Μέσα στ’ ανήλιαγο στρατί, αργοκυλάει ένα δάκρυ απ’ τα μάτια σπάει, διαλύεται χίλια κομμάτια κι ύστερα χύνομαι κι εξανεμίζομαι, κυλώ σα γάργαρο νερό κι όλο ξεχύνομαι και παραδίνομαι σ’ ένα Θεό... (ποτέ δεν έμαθα να ‘χω φραγμό!) πέφτει και σπάει και γίνεται χίλια κομμάτια το φυλαχτό - το τελευταίο της πλάσης μου δάκρυ - σε μια γουλιά του μεθώ, απ’ του χρόνου τ’ ανίκητο θείο πιοτό κι εκεί που πάω να κρατηθώ, πιο χαμηλά απ’ τον πάτο του κόσμου απλώνομαι έτσι μικρούλης, αθώος, ελάχιστος, μ’ ένα μου δάκρυ να τρέχει απ’ το μάτι ο “τιποτένιος” ανέραστος πρίγκιπας, που ‘χει απογίνει ένα τρύπιο τσουβάλι κι είναι ο σάκος μου απ’ την απόρριψη όλου του κόσμου γιομάτος με την κακία, το μίσος, το γόητρο, την απληστία στο δόλιο μου λάθος και πίστεψέ με χωράει πραμάτειες που δε φαντάζεται ανθρώπου γλώσσα κι άλλα ψωμιά, βαπτισμένα ερωτόλογα που προδοθήκαν στου δρόμου τη ρότα μέχρι ν’ ανοίξει απ’ την πίεση η πλάση μου και να σχιστεί με μιας η κοιλιά μου έφαγα ψέματα, πέτρες και πείσματα, βήματα μ’ άφησαν...