Αναρτήσεις

Ο Ταχυδρόμος και άλλα ποιήματα του Γιώργου Κόκκινου

Εικόνα
1. Ο Ταχυδρόμος (14/10/2008) Στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι ραβασάκι γραμμένο με μελάνι των φιλιών το βάψανε τα μάτια σου με αίμα αυτό τ’ αντίο με κόκκινο και ροζ, το πότισαν τα χείλη σου αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου με ένδειξη “Express” και “συστημένο” το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα θα έτρεχε

Η μπουκάλα, διήγημα του Πατ. Χατζηαλεξάνδρου

Εικόνα
(Ένα αδημοσίευτο χιουμοριστικό μικρο-διήγημα του Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου φιλοξενεί σήμερα η Πορφυράδα.  Αποτελεί εν μέρει αληθινή ιστορία που προβλήθηκε σε συνέχειες στο προφίλ του..) Η μπουκάλα μαθουσάλας - του Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου "Ο Μπακάλης, η Μπουκάλα και το Μπακακάκι"! ταινία, που σας σπάει τη κεφάλα και σας διώχνει την ανία! Ρε φιλαράκια!  Η Ευτυχία επί γης, μπορεί και να βρίσκεται σ' ένα πιάτο, καλομαγειρεμμένο μπριάμ!  Κι η μπουκάλα-μαθουσάλα, συνεχίζει απτόητη... Τί διάλο; Βαμπιρομπουκάλα αγόρασα τότε ο μπαγάσας; Τελικά οι μπουκάλες γκαζιού, μπορεί να 'χουνε πιότερη μπέσα κι από φίλο ακόμα...  και  σημειωτέον είμαι λιτοδίαιτος... Άλλο ένα μαγειρικό τεχνούργημα ήρθε σε πέρας κι η μπουκάλα συνεχίζει απτόητη το σερί...  Δύο χρόνια και σχεδόν μισός μήνας...  Επ... φτύστε τη βρε μη τη ματιάσετε....  Πέρυσι τέτοιαν εποχή -που η μπουκάλα μου είχε κλείσει το 1ο χρόνο ζωής της  και βάδιζεν ολοταχώς για το 2ο..

Ταξιδιωτικά ποιήματα του Παναγή Αντωνόπουλου

Εικόνα
Σε πρώτη παρουσίαση στην Πορφυράδα ταξιδιωτικά ποιήματα του καπετάν Παναγή Αντωνόπουλου που πρόκειται να συμπεριληφθούν στο νέο του βιβλίο ''Κατηγορώ'' και που μέχρι σήμερα δεν είχαν ενταχθεί σε κάποια συλλογή του... Οι φωτογραφίες με τα ιστιοφόρα αποτελούν πίνακες του Cornelis De Vries, αλιευμένες από το διαδίκτυο... Το  ναυάγιο  (03/02/18) Για  σένα  που  δεν έκανες , ταξίδια μακρινά  Σένα , που  τύχη σ’ έταξε , ρίμες να εξισώσεις και  έμεινε  η  σκέψη  σου , ν’ αγγίζει  ξωτικά  Το  κάθε  μέρα  άρρωστο , πως ίσως  το  προδώσεις  Εσένα που  η μάνα  σου , σ’ έκρυβε στην ποδιά της και  στο  σχολειό  σε  βάζανε , να  κάνεις  προσευχή  κατάφερες  τυχάρπαστε , να  μπεις  στα  σωθικά  της γραφής  που  ίσως  κέρδισε , μια πρώτη  αποδοχή  Τάλαντο  σου  στερήσανε , εσένανε οι  μούσες  μοίρες  σε λεηλάτησαν , δειλέ απομιμητή μα  θέριεψαν το  δράμα  σου , οι μέρες σου  απούσες η  φήμη που  (ε)κέρδισες , παρέμεινε  πλαστή  Γιατί ναυτίλος

Πολιτείες μακρινές του Γιώργου Κόκκινου

Εικόνα
1. Πολιτεία Ι (28/01/2011) Τούτο το γράμμα χρωματίζω με πινέλα βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα όσο απόμεινε απ’ τη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα παίρνοντας χρώμα απ’ την κλίμακα του μαύρου για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου -η νύχτα ξέβαψε - και φωτισμένη απ’ την κολόνια, άλλαξε όψη γυάλισε η πόλη μου απ’ της βροχής τις στάλες και τα δάκρυα βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυκτί και με μανία τέτοια όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση ξέρεις εσύ... γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου... Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά, Φαντασίωση Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός... κι ύστερα το σκότος πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου ν

Ποιήματα σχετικά με σταθμούς και τρένα του Γ. Κόκκινου

Εικόνα
1. Ήσουνα μόλις δεκαεπτά (06-12-2007) ~~~ Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά με τα σκουρόχρωμα μαλλάκια σου να χύνονται στους ώμους τα μάτια, σαν μεγάλα αστέρια του Νοτιά, λευκά δυο μαύρα θηλυκά μαργαριτάρια σ’ ένα άσπρο προσωπάκι να μου μιλούν, να λένε, δίχως να μιλούν εσύ, εσύ που κουβαλάς ολόκληρη ζωή πάνω στους ώμους εσύ που ταξιδεύεις, γράφοντας ταξίδια με μαχαίρια κι ακροπατάς ανάμεσα σε λέξεις πεθαμένες, εσύ οργή, φυγή, δεσμός, ζωή του έρωτα μας ξέφυγε αβάσταχτος καημός κι απ’ την αγάπη η νιότη τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά έλα που τώρα τριαντάρησα κι έχω κρατήσει εν’ αριθμό ταυτότητας να σε θυμάμαι όπως