πάρεις πίσω
το χαρίζεις κι αυτό ταξιδεύει, ταξιδεύει
όπως ταξιδεύουν τα γράμματα του μυαλού
δεμένα πάνω στην πλάτη του ανέμου
όπως ταξιδεύουν τα καράβια στις μακρινές θάλασσες
όπως μετακινούνται τ’ αστέρια στο στερέωμα
δίχως γραμματόσημα και λευκό φάκελο
απλά ταξιδεύουν για να φτάσουν σε μάτια
μαύρα, σαν αποξηραμένα δαμάσκηνα
ψημένο καλαμπόκι πάνω στο παγκάκι μας
ξεραμένα δάκρυα στο λευκό χαρτί, μες τη νύχτα
και στα χέρια το “αντίο” να μυρίζει κάρβουνο
όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου
δίχως να περιμένεις κόκκινα χείλη να σε γλυκάνουν
τα μεστωμένα κεράσια τον δεκαπενταύγουστο
“σ’ αγαπάω” σου λέω και στέλνω φιλί
θα ‘ρθει να στο φέρει λευκό περιστέρι
κράτα το φυλαγμένο, δίχως αντάλλαγμα
δε μοιάζει φιλί απ’ τα χείλη που λάτρεψες
είναι μεθυστικά τα φιλιά σου, σαν όπιο
αισθάνομαι δέσμιος, δε θέλω φιλί απ’ τα χείλη σου
είναι μέρες που δε λένε να βγουν απ’ τη ζωή μου
τ’ αποτυπώματα των χειλιών σου, πληγωμένα γράμματα
βγάλε με απ’ τη ζωή σου, αλλοιώνοντας τις προτάσεις
“ΔΕΝ σε χρειάζομαι”, “ΔΕΝ σ’ αγαπάω” για σένα
βγάλε με απ’ τη ζωή σου, κόβοντας τις προεκτάσεις
αυτές οι τελευταίες λέξεις άλλωστε, που δεν είπαμε
ταξιδεύουν ακόμα, δίχως να ειπωθούν..




«Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο απ’ το θάνατο»
(24/02/2007)

Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο
μα λάτρευα το κόκκινο
του έρωτα και της αγάπης

κι όταν κάποιες στιγμές με ρωτούσαν
ποιο χρώμα σου έρχεται στο μυαλό;
απαντούσα «το κόκκινο»
σαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα

έτσι όπως τα θαύμαζα
τυλιγμένα σε μια ανθοδέσμη, φρεσκοκομμένα
μ’ ένα ροζ φιογκάκι, στο περιτύλιγμα

ενώ εσύ αγαπημένη
βρισκόσουν επάνω σε δεκάδες βιβλία
που μιλούσαν για σχέσεις και έρωτες κι αγάπες

μα γνώρισες τόσο, το κόκκινο
το γέννησες, το ‘μαθες, το φορούσες
το αγάπησες, το ζωγράφισες, το ‘νιωσες
και τ’ άφησες πάνω στα χείλη του, να σε θυμάται

κι όταν κάποια στιγμή το νοστάλγησες
το γεύτηκες πάλι, στα ξένα τα χείλη

έτσι όπως σου ανοίγουν
μια πόρτα για να περάσεις
και πριν πατήσεις το έδαφος
σου στρώνουνε κόκκινο χαλί

ύστερα σ’ αφήνουν να δοκιμάσεις
όλα τα παράνομα, στο θεωρείο σου
σου επιτρέπουν να απολαύσεις
μέχρι τον απαγορευμένο καρπό

αγόρασα ένα τριαντάφυλλο, να στο χαρίσω
μα μαράθηκε στο γυάλινο βάζο
και μαύρισε
- να το ‘βλεπες πως ξεράθηκε -

σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε
κι ύστερα πέθανε
- «το κόκκινο» φώναζα!
Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο -

πάντοτε φοβόμουν το μαύρο
και το ‘βλεπα χρόνια στο πρόσωπο
να κυκλώνει, τις νύχτες, τα μάτια
να τα τσούζει, να δακρύζουν

έπιανα το μολύβι μου, να σου γράψω
κι όταν κάτι με πλήγωνε, πέθαινα
μα ύστερα ξαναγεννιόμουν

«το κόκκινο» φώναζα!
Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο, απ’ το θάνατο..



(συνεχίζεται)

Γιώργος Σ. Κόκκινος 
για την Πορφυράδα © Οκτώβριος 2019

Σχόλια