Αναρτήσεις

♥ Ylang Ylang ♥

Πόλεμος είναι οι σχέσεις.

Ο έρωτάς μου είναι πόλεμος, όμορφος και τρομαχτικός, Πόλεμος η ζωή μου, που από σένα εξαρτάται.. Στερέψανε τα θέλω μου, οι αντοχές μου ξεράθηκαν, και η ενέργεια μου έσβησε κι αυτή. Πόλεμος η αγάπη μου, που από σένα εξαρτάται.. Όσες στιγμές καλές κι αν είχα, σαν όνειρο χαθήκαν. Πόλεμος τα όνειρά μου, που από σένα εξαρτώνται.. Ευχές και όνειρα αραχνιασμένα και σχέδια που καταλήγουν στο κενό. Πόλεμος οι αναμνήσεις, που από σένα εξαρτώνται και αυτές.. Ξεχασμένες αναμνήσεις τώρα πια, φθαρμένες και καταχωνιασμένες να μη θυμίζουν τίποτα από τα παλιά. Πόλεμος από ερωτήσεις στο μυαλό μου.. Χιλιάδες ερωτήσεις και χιλιάδες γιατί δυστυχώς απαντήσεις δεν έχω, μονάχα σ…αγαπάω! Πόλεμος είναι οι σχέσεις κι εγώ τον έχασα. 19/08/2008 @ blog.my-room.gr

Μι’ αγάπη απ’ τα παλιά

Εικόνα
Ανάθεμα κι αν ήξερα τι έχεις επιλέξει που βρίσκεσαι, που πιάνεσαι, με τι μεθάς καημό ποιος άνεμος τα μάτια σου γι’ απόψε να τα βρέχει που χάνεσαι, τι αισθάνεσαι, πως πνίγεις το λυγμό; θα ήθελα να μάθαινα ποιον έχεις επιλέξει ποιος σ’ έχει επιλέξει, επί λέξη επιλέξει ποιος πιάνει το χεράκι σου, το σφίγγει λέξη-λέξη και χάδι-χάδι σβήνει μια αγάπη στον καιρό καιρός βαρύς, απόβραδο, πεθύμησα τα χείλη η ζέστη μ’ έχει κάνει να ζητώ λίγη δροσιά δροσιά μόνο τα χείλη σου με κέρασαν Απρίλη και ψες κατακαλόκαιρο με λούσαν με θυμό βαθύς λυγμός ακούγεται, πολλά φεγγάρια πέφτουν οι μέρες εναλλάσσονται με γκρίζες συννεφιές τα μάτια σου ζωγράφισα μια νύχτα με μολύβι και να που πυροβόλησαν με σφαίρα τις καρδιές μα τώρα πάει, πέθανε, δε μένει εδώ αγάπη και δες, τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν κι αυτά αν κάποτε με μέθαγαν δροσοσταλιά και δάκρυ τα σύννεφα μας κρύψανε και ψάχνω στα τυφλά θα ήθελα να μάθαινα ποιον έχεις επιλέξει ποιος σ’ έχει επιλέξει, επί λέξη επιλέξει ποιος πιάνει το χεράκι σου, το σφίγγει λέξη

Δημοσκόπηση

Το μηνιαίο πολιτικό περιοδικό Monthly Review και η εταιρία ερευνών VPRC πραγματοποιούν μια έρευνα προκειμένου να αναδείξουν τα κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των bloggers στη χώρα μας. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα δημοσιευθούν σε ένα από τα προσεχή τεύχη του περιοδικού, καθώς και στην ηλεκτρονική του έκδοση (www.monthlyreview.gr). Η επιλογή των blogs έγινε βάσει ποιοτικών χαρακτηριστικών, τα οποία θα βοηθήσουν στην ασφαλέστερη και αντιπροσωπευτικότερη εξαγωγή συμπερασμάτων. Σε περίπτωση όπου οι διαχειριστές του blog σας είναι περισσότεροι του ενός, δικαίωμα συμμετοχής στην έρευνα έχουν όλοι τους ανεξαιρέτως. Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων για τη συμμετοχή, το ενδιαφέρον και το χρόνο σας. Παραμένω στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση, απορία ή πρόβλημα. Με εκτίμηση, Σταμάτης Νικηταράς Τ 210 3214488 Φ 210 3213578 Κ 697 32 88 026 stamatis@monthlyreview.gr Οδηγίες συμπλήρωσης ερωτηματολογίου: Το ερωτηματολόγιο που λάβατε είναι σε μορφή doc . Ανοίγετε το αρχείο

Προσευχή

Εικόνα
Όπως πέρναγε ένα τρένο πλάι ξυστά απ’ την πληγή μου κάπου έπεσε ένα αστέρι και μου πήρε τη ζωή κι είχα όνειρο που κάρφωσα στο βάθος, την ψυχή μου στ’ ασπρισμένο μου μπαλκόνι να το έχω προσευχή προσκυνάω σταυρωτά τα φιλιά που με κεράσαν τους καημούς κι όλες τις πίκρες τα ‘χω βάλει στη σειρά έχω όπλο το κουράγιο, τους εχθρούς να πολεμήσουν που με λόγια μ’ αποπήραν. Θε μου πόση ειν’ η χαρά δε μου έμεινε η φωνή να μιλήσω μ’ ένα γράμμα να φωνάζω σ’ αγαπάω ή να βρίζω ο,τι φθονώ στ’ ασημένια βλέφαρά μου φυλαχτό να σε φυλάω σα σκοπός σ’ ένα καμιόνι που του έβαλε φωτιά είμαι φταίχτης, είμαι ψεύτης, ειμ’ απάνθρωπος που κλαίω λίγο άνθρωπος να ήμουν, θα σε είχα στη γωνιά με μαστίγιο το κορμί σου κάθε ώρα να χτυπάω και με λόγια που τσακίζουν των χειλιών σου τα οστά Θε μου πόσο το ‘χα σφίξει μες στα χέρια μου σα σφαίρα σα μια Γη που ‘χα τυλίξει τ’ οξυγόνο γι’ αγκαλιά και στα μάτια τη φιλούσα, ξημερώνει, καλημέρα Θε μου πόσο είχα λατρέψει έναν κόσμο στα κρυφά τώρα μένει να θυμίζει ένα σύννεφο τη μέρα
Εικόνα
ΑΣΜΑ ΔΙΠΛΟ ΜΕ ΠΑΓΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση στα κλάματά τους. Δεν είπα: «Ρ’ άντε κάν’τε όλοι στην πάντα!» Δεν τσίνησα για την ξύλινη πίστα, για τα λουλούδια που έπεφταν βροχή -να μην βλέπω ούτε το πρώτο τραπέζι- κι ο σκούπας να κοιτάζει τον κώλο της λουλουδούς, ο ηλεκτρολόγος, το καθίκι, να έχει χάσει το παιχνίδι: πίσσα σκοτάδι, Λυσσιατρείο το κατάστημα... Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση κι όταν άναψαν τα φώτα βρέθηκα σαν τον φιστικά πάνω στην πίστα: πουκάμισα, γραβάτα, σακάκι ένα κουβάρι, τα παπούτσια μαντάρα μες στις λάσπες... Του Άδη το περίγελο κατάντησα, λεχρίτες! ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Ο καρπός της αφθαρσίας

Εικόνα
Στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες φτερά μου έδωσες για να πετάω κι ύστερα πήρες ανυπέρβλητο ψαλίδι, τα ψαλίδισες που πάω άραγε; ποιος να ‘μαι; που πατώ; νεράιδα ή του βάλτου ξωτικό ιπτάμενο ζουζούνι που πετά ελεύθερο ανάμεσα στα μάτια σου; που πάω άραγε; πήρες του κόσμου το πι’ ωραίο πρωινό και το νανούρισες σαν ένα κάτασπρο της Άνοιξης, χαρούμενο λουλούδι γαλάζιο μενταγιόν, τραγούδι του έρωτα που τ’ άλλαξες σκοπό τι είσαι τελικά; μια μάγισσα, Θεά, γυναίκα π’ αγαπά πιστά αράχνη που υφαίνει έναν ιστό για τον επόμενο άγγελό της; στα μάτια, τα μαλλιά, στα χείλη στα χέρια τα λευκά της βρήκα τη γαλήνη τι πόθος; τι χαμόγελο; τι δάκρυ; το ψέμα ένα πρωτάκουστο αιχμηρό αγκάθι κι η αγάπη μου, την έμαθες μισή δέκα πληγές οι δέκα μνήμες και των χεριών τα δάχτυλά σου δέκα μ’ απόμειναν ζωές και τριακόσιες μέρες μακριά σου χίλιες φορές οι μοναξιές, πονούν λιγότερο του χωρισμού κι όσο περνούν οι μέρες, μένεις να ξεχνιέσαι με τα λουσμένα, ψεύτικα, μαχαίρια των χειλιών ....... στα πιο ψηλά του κόσμου
Εικόνα
ΥΠΟΘΗΚΗ Επειδή το τέλος πάντα θα φυλάει τα σταυροδρόμια και θα ’ρχεται απρόσκλητος ο άρχοντας του χάους, κι ένα λιθάρι ασήμαντο με τη μορφή φιδιού, θα έρπει όλα τα πλάσματα, για χάρη του αδίστακτου ως άνω των πλασμάτων, ένα βαθύτατο καράβι να ετοιμάσεις· τον πληγωμένο άνθρωπο, που έχει ανάγκη ανθρώπου να φορτώσεις και την προστάτιδα ψυχή ονείρων και προσδοκιών, ελπίδας πάσης, την παρθένα που δέχεται το βάρος του κόσμου όλου, την παρθένα, που ταξιδεύει απ’ την αρχή προς την αρχή˙ και ν’ ανοιχτείς δίχως φόβο, με πάθος. Έτσι άρχισε ο κόσμος. Έτσι θ’ αρχίζει πάντα. Στη μέση του ωκεανού, οφείλεις να ξυπνήσεις, να θυμηθείς πως ήσουνα νεκρός μες στην καρδιά σου, πριν πνιγείς στο δρόμο για το φως. Αλάτι και μέταλλο λιωμένο ν’ ανασάνεις στο καμίνι του γαλάζιου, να ξεχάσεις, να ξεχάσεις αυτόν που ισχυρίζεται πως είναι ο κόσμος λίγος, και είναι ο κόσμος σκοτεινός, κακός, κι αυτόν που βρίσκεται στον κόσμο, αλλά δεν είναι κόσμος, αυτόν που λέει πως θα σωθεί και φεύγει από τον κόσμο και τα πράγματα,

Zero+: Περα απο το καλο και το κακο.

Zero+: Περα απο το καλο και το κακο.

Η καρφωμένη προσευχή

Εικόνα
Ξεκίνησα μιαν ώρα για ένα μακρύ ταξίδι πιο μακριά να φτάσω απ’ τη δική μου Ιθάκη εφόδια δεν κράταγα στους ώμους, μήτε στις τσέπες μου ψωμί αγάπη είχα φορτώσει τις βαλίτσες μου λατρεία απ’ τη λατρεία μου, στο κόκκινο δισάκι τεράστια τ’ αποθέματα υπομονής κι ελπίδας μες στα σπλάχνα μου κομμάτια εφημερίδας μες στις τσέπες που λέγανε για μια χαμένη αγάπη, που άργησε να ‘ρθει ο δρόμος που περπάτησα, χιλιόμετρα με ορθάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά να μη τον χάσω κι όπου έβρισκα μικρές τριανταφυλλιές προσκύναγα το χώμα τους, κάνοντας μιαν ευχή να φτάσω μ’ όση δύναμη μου απόμεινε τα μάτια σου θα έμοιαζα, αλλοτινούς καιρούς, σαν κυνηγός πολύτιμων κι αστραφτερών πλασμάτων που όμοια τους δεν γέννησε η γη μες στους καιρούς σαν ένας κλέφτης διαμαντιών στο όρος του Καυκάσου εκεί που είναι αδύνατο να βρεις τριανταφυλλιές τα πέταλα συνέλεγα μ’ αγάπη ένα προς ένα τα φύλασσα σ’ ένα πουγγί πιο ροζ κι από τα χείλη σου πιο κόκκινα λουλούδια κι απ’ το αίμα του κορμιού σου πιο πορφυρά κι απ’ τα φιλιά που μ’ έ
Εικόνα
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ Χειροκροτούν οι μαϊμούδες -οι φιλελεύθερες μαϊμούδες οι μαϊμούδες που ονειρεύονταν γύπες, όταν ήταν σκουλήκια- χειροκροτούν τον πίθηκο, τον μεγάλο μεταβιομηχανικό πίθηκο, τον πίθηκο που κλαίει τα βράδια και λέει: «Γιατί όχι αετός;» [...ο αετός... Αχ ο αετός! η θύελλα των φτερών του, το φως του ήλιου στα νύχια του κι ο ουρανός να βγάζει τραπέζια πλάι στο ρέμα -στη δροσιά- κι αν δεν βρει πλατάνι το ποτάμι δεν πηγαίνει στη φωλιά του ο αετός, ώσπου να γίνει βροχή!] Χειροκροτούν οι μαϊμούδες. Μαϊμούδες οι άνθρωποι και οι μαϊμούδες στον καθρέφτη ενός θεού που βλέπει τον θεό να βλέπει τον θεό στον καθρέφτη του μεγάλου πιθήκου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Εικόνα
Ο ΔΕ ΙΗΣΟΥΣ ΕΛΕΓΕΝ... Συγχώρεσέ τους, Πορφυρέ, με τη μεγάλη δύση των βουνών σου. Νεκρώνονται κατάσπλαχνα, όταν χιμούν σε σπλάχνα άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να ξαποστάσουν νικητές στον όλεθρό τους. Καθένας ζει πολλούς νεκρούς, για να μην θάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Δροσερέ, με το βαθύ γαλάζιο των νερών σου. Ξεσχίζονται κατάσαρκα, όταν χιμούν στις σάρκες άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να αιμορραγήσουν στα πεδία των ονείρων. Καθένας ξενυχτάει πολλούς νεκρούς, για να μην κλάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Ανθηρέ, με τον μεγάλο ίσκιο των δασών σου. Από τη μάχη των εμπόρων, κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Νεκρό το θύμα και ο θύτης δυο ζωντανές φορές νεκρός. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΗΓΕ ΝΑ ΞΑΡΑΧΝΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΑΔΗ Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2008, στις 1 το μεσημέρι, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της –μια χούφτα ανάσα κι ένα κάρβουνο ψυχή- για τον Άδη η Καλομοίρα Μωραΐτη, η γυναίκα που –ως μητέρα της μητρός μου- με μεγάλωσε και με δίδαξε ζωή και γνήσιο λαϊκό λόγο, στον οποίο διέθετε έμφυτο ταλέντο. Η Καλομοίρα γεννήθηκε το 1914 στο Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας, μεγάλωσε στα παραδείσια Βουρλά, και ήρθε στην Ελλάδα το 1922, με ματωμένα πόδια από το αίμα των «συνωστισμένων» στο λιμάνι της Σμύρνης. Από τρυφερή ηλικία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός σε ανθρώπους που την σεβάστηκαν ως προσωπικότητα, άσχετα από την ιδεολογία της και τις ιδεολογίες τους: ο δικτάτορας Πάγκαλος, ο συνδικαλιστής Λάσκαρης και ο υπουργός γιος του, ο βιομήχανος Στεφανούρης. Η Καλομοίρα αγάπησε και παντρεύτηκε τον τεταρτοδιεθνιστή Αλέξανδρο Μωραΐτη, τον οποίο έχασε υπό τραγικές συνθήκες, στα 1944, από χέρι κατακτητή. Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή της στην εργασία και την ανατροφή του παιδιού της, των παιδιών των σ
Εικόνα
ΕΠΙΣΤΟΛΗ (Ο Άβγαρος, τοπάρχης του Ουχάμα, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ.) Η νύχτα του κόσμου διαρκεί ακόμα, και στο βάθος τα ίδια πράγματα συμβαίνουν. Ένας μικρός αριθμός εθνών διεκδικεί το θέαμα μιας αυγής που θα φωτίσει όσα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια επιτρέπει η διαστροφή της γης (να βγαίνει ξαφνικά απ’ την απάθειά της με κωνοφόρα ξεσπάσματα και πέτρινες απειλές). Το τοπίο τής απληστίας μας παραείναι σκοτεινό για ν’ αντέξει την αλαζονεία μιας πόλης που δεν διαθέτει μεγάλα δημόσια κτίρια (όπως θέατρα, ναούς, λουτρά). Όμως επιδαψιλεύουμε στους εαυτούς μας το συνωστισμό μιας τακτικής λατρείας και γύρω η γη -σε απόσταση όχι ευκαταφρόνητη- είναι πράσινη, πλούσια σε πηγές, σκεπασμένη με δέντρα, γλυκιά και τρυφερή. Σαν να λέμε, δεν λείπουν οι ευκαιρίες για μοναχικούς περιπάτους (πληρωμένους από το νόμιμο σύζυγο πάντα) για ρεμβασμούς που καταλήγουν σε φιλοσοφικές μονογραφίες χωρίς πραγματικό αντικείμενο, προεξοφλημένες από έκδοτες χωρίς πραγματικό κο
Εικόνα
ΑΜΛΕΤ «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σου λέξη τώρα σωπαίνει χίλιες λέξεις. Μάταια σκέφτεσαι, μάταια ψάχνεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Ο κόσμος δεν είναι πια αντικείμενο μελέτης· είναι αποτέλεσμα μελέτης. Δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι απ’ τον φονιά ούτε το φως απ’ το μαχαίρι. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σιωπή σου τώρα χίλιες σιωπές φωνάζει. Μάταια σωπαίνεις, μάταια κρύβεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Η ζωή δεν είναι πια σπουδή θανάτου· είναι πτυχίο θανάτου. Δεν ξεχωρίζεις τον άνθρωπο απ’ το κάθαρμα ούτε το σώμα από το πτώμα. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες, προόδευσες. Η νύχτα έχει γεμίσει παλιάτσους που υποδύονται τον πρίγκιπα, κρατώντας το καύκαλό σου και, τη μέρα, περισσεύεις», είπα. Κι αυτός: «Ανόητε, δειλέ, τι θέλεις με τα χώματα; Το ύψος είναι τέχνη των ανέμων». ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ