Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής – Μέρος Β’

 


Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής – Μέρος Β’

Μια συνοπτική ματιά στη Θεωρία της Λογοτεχνίας

 

Με την σάτιρα ο συγγραφέας έχει την δυνατότητα να στραφεί ενάντια στην ανθρώπινη συμπεριφορά, συχνά καυτηριάζει ξεπερασμένες καταστάσεις, ιδέες ή αντιλήψεις, στηλιτεύει τα ανθρώπινα ελαττώματα και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Επιχειρεί με λίγα λόγια τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου με σκοπό την βελτίωση, σε σημείο που η απλή κωμωδία στέκεται αδύναμη να δημιουργήσει προβληματισμό, ενώ αρκετές φορές προσδίδει μια πικρή αίσθηση. Η ιστορική εξέλιξη της ορολογίας έχει να αντιμετωπίσει ένα χάος βιβλιογραφίας και μια μεγάλη γκάμα ορισμών (ειρωνία, παρωδία, χιούμορ, μπουρλέσκο, καρικατούρα, γκροτέσκο, μεταμφίεση).

Η σύγχυση των εννοιών ενισχύεται από μελετητές που ταξινομούν την παρωδία μέσα στη σάτιρα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η σάτιρα είναι μια ιδιαίτερη διάσταση του κειμένου που παρωδείται, ενώ άλλοι θεωρούν την παρωδία μια από τις τεχνικές της ειρωνίας ή ακομα πως η ειρωνία είναι τεχνική της παρωδίας. Η σύγχρονη ποιητική της σάτιρας είναι καρπός των τελευταίων δεκαετιών με έναν κορυφαίο εκπρόσωπο στη χώρα μας, τον Γιάννη Σκαρίμπα. Καθώς η σάτιρα δεν είναι καθαρό είδος γιατί αναμειγνύει υλικό και μορφές, δεν μπορεί τελικά να χωρέσει σε καμία κατηγορία, οπότε κάθε προσπάθεια να ταξινομηθεί ή να περιγραφεί ακριβέστερα οδηγεί σε αυθαιρεσίες. (1)

''...Ο ποιητής, ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον κόσμο του ανθρώπου και των πραγμάτων, είναι ο Ορφέας που έρχεται και φεύγει, αυτός που δεν ξεχωρίζει αλλά ενώνει τους δύο κόσμους, τραγουδώντας τον ύμνο της ζωής. (...) Ο ποιητής ερμηνεύει τον κόσμο, δηλαδή δημιουργεί τις συνάφειες ανάμεσα στον πλήρη κόσμο των πραγμάτων και την ''άπαυστη'' παλίρροια του Είναι, ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι, για να αποκαλύψει πως: Η ποίηση είναι πράξη, είναι πάθος, δύναμη και άπαυστη ανανέωση που μετακινεί ό,τι περιορίζει. Η αγάπη είναι η εστία της, το ανυπότακτο ο νόμος της και ο χώρος της βρίσκεται παντού μέσα σ' αυτό που προηγείται. (...) Αναζητά το μαγικό αντικείμενο, την λέξη η οποία έχοντας διαφύγει από το εκφραστικό σύστημα, προβάλλει ''το σαρκικό της σύμπλοκο''. (...) Ο λόγος του ποιητή θέλει να συλλάβει το Είναι στην ουσία του, θέλει να μιλήσει για το Ένα ως αλήθεια του κόσμου, χωρίς να παραβλέψει την διαφορά ως δυνατότητα του Όντος...'' (2)

Στην ποιητική ο Ελεύθερος στίχος από μορφική άποψη δεν υπακούει στις στιχουργικές δομές και τις δεσμεύσεις της παραδοσιακής ποίησης γιατί δεν έχει συγκεκριμένο μέτρο, ούτε ομοιοκαταληξία, δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών και δεν είναι οργανωμένος σε στροφές. Τα χαρακτηριστικά του είναι η μουσικότητα της γλώσσας, ο ρυθμός του λόγου και η λυρική υποκειμενικότητα. Εισάγει μια νέα αντίληψη για την λειτουργία της ποιητικής εκφοράς του λόγου, ενώ καθιερώθηκε από την γενιά του 1930 κι έκτοτε αποτελεί τον πιο διαδεδομένο τρόπο ποιητικής έκφρασης.

Διακρίνεται από την ελευθερία στο μήκος του ενώ οι στίχοι είναι ανισοσύλλαβοι μεταξύ τους και οι λόγοι που οδήγησαν την ποιητική σε αυτή τη μορφή εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο έρευνας των σύγχρονων μελετητών. Η μετάβαση στον ελεύθερο στίχο συμβαδίζει χρονικά με μια γενικότερη πορεία της μοντέρνας τέχνης του 20ου αιώνα, ενώ νεότεροι ερευνητές υποστηρίζουν πως θεωρείται έμμετρη ποίηση αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο που καθορίζει η παραδοσιακή μετρική κι αυτό γιατί ορισμένες φορές παρατηρείται εσωτερικός ποιητικός ρυθμός και τονικότητα στον στίχο.

''...Το πάθος είναι το κύριο χαρακτηριστικό όλων των θιασωτών της τέχνης, συνδυασμένο με την απεγνωσμένη επιθυμία τους να σπάσουν τα καθιερωμένα σχήματα και να κατακλύσουν τις πάγιες ιδέες μες στα όρια των οποίων ασφυκτιούν. (...) Το πάθος όμως, εμπεριέχει και μια ελκυστική υπερβολή. Προϋποθέτει ελευθερία, και μάλιστα μια υπερβολική διάστασή της, μια εκδοχή της που δεν επιδέχεται κανενός είδους συμβιβασμό. Μια ελευθερία που διαθέτει τη δύναμη τόσο της σωτηρίας όσο και της καταστροφής.(...) Διαφέρουν ωστόσο η ένταση και ο τρόπος που κάθε καλλιτέχνης εκδηλώνει αυτό το πάθος και διαμορφώνει μια θεώρηση η οποία εξελίσσεται συνήθως και σε στάση ζωής...'' (3)

Όποιος μεταφράζει ποίηση, μας λέει ο Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο του ''Περί των γάμων υδραργύρου & θείου'', ''αλλοιώνει ανεπαισθήτως κατά τους νόμους της γλώσσας του. Πρόκειται για μικρές αλλοιώσεις, ανεπαίσθητες, υπαγορευμένες από τη γλώσσα, όπως οι φροϋδικές παραπράξεις που υπαγορεύονται από το Ασυνείδητο. Δεν ξέρουμε στ' αλήθεια τί σόι πράγμα είναι αυτό το ''πρωτότυπο κείμενο''. Για να το κρίνουμε καθ΄εαυτό πρέπει να φανταστούμε μια ποίηση εκτός γλώσσας, να συμφωνήσουμε δηλαδή ότι ναι, ένας σκύλος μπορεί να υποκριθεί πως πονάει. Το αμετάφραστο ''πρωτότυπο'' είναι δορά άφωνου ποιήματος. Όμως ο μεταφραστής κάνει ν' αντηχήσει η φωνή Ιακώβ: τώρα το έργο μιλά τη γλώσσα μου. Τη μόνη στην οποία η ποίηση όλης της γης λέει την αλήθεια σε μένα...'' (4)

''..Στη διδασκαλία ο δάσκαλος ζητεί από τους μαθητές να μιλήσουν για τον τόνο του ποιήματος, να δικαιολογήσουν τη γνώμη τους για τη στάση του ποιητή που εκφράστηκε με το δημιούργημά του. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία, ο έλεος, η διαμαρτυρία, η προτροπή, η αφηγηματικότητα αποτελούν χαρακτήρες του τόνου (σαρκαστικός, ειρωνικός, ελεγειακός, καταγγελτικός, προτρεπτικός, προστακτικός, αφηγηματικός). (...) Με την απευθείας προσέγγιση του ποιητικού κειμένου προσδιορίζονται τα τεχνάσματα και ο δυναμισμός της ποιητικής γλώσσας και καθίστανται οι μαθητές διαθέσιμοι αναγνώστες. Έτσι γνωρίζουν την ''αλφάβητο'' της ποιητικής ανάγνωσης αποκαλύπτοντάς τους με βήματα προγραμματισμένα τα λειτουργικά στοιχεία του ποιητικού οργανισμού. (...) Η σημασία, η πρόθεση, το συναίσθημα και ο τόνος υποδηλώνουν μια διαφορετικού είδους προσέγγιση συγκινησιακού, εκφραστικού, υποκειμενικού χαρακτήρα, στη βάση της ανάγνωσης όπου βρίσκεται η φύση του ποίηματος, στην οποία κυριαρχεί το συγκινησιακό νόημα. Ώστε ο μαθητής να συγκεντρώνει την προσοχή του και να αναγνωρίζει τις εντάσεις, τις αντιθέσεις, τις εικόνες, τους ήχους, τις αντιστοιχίες, τις ιδέες, τις συγκινήσεις, για να κατανοεί και να απολαμβάνει την αισθητική εμπειρία του κειμένου..'' (5)

_____________________

Πηγές/Βιβλιογραφία: (1) Διδακτορική διατριβή ΑΠΘ 1995, Αικ. Κωστίου. (2) ''Ο λόγος και η άβυσσος'', Καρδαμίτσα 1990, Κ. Σπαντίδου. (3) ''Οι εραστές της γραφής'', Ψυχογιός 2011, Π. Τραυλού. (4) ''Περί των γάμων υδραργύρου & θείου'', Ύψιλον 2001, Γ. Κοροπούλης. (5) ''Διδακτική μεθοδολογία: Η διδασκαλία του ποιήματος τ.Α'', 2002, Γ. Σπανός.

 

Το πρώτο μέρος της μελέτης στην Πορφυράδα:

 Περί Λογοτεχνίας και Ποιητικής – Μέρος Α’

- Επιτρέπεται αναδημοσίευση του παρόντος με αναφορά στην πηγή -

για το ιστολόγιο Πορφυράδα © Νοέμβριος 2021

Σχόλια