Πολιτείες μακρινές του Γιώργου Κόκκινου




1. Πολιτεία Ι
(28/01/2011)

Τούτο το γράμμα χρωματίζω με πινέλα
βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες
γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα
όσο απόμεινε απ’ τη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα
παίρνοντας χρώμα απ’ την κλίμακα του μαύρου
για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου

-η νύχτα ξέβαψε -
και φωτισμένη απ’ την κολόνια, άλλαξε όψη
γυάλισε η πόλη μου απ’ της βροχής τις στάλες και τα δάκρυα
βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυκτί και με μανία τέτοια
όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι
ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση

ξέρεις εσύ...

γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου...
Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα
Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο
Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά, Φαντασίωση
Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός...

κι ύστερα το σκότος
πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου να βρω ένα μικρό κομμάτι από Συμπόνια
να το πάρω στο Ταξίδι κολατσιό μου...

κανείς δε με λυπήθηκε

κι έμεινα έρμο, πεταμένο αποπαίδι στη βροχή
να μασουλάω πασατέμπο και ψημένα κάστανα, να φτύνω τ’ αποτσόφλια τους
ν’ αναμετρώ τα όσα οι άλλοι χαίρονταν στο διάβα της ζωής
- σε μια ζωή που τους χαρίστηκε με περισσή ευκολία -
κι εγώ να προσπαθώ μ’ ένα τηλέφωνο μουγγό να παίζω με τα γράμματα
για ν’ αποδείξω της αγάπης τα πρωτεία... 

κομμένα αυτά.. ανήκουνε στο παρελθόν, σε μουχλιασμένα, κίτρινα βιβλία
και σε συρτάρια που φυλάσσουν ψεύτικα και σκονισμένα λόγια αλαζονείας
κρυμμένα έντεχνα σε ερωτικές επιστολές, δίχως καμιά αξία

μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει
μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται
κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία
να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι

να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς
όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σ’ αυτήν την απληστία

κι ενώ γυρίσανε των Αθηνών κάθε κρυφή γωνία
και δεν υπάρχει κάπου ένα μέρος να κρυφτούνε
-έτσι κολύμπησαν και πνίγηκαν τα μάτια μου σ’ αυτή την πολιτεία -
τουλάχιστον να μην τα βλέπουν οι περίοικοι να σπαρταράνε
κι οι καστανάδες άλλο πια μην τα λυπούνται
σαν χωριστή τραβήξανε πορεία...

(σ.σ. Το ποίημα έχει περιληφθεί στη συλλογή ''Φυγείν Εστί'' 
καθώς και με τροποποιήσεις στο θεατρικό project ''Πρότερον Θνητοί'')



2.  Πολιτεία ΙΙ
(11/06/2006)

Κοιτώ τα μάτια που με πήραν απ’ το χέρι
και με πετάξαν σ’ έναν άγνωστο ουρανό
δε θα γυρίσω μάνα τ’ άλλο μεσημέρι
θα μείνω εκεί για να κοιτώ το βλέμμα αυτό

θα μείνω εκεί ώσπου να σβήσει η φωνή μου
κι ώσπου να πάψει η καρδιά μου να χτυπά
τι νόημα έχει μία αγάπη πικραμένη;
σα βρίσκει ο έρωτας κατάρτια στη στεριά

κι έτσι θα πλέω μες του σύγνεφου το κύμα
ούτε η βροχή κι ούτε η μπόρα να με νοιάζει
αρκεί να βλέπω από ψηλά όλο το κρίμα
που την καρδιά κάθε γυναίκας θυσιάζει

ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απ’ τα χείλη της
ένιωσα αγάπης τα φιλιά στο πέταγμά της
ψυχή δε βρήκα, μια γουλιά απ’ το ποτήρι της
μέθυσα μόνο απ’ την απέραντη ομορφιά της

κι είναι γλυκό πιοτό ο έρωτας, μητέρα
σε ταξιδεύει σε μιαν άγνωστη πλατεία
εκεί που παίζουν τα παιδιά παιχνίδια αέρινα
στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία

κάποια φορά θα νοσταλγήσω το καΐκι μου
εκείνο που ’καμα ταξίδια στα πελάγη
την πρώτη αγάπη μου σ’ εκείνο πρωτοφίλησα
στα γαλανά βαθιά νερά και το λιμάνι

τώρα μου μένει ν’ απορώ πως μόνος γύρισα
χωρίς μια βάρκα, ένα φιλί μιας ερωμένης
και ζαλισμένος πως τα μάτια της δεν κοίταξα
από ντροπή ή απ’ το φόβο της οικουμένης

είναι παράξενο πως άλλαξε έτσι ο βιός
τη μια φεγγάρι, την άλλη ήλιος και καπνός
τη μια βροχή, την άλλη καύτρα και μαγεία
στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία.

(σ.σ Το στιχούργημα έχει περιληφθεί στη συλλογή ''Τα Λυρικά'' 
αλλά και στο θεατρικό ''Πρότερον Θνητοί'')



3. Πολιτεία ΙΙΙ 
(Νεκρωμένη Πολιτεία, 27/03/2009)


Σταμάτα να μιλάς, πιάνει βροχή
το θρόισμα ν’ ακούσω του ανέμου
τις στάλες της βροχής θα ερωτευτείς
αν δεις με πόσα δάκρυα οι πληγές μου
μετρήθηκαν. Χωρίς να φοβηθείς

η μία στάζει ψέματα, η άλλη υποκρισία
η τρίτη παραπλάνηση κι η τέταρτη ουσία
τη βάπτισα Θεά κι όμως γεννήθηκε Κυρία
στυγνά να με διατάζει με ορμές

γιατί είναι κρυμμένη κάθε γλύκα στη ζωή
η αλήθεια φανερώνεται με πόνο και μανία
- κι αν έρθει η στιγμή για να χορέψουμε μαζί
ομπρέλα να κρατάς στην τρικυμία -

σταμάτα να μιλάς, φυσά τ’ αγέρι
μου παίρνει τα μαλλιά με βία ο άνεμος
μου πήρε την αγάπη με την ίδια ευκολία
και νιώθω πια χαμένος κι απροστάτευτος

αγάπη μου τα μάτια σου πού να ‘ναι;
για γύρνα το κεφάλι να με δεις
απόκαμα και βρήκα συνουσία
με εύπλαστα στιχάκια της στιγμής
που σπάζουν με την πρώτη δυσκολία.

Ανθρώπους τόσους γνώρισα με κάποια ιστορία
που είχε ο καθένας τους να πει με τη σειρά
τις άκουγα αλληλένδετες, δεμένες μία-μία
και πίστεψα πως έμαθα πολλά

μα μία δεν κατάλαβα, χωρίς αλληλουχία
να σπάζει έναν έρωτα στη μέση κεραυνός
που έπεσε ανέλπιστα σε μέρα εν αιθρία
και έπνιξε τους δύο ο στεναγμός

αλίμονο, το ψέμα είναι γιατρός
κι η αλήθεια μια σκληρή αφετηρία
του τρένου κάποιος έρημος σταθμός
μια άδεια, νεκρωμένη πολιτεία.

Σταμάτα να μιλάς, πες μου τι νιώθεις
μα όχι αν καλύπτω τις ανάγκες σου
στα μάτια τι με βλέπεις μ’ απορία
υπήρξα η αλησμόνητη αγάπη σου;

και σέρνομαι αμφιβάλλοντας Κυρία
αν είμαι ένα σκουλήκι στις παλάμες σου
ή μία πεταλούδα στη γωνία
που φτιάχνεται σαν πάλλονται τα χείλη σου
σε κάποια ερωτική μας συνουσία.

(σ.σ. Το ποίημα περιλαμβάνεται τροποποιημένο για τις ανάγκες του ''Πρότερον Θνητοί'' 
ως διάλογος μεταξύ του Υάκινθου και της Οφηλίας, στο 4ο βιβλίο της σειράς ή στην Επίτομη έκδοση)


© Γιώργος Σ. Κόκκινος, Σεπτέμβριος 2019


Παλαιότερες αναρτήσεις του Γιώργου Σ. Κόκκινου:
3. Πέντε ιδιαίτερα τραγουδάκια (Η κυρία Ευλαμπία κ.α.)

Σχόλια