Μια πάρωρη απόχρωση του μαύρου - Ποιητικά κείμενα


Μια πάρωρη απόχρωση του μαύρου 
με ποιήματα της Σοφίας Πολυκρέτη 
της Αλεξάνδρας Γαβρίλη,  της Αριστέας Τσάντζου, του Γιώργου Κόκκινου 
και με φωτογραφίες της Δέσποινας Αποστολίδου




Γιώργος Σ. Κόκκινος
Το Όνειρο
(16/12/2007)

Τον χάρο που έρχεται από μακριά θα τον προϋπαντήσω
θα τον καλέσω εδώ σιμά μου να καθίσει
να τον κεράσω τσικουδιά και μέλι, να γλυκάνει ο πόνος

κι όταν στερνά με χαιρετίσει
όταν ζητήσει την ψυχή να πάρει πίσω
θα τον ρωτήσω μόνο ετούτο, αν γνωρίζει τί απόγινε η πρώτη μου αγάπη

κι αν λάμπουνε τα μάτια με χαμόγελα στο στόμα
για το μέρος που κοιμούνται οι νεκροί, θ’ αποχωρήσω

κι αν μαύρισαν τα μάτια απ’ το κλάμα και το δάκρυ τόσα χρόνια
μια τελευταία χάρη θα ζητήσω
να την κεράσω ένα φιλί στο στόμα πριν να σβήσω

να πιω χρυσάφι απ’ τα χείλη της
δροσιά απ’ τη ματιά της
τον ήλιο απ’ τα χέρια της, τ’ αστέρια τα λευκά

και μία τρίχα απ’ τα μαλλιά θα πάρω φυλαχτό για το ταξίδι

τον χάρο που έρχεται από μακριά δε τον φοβάμαι
φοβήθηκα στη σύντομη ζωή μου, κάποιους λύκους που μου τρώγαν τα συκώτια
και κάτι τσοπανόσκυλα, προστάτες λέει του εαυτού μου

μηδέ τον κεραυνό φοβήθηκα που έπεσε εμπρός μου
μηδέ στο θάλαμο του ιατρείου, όσο αίμα μου κι αν έχασα

εδώ, έχασα όλη τη ζωή μου να φωνάζω
μα φαίνεται η φωνή μου ήταν δίκαιη και άσχημη
σαν άλλωστε κι οι μέρες που περάσαν

ένιωσα μόνο τη χαρά, όσο τα χέρια της κρατούσανε τη μέση μου
κι από τα χείλη της άκουγα πρώτη φορά το “σ’ αγαπάω”

μα φαίνεται και τούτο ήταν μι’ αλήθεια που δεν κράτησε
ποιός άλλωστε αρέσκεται ν’ ακούει την αλήθεια;
κανείς, μα το Θεό! Στο ίδιο παραμύθι ζούμε όλοι

και κάποια ώρα που ο χάροντας διαβαίνει το κατώφλι μας
τσιμπάμε το κορμί μας για να διώξουμε το όνειρο.




Σοφία Πολυκρέτη
Ο θάνατος ο κολλητός μου φίλος

Ο θάνατος ο κολλητός μου φίλος,
κι ο πιο πιστός μου συγγενής.
Τίποτα δεν έψαξα ποτέ μου,
και τίποτα δεν έχω.
Μόνο σκόρπια λόγια. Η συνείδηση.
Κι όμως απόψε η Σελήνη κάτι μουρμουράει
σαν ξωτικό. Πες μου τι σου λέει.
Δεν σ’ αγαπώ πολύ. Δεν θέλω τη συντροφιά σου.
Κι όμως απόψε ο θάνατος μου έμεινε,
Και δεν έχω τίποτα.

Μπροστά μου κηδεύονται οι αλεπούδες.


Σοφία Πολυκρέτη
Ο αετός πετάει πάντα πάνω από το κάστρο

Τις μέρες εκείνες όπου φυσά ο βοριάς,
στο άλικο εκείνο κάστρο του δρόμου,
περνάει πάντα ένας αϊτός δαιμονισμένος.
Με τις φτερούγες διώχνει τρομαγμένος τα σπουργίτια,
και χαϊδεύει συχνά τα σκουριασμένα χέρια της μέλισσας.

Με την εγωιστική φιγούρα του άντρα
ξεγλιστρά στα άγουρα χείλη,
σφίγγει τις τρυφερές παρειές των κοριτσιών,
και σιγοκαίει απαλά τα πετροκέρασα.
Η αναπνοή του ζεσταίνει τη μέρα.
Κει ψηλά, στα χαλασμένα σπίτια,
Βγαίνει κι απόψε ζωντανός και αρρωστιάρικος.
Τον ζώνουν με κατάρες οι ετοιμόγεννες,
Και οι μητέρες κρύβουνε κλαμένες τα παιδιά τους.

          Φίλε μου αϊτέ,
                                             βάφεις κι απόψε τη μέρα σου με αίμα.




Αλεξάνδρα Γαβρίλη
(16/11/2003)

Αυτά τα χρώματα, άσχημο παιχνίδι παίζουν! 
Το μαύρο – λέει – δεν υπάρχει.
Πώς δεν υπάρχει; 
Σαν τους εφιάλτες που στοιχειώνουν τις μέρες;
Σαν το σκοτάδι που σε φοβίζει χωρίς καν να ακούγεται;
Χεράκια παιδικά απλωμένα ή
μαγκούρες τυφλών ψηλαφούν χώρους.
Μόνο η καρδιά κινείται γρήγορα
κλείνει καταπακτές στο λαιμό σου
κι οι χώροι στενεύουν, στενεύουν.
Να κοιτάξεις προς τα πάνω
ίσα που φαίνονται αχτίδες
μα δε σου δίνουν το χέρι
και τα δικά σου μικρά, που να φτάσουν;
Πού να φτάσω
έτσι  σέρνοντας το σώμα στις πέτρες
στο επόμενο χαντάκι μόνο
μήπως και υπάρχει λίγο νερό
να ξεπλύνω τα μάτια μου απ’ το αίμα.  


Αλεξάνδρα Γαβρίλη
(06/08/2004)

Πέτρα πάνω στην πέτρα 
συνθλίβεται η σκιά 
σιωπηλά, υπόκωφα
Ριγούν τα τεντωμένα σχοινιά
χορδές ανυπεράσπιστες κι ελεύθερες 
κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού
και το σκοτάδι του ύπνου. 
Ματωμένα κύματα 
δε λένε να βρουν ησυχία.
Απροσπέλαστες γίναν οι ακτές 
- όλοι οι άνεμοι μεσοπέλαγα βάλθηκαν να συναντηθούν.
Μόνη ελπίδα η εξάτμιση.  




Αριστέα Τσάντζου
Κόκκινος Χρόνος

Ουδέποτε τον χρόνο κατάλαβα,
κυλά καταρράκτης, μυρμήγκι, χείμαρρος μας καταπίνει 
ολόκληρους, αμάσητους πριν βασιλέψουμε
ονειρευόμαστε ανάσταση, τα βυζιά της Αμάλθειας
στην θαλπωρή του τζακιού μας, Την αλήθεια, θαμμένη θράκα 
Σκάβουμε με νύχια για θείο φως, γνώση, ηδονή,
Σπαράζουμε βουλιμικά όρνεα
Πεινασμένος κανίβαλος ο χρόνος ξεχύνεται
άυπνος ψάχνει τη γεύση της σάρκας σου
τη δροσιά στο ποτήρι με το αίμα σου
ουδέποτε κατάλαβα
πώς χωρά το νερό σε αυτό το ποτήρι,
σε αυτό το πρωινό, στο πίσω κάθισμα στο ταξί, 
στο κόκκινο φανάρι,
Νύχτα δεν παύει να μετρά σφηνάκια λάδι με αγίους,
κομπολόγια στ’ ορεινό καφενείο με παππούδες,
ζάρια, ρυτίδες, σπασμένα καπνά, χιόνι στ’ αθάνατο ρέμα,
Ουδέποτε κατάλαβα την καμπύλη στο τόξο των εποχών
και πώς ξαφνιάζομαι και αναγεννούμαι,
Ράγα τρένου οδοντωτή περνά από πάνω μου, φερμουάρ
χαλασμένο ο χρόνος ανοίγει το κορμί, στα σωθικά 
λάβα κοχλάζει, μαρτυρά, χαράζει βέλη, πορείες,
ποτάμια στη γη αναφλέγουν γαλάζιες φλέβες στο κορμί σου,
Ζωγραφίζει, ψέλνει, κλαίει, ουδέποτε κατάλαβα γιατί
ο έρωτας καταβροχθίζει τον χρόνο.


Αριστέα Τσάντζου
Τυχερό παιχνίδι

Τυχερό παιχνίδι,
Καθένας ποντάρει.
Ό,τι θέλει. Όσο μπορεί.
Δεν ήξερα. Διέθετα
αναρίθμητες μάρκες 
πάνω μου. Φόρτωνα,
πόνταρα στο επόμενο 
χαρτί, σκεπασμένο ακόμα,

Τα ρέστα μου!
Τα ρέστα μου!

Στα γαλάζια νέφη καπνού,
ριγούσα με ηδονή.
Κι όλο γεννούσα ρέστα.
Κι όλο μου δίναν φύλλο.
Κι άνοιγα βεντάλια.
παγόνι άνοιγα,

Τα ρέστα μου!

Στην πράσινη τσόχα 
του κήπου σου
Ανθισμένα τριφύλλια
δέκα με καρφώνουν.




Γιώργος Σ. Κόκκινος
Άτιτλο
(17/04/2009)

Ερημιά και μοναξιά παντού απλώνεται σαν κίτρινη μπουγάδα
δεν υπάρχει επιβάτης στο σταθμό, ούτε ένα πλοίο στο λιμάνι
και η θάλασσα στρωμένη από χυμό πορτοκαλάδα

σπιρτόκουτα ανάβουν τις λαμπάδες του επιτάφιου
κατάμαυροι καπνοί πλανώνται πάνω από την πόλη
κι αυτά που γράφω τώρα είναι ζεστά
τα λόγια και οι πράξεις μας ανέδειξαν καυτά απωθημένα
και κρυμμένα στη φορμόλη

φωτιά στα σωθικά, στο τζάκι μια παλιά κοινή φωτογραφία
λιωμένο ένα κερί, λιωμένη κι η ασπρόμαυρη ελπίδα
να ξεφύγουμε στο αύριο

μου μοιάζει μ’ ένα πένθιμο Ανοιξιάτικο πρωινό
που μαύρη καταιγίδα ξημερώνει
κι αν σύννεφο δε βρήκαμε ν’ αφήσουμε καημό
στην πλάτη ολομόναχοι τον πάμε σα νεκρό
που τάφο δεν του σκάψαμε να έχει κάποιο λόγο για να υπάρχει

ρεζέρβα ένας καιρός σ’ ένα Ανοιξιάτικο οικόπεδο
γεμάτο χαμομήλι, πατημένες πασχαλιές
κι ένα ζευγάρι αρβύλες του στρατιώτη
{ αυτές θα πάρεις δώρο φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο
- ενθύμιο για τις ξέγνοιαστες ημέρες μας }

μα τώρα που ο ήλιος βασιλεύει μια ευχή ρίξε στη θάλασσα
χίλια χρώματα σου χάρισα κι ακόμα να γυρίσεις απ’ τα ξένα
κι αν ξέχασες κι εμένα, τί σε διάλεξα;

πιστή και αλλοπρόσαλλη, αστείρευτα να δίνεσαι σε μένα
για να ‘χω κάποιο λόγο να ελπίζω και να υπάρχω
τριγύρω απ’ τα σκατά να μη βουλιάξω

μπροστά σκατά, πίσω μαστίγια, λόγια με πόνο
φρικτά βασανιστήρια του μυαλού που με δικάζουν για τις πράξεις μου
και κάτω από τις σόλες μου, μικρά λιωμένα σκουληκάκια από πέρσι

ντροπή μου που δεν έζησα αυτά που λαχταρούσα
μετάνιωσα για εκείνα που δεν έκανα
κι αν έβρισα ή έκλαψα κι αν έφτυσα εκεί όπου πατούσα
συγνώμη που εκδικήθηκα εκείνα που μισούσα
συγχώρα με που αγάπησα εσένα κι όχι εμένα
{ χαιρέτα με που σου ‘φυγα στα ξένα }

και δρόμο να γυρίσεις απ’ το θάνατο δεν έφτιαξε ο χάρος
σαν πάρεις τα μπαγκάζια με τις μνήμες για να φύγεις
με δύναμη, με σθένος και με ίσιο το κεφάλι
θα μείνω για τα μάτια σου ένας ξένος..




*τα ποιήματα της Αριστέας Τσάντζου, της Αλεξάνδρας Γαβρίλη και της Σοφίας Πολυκρέτη 
δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε κάποιο ιστολόγιο

Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς 
που έχουν μεριμνήσει για την διασφάλιση των δημιουργιών

Σοφία Πολυκρέτη - Αλεξάνδρα Γαβρίλη - Αριστέα Τσάντζου - Γιώργος Σ. Κόκκινος 
για την Πορφυράδα © Νοέμβριος 2019

Επιμέλεια - Ανθολόγηση: Γιώργος Σ. Κόκκινος

Οι πέντε συλλογές δημιουργήθηκαν μετά την ιδέα συνεργασίας μεταξύ ομότεχνων 
και διανθίστηκαν με φωτογραφίες και πίνακες. Η επιλογή των ποιημάτων και κειμένων 
που περιέχονται και στις πέντε συλλογές έγινε με κριτήριο την πρωτοτυπία 
και την νοηματική διασύνδεση του περιεχομένου. Η συλλογή 
''Η Τέχνη ενώνει Ανθρώπους, Τόπους, Πολιτισμούς'' 
δημιουργήθηκε με αφορμή την επίθεση στη Συρία 
σαν ειρηνιστική και αντιπολεμική διαμαρτυρία.





ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΑΣ !

Σχόλια

  1. Τα Λεξικά Μπαμπινιώτη στο Twitter, μέσα από στίχους της Σοφίας Πολυκρέτη, και συγκεκριμένα από το γραπτό της ''Ο θάνατος ο κολλητός μου φίλος'' που παρουσιάστηκε στη συλλογή ''Μια πάρωρη απόχρωση του μαύρου'', πραγμάτωσαν μια προβολή με ενεργό link της συλλογής και ευχαριστούμε τόσο για την προβολή της συλλογής, αλλά και του ιστολογίου της Πορφυράδας..
    https://twitter.com/lexicon_gr/status/1204370490153938944

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου