Αναρτήσεις

Για σένα...

Εικόνα
Δεν σ’ έχω δει ακόμα κι η σκέψη κάνει βόλτες ποιος ξέρει που να ‘σαι σε βλέπει η θάλασσα, ο ήλιος τα βότσαλα Η σάρκα μου σε ζητάει επίμονα το μυαλό μου ζητά τη συντροφιά σου το χέρι μου ψάχνει το δικό σου τα χείλη μου αναζητούν τα δικά σου η αγκαλιά θέλει τη δική σου Το βράδυ να βλέπαμε την πανσέληνο σε μια τέλεια επαφή σωμάτων ρυθμικών κινήσεων και στεναγμών μέσα στην ατελείωτη μουσική των κυμάτων, του αγέρα και των δέντρων Βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει βουτώντας θεόγυμνοι στην υγρή αγκαλιά της θάλασσας κρατώντας ψηλά στα χέρια τον ήλιο Θα ‘ρθεις.. θα ‘ρθεις μωρό μου. Shades

..μη φύγεις

Εικόνα
Χαίρομαι που δεν σ’ έχω δει ποτέ Γιατί κοιτώ τα σύννεφα χωρίς να κινδυνεύω να πάρουν τη μορφή σου Ονειρεύομαι κι αυτό είναι τόσο μαγικό Γιατί μπορώ να σε φωνάζω χωρίς να κινδυνεύω να μ’ ακούσεις Μόνο να νιώθεις την ψυχή μου Γιατί μπορώ να σ’ ΑΓΑΠΩ χωρίς να κινδυνεύεις να γίνεις μνήμη Και να σ’ έχω ζωγραφιά στα όνειρά μου Η ΑΓΑΠΗ δεν έχει μάτια… ...έρχεται..σε αγγίζει.. ..σε ταρακουνά.. Σου προσφέρει χωρίς να ζητά... ..και φεύγει... ..μη φύγεις. Shades

Μια μελωδία.

Εικόνα
Ένα τραγούδι από καρδιάς μια μελωδία αλλιώτικη έβγαλες απόψε απ' τα χείλη σου. Μια μελωδία σαν φωνή γνώριμη με παρακινεί να συνεχίσω να σ' αγαπάω πιο πολύ. Μια μελωδία που κυλάει πάνω μου και οι σταγόνες τις μουσικής βρέχουν την καρδιά μου. Ένα τραγούδι από καρδιάς μια μελωδία ερωτική έβγαλε απόψε η καρδιά σου. MyPlace @ 17/10/2007

Όταν σ’ ανταμώσω...

Εικόνα
Όταν σ’ ανταμώσω δε θα σε κοιτάξω στα μάτια θα σφίγγονται, θα τσούζουν όχι απ’ τα δάκρυα απ’ την κακία του κόσμου θα σφίγγονται σα γροθιά στο στομάχι απ’ την αδυναμία θα τσούζουν σαν οινόπνευμα στις πληγές γι’ αυτό σου λέω, έλα πάμε να προλάβουμε το τρένο που περνάει έξω απ’ την πόρτα μας πάμε να πιάσουμε την τελευταία ηλιακτίδα που σφηνώθηκε στους βρόγχους του φωταγωγού στο πηγάδι που ξεπλύναμε τις αμαρτίες μας ξεπλύνανε τα βρωμισμένα χέρια τους τ’ αφεντικά θα ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια όταν σ’ ανταμώσω γι’ αυτό θα τα ‘χω κατεβασμένα σα ρολά σε υπόγειο γκαράζ ανάμεσα στα μηχανόλαδα και τα υγρά των φρένων μην τρομάξεις θα με γνωρίσεις, απ’ τα δάκρυα. γιώργος_κ

Παρέα

Εικόνα
Μη με κοιτάτε που χαμογελώ με πλήγωσε βαθιά η ζωή και δεν μπορεί ν’ αλλάξει κι αν λέω κάποιες φορές, πως θα την αλλάξουμε είναι η πρόφαση για να ξεχνώ τον πόνο μου μονάχος έμαθα ν’ ακούω τη φωνή μου να περπατώ, μονάχος έμαθα κι αν ήρθε κάποτε η ώρα, στο χέρι μου να κρατήσω ένα ξένο χέρι ήταν γιατί το διάλεξα και με διάλεξε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα χέρια ανάμεσα σε χιλιάδες σκυθρωπά πρόσωπα που όταν λένε καλημέρα, χαμογελώντας η ψυχή τους δακρύζει απ’ τη μονοτονία σκέψου να ‘χεις κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα να ξυπνάς μόνος στο φτωχικό σου δωμάτιο να πίνεις τον καφέ στο μπαλκόνι, καπνίζοντας και να νιώθεις τον καπνό του τσιγάρου να βγάζει φωνή και να σου μιλάει και να λέει: “σε σκοτώνω, σε σκοτώνω αλλά είμαι απαραίτητο για να πάει καλά η μέρα σου” είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα ένα χέρι ανάμεσα στα δικά σου, τουλάχιστον για τα βράδια του Σαββάτου που σε πιάνει η μελαγχολία θύμισέ μου τ’ όνομά σου; την τελευταία φορά σ’ αποκάλεσα “μωρό μου” “λατρεία μου” “έρωτά μου” μα τώρα δε θυμάμαι

Μετακόμισε στους ουρανούς ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας

Εικόνα
Μεταφέρουμε το δυσάρεστο νέο από την ηλεκτρονική πύλη για τη λογοτεχνία www.poeticanet.gr Παρασκευή βράδυ 19/10 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, ο Θανάσης Κωσταβάρας, γεννήθηκε στο Βόλο το 1927. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, ως Επονίτης, προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς. Με το τέλος του πολέμου έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών το 1946. Τον Ιανουάριο του 1949 συλλαμβάνεται στα Εξάρχεια, δικάζεται και μεταφέρεται στις φυλακές Βούρλων. Το Νοέμβριο του 1948 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Με την απόλυσή του ολοκληρώνει τις σπουδές του και ξεκινά να εργάζεται ως οδοντίατρος, παραμένοντας έως σήμερα μάχιμος, «ταγμένος στο όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο», όπως έλεγε ο ίδιος. Ήταν παντρεμένος με τη δοκιμιογράφο Αγγελική Κωσταβάρα και είχε ένα γιο. Από το 1956 που κυκλοφόρησαν τα πρώτα του ποιήματα («Αναζήτηση»), μέχρι σήμ

Ελεγεία

Εικόνα
Περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα στο παραθύρι εσύ να με κοιτάζεις ανήμπορος ο χειριστής να σταματήσει κι απ’ τη βραχνή ντουντούκα ο σταθμάρχης να φωνάζει: “ προσοχή-προσοχή παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες άλλοι να γαμιούνται στη διαδρομή της ζωής κι άλλοι να κοιτιούνται ευθεία στα μάτια ” ίσα που πρόλαβα να δω τα μάτια σου παίρναν το χρώμα του μελιού όταν τα φίλαγα στον ήλιο μόλις που άγγιξα τα τρυφερά σου χείλη πέρασες πάνω απ’ το κορμί μου σαν ταχεία στο φεγγαρόφωτο θυμίζεις έρωτα, γλυκόφωτη ηλιακτίδα μεταλλικό νερό με άρωμα τριαντάφυλλο θυμίζεις όνειρο αλλόκοτο, σαν καταιγίδα που το μπουρίνι ξέσπασε πριν έρθει το Φθινόπωρο δεν περιμένω έναν Οκτώβρη για να βγω απ’ τη φωλιά μου μήτε που θέλω πια να δω, τα φύλλα της μουριάς να κιτρινίζουν και να πέφτουν το τρένο της αγάπης, άγγιξε Φθινόπωρο μα στα μισά του δρόμου εκτροχιάστηκε και πάει περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα σε βλέπω να ‘χεις ντύσει τα μαλλιά σου με χρυσή ακτίδα κι ένα κατάμαυρο μαντήλι κι αυτές οι λέξεις που μ
Notepad Spiral No 2 §5. ΔΕΝ ήμουν πάντα κτήνος. Όχι τουλάχιστον πριν γεννηθώ. Κυρίως θυμάμαι κήπους. Ανάσαινα δυο φύλλα φως κι ένα παρτέρι αέρα. Ωστόσο, ήρθε η βροχή και φώναξε με χέρια υγρά την τιμωρία: «Θα ζεις, θα ζεις, θα ζεις εξορισμένος στη λάσπη που καραδοκεί άμμος η επιθυμία». Ελέησέ με τον χειμώνα της καρδιάς, εισάκουσε τη θαλπωρή που δίψασα έκτοτε στον ποταμό σου. §6. ΚΑΤΕΧΕΙΣ ό,τι πέθανα κάτω από δέντρο και ποτάμι. Αναστενάζει, όταν αλλάζει ο καιρός, θυμάται πόνους. Μα δεν πονά, δεν βιάζεται να ευτυχήσει. Τι μου παράτησες εδώ; Ένα καλάμι; Ποιος άνεμος θα το λυγίσει; Κατά πού; Σ’ ένα διάστημα σκοτεινό, άβολο, ξένο, αρχαίο, αιματηρό, τι θα δεχθεί τη μετανάστιδα φωνή μου; §7. ΔΕΝ απαιτώ έναν θάνατο ελάφι. Ένα ποτάμι κι ένα δέντρο σου ζητώ. Εκεί που βλέπει ο νεκρός τη συμφορά μου, εκεί που είμαι ζωντανός μαρτυρικά μου. Μια φυλακή της γλώσσας μου ζητώ: ελευθερία πράσινη ή γαλάζια. Έχω νεκρό στα λόγια μου, δώσ’ μου ένα μέρος σκοτεινό να τον ξεχάσω. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Δραπετεύστε

Εικόνα
Μετεωρίτες γίνονται τα αισθήματα.. Λύκαινες πληγωμένες.. Νερό ζητούν .... και δίψα πίνουν.. Καρφιά οι αναμνήσεις τα ματώνουν και οι σκέψεις μολύνονται.. Ανάσες πέρνουν πικρού κισσού και τυλίγονται σ' ένα αέρινο δηλητήριο.. Δραπετεύστε από μέσα μου.. Κενή ψυχή να μείνω να πέρνω ανάσες απ' το τίποτα ζωή απ' το καθόλου.. Δραπετεύστε.. Κύκλο κάντε γύρω μου και κάψτε το εγώ μου.. Στάχτη στον άνεμο ενός ζεστού μεσημεριού να σκορπιστώνα μην μπορεί ούτε το τίποτα να με πληγώσει..

Ξυπνώντας στο φως

Ήσουν κάποτε καθρέφτης Σε κρεμούσαν για να πέφτεις Και στα μάτια σου θαυμάζαν εαυτούς Πέρασες καιρούς μακριά σου Όταν βρήκες τη μιλιά σου Οι σκιές είχαν χαθεί στους κεραυνούς Ψάχνεις λοιπόν στα φωτεινά Και πολεμάς Και σαστίζεις Πιο αργά Έχεις κάμποση φόρα Πιο αργά Κοίτα έχεις καιρό Σταθερά Σ'έχασε τώρα η μπόρα Σταθερά Έπιασες ουρανό Καραβέλα μ' όσα ξάρτια Σου αφήσαν στα κατάρτια Ξεκινάς και στ' ακροδάχτυλα πατάς. Έτσι απλά να προσπαθείς Και να πετάς Είναι θαύμα Πιο ψηλά Και γράφε μου κι εμένα Πιο ψηλά Δεν υπάρχουν γραμμές Πιο γερά Γράπωνε περωμένα Πιο γερά Χτίσε μας συλλαβές ΖΑΦΕΙΡΙΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μη μου κλαις, σ' αγαπώ

Εικόνα
Μη μου κλαις δεν αξίζουνε δάκρυα το ίδιο κάνω κι εγώ και μου λείπεις το ίδιο σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μη μου κλαις δεν αξίζει να κλαις δεν πιστεύω σε θαύματα μα ένα θαύμα, η αγάπη ας το κρίνει σωστό μη μου κλαις συ και γω, εμείς οι δυο μάθαμε ν’ αγαπάμε μάθαμε να πονάμε σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μη μου κλαις το ίδιο σου ‘πα και χθες δε γυρίζουν το χρόνο πως τα δάκρυα, δε φέρνουν πίσω το χωρισμό μη μου κλαις δεν αξίζουμε δάκρυα συ και γω, εμείς οι δυο κι ας μου λείπεις το ίδιο σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. γιώργος_κ

Σπιρτόκουτο

Εικόνα
Φέρτε πίσω την αγάπη μου που χάθηκε και μαζί της, φέρτε πίσω τη ζωή μου μες στα χέρια της ο έρωτας μ’ ανάστησε δέκα άγγελοι, ξενύχτησαν μαζί μου τώρα μόνος λιώνω σαν παλιό σπιρτόκουτο πεταγμένο στο δρομάκι που τη βρήκα κι αν τα μάτια της αστράφταν στο ψιλόβροχο του φιλιού ήταν και του έρωτα η γλύκα ποιος να το ‘λεγε πως θα ‘μοιαζα απόμακρο σκοτεινό, βαθύ σημάδι στην ψυχή της κι ούτε κάποιο περασμένο Σαββατόβραδο να μην τύλιξα τα χέρια, στο κορμί της ποιος θα ξέρει να μου πει, τώρα που χάνεσαι και ποιο πέλαγο ατενίζει ο λογισμός σου σαν πουλί έχεις φτερούγες, μα δεν πιάνεσαι μήτε ακούω πια τον ήχο απ’ τη φωνή σου δε γνωρίζω ν’ ανεμίζουν τα μαλλάκια σου σαν πανιά σ’ ένα σκαρί που μας χαρίσαν καπετάνισσα ονειρεύομαι τα χάδια σου όπως πλάθαμε τα όνειρα που σβήσαν φέρτε πίσω την αγάπη μου που χάθηκε και γι’ αντάλλαγμα, χαρίζω την ψυχή μου κομματιάστε τη, κρεμάστε τη και κάψτε τη μια ζωή ας είναι η αγάπη μου μαζί μου. γιώργος_κ

Βάλε χρώμα...

Εικόνα
Ακούς τη σκιά που στη σκέψη σου μπαίνει ακούς τη φωνή που χαϊδεύει τ` αυτί σου Ακούς στο κεφάλι σου δίπλα μια ανάσα ακούς τη βροχή που κρατώ μακριά σου Όνειρο είναι γλυκιά μου κοιμήσου αχχ τι τέλειος πίνακας θεέ μου ζωγραφιά των αγγέλων θυμίζει μη ξυπνάς θέλει χρώματα ακόμα shades

Για όταν θα γυρίσεις

Εικόνα
Αστράφτει. Φοβάμαι. Φοβάμαι μόνος. Κράτα με στην αγκαλιά σου, να μην κρυώνω απ’ τ’ αγιάζι. Μη μιλάς. Άκου. Αστράφτει, χωρίς ν’ αστράφτουν τα μάτια σου. Που είσαι; Μίλα μου. Πες ένα γράμμα, το πιο όμορφο. Φώναξε. Μίλα μ’ ένα ηχηρό Άλφα ή ρώτα με, μ’ ένα Έψιλον. Πες μια λέξη, την πιο ωραία. Κι ας λείπεις. Δε θα μιλήσω. Θα μιλάει η σιωπή μου. Θα λέει τα πάντα. Θα σε κοιτάω ν’ αστράφτεις. Τη στέκα στα μαλλιά σου, που ‘ναι γιομάτη διαμάντια. Που είσαι διαμάντι μου; Δεν άλλαξα. Γέρασα. Μεγάλωσαν τα νύχια μου. Αγριέψαν τα μαλλιά μου. Ασπρίσανε τα γένια μου. Καμπούριασα. Πίνω την τελευταία γουλιά απ’ την Ursus, να θυμάμαι τα χείλη σου. Κεράσια. Με μέθαγαν, κεράσια κι αμβροσία, έναν Αύγουστο. Μαζεύαμε κεράσια απ’ τις κερασιές με τα πανέρια σου. Που κρύβεις τα πανέρια σου; Πάρτα να μαζέψουμε τα τελευταία απ’ το δρόμο. Ρώγες που κύλισαν στον κατήφορο, την ώρα που ανηφορίζαμε. Μάτια που σφράγισαν τις παραισθήσεις. Χείλη που πάγωσαν το χρόνο. Λέξεις που σκότωσαν το συναίσθημα. Χέρια π’ ανάστησαν τη
Notepad Spiral No 2 §2. ΟΧΙ ΤΑ ΦΥΛΛΑ αρχαία αυτού του δέντρου, ο άνεμος αρχαίος που τα κινεί. Ούτε κι εσύ απουσία. Πληγώνεις με κοπάδια νύχτες δόντια, χτυπάς πριν με ανάσες σκοτεινές. Δεν βλέπω στόμα, δεν βλέπω χείλη, δεν βλέπω πρόσωπο ούτε λάμψη του καταπρόσωπο θανάτου. Είσαι, λοιπόν, τόσο βαθιά πληγή, που φτάνει ένα δέντρο για ν’ ανοίξεις; §3. ΦΤΑΝΕΙ ένα δέντρο. Η ζωή μπορεί να περιμένει ωσότου δάσος. Κατάμαυρα πουλιά χοροπηδούν τα ματωμένα ράμφη τους, δολοφονούν τη νύχτα με φτερά μεταλλικά. Κατέχεις το μυστήριο του θανάτου, όμως δεν έχεις μάτια σαν φωτιά ούτε μαλλιά σαν τα κλαδιά. Έχεις το χώμα σου κι εγώ μια ρίζα. §4. ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΩ τις μέρες μου: η σάρκα πικρή, ο χυμός αλμυρός. Δεν μπορώ να ελπίσω ούτ’ ένα κουκούτσι γαλήνη. Το δέντρο απ’ όπου έκοψα το κάτεργό μου έχει τη ρίζα οργή. Ξέχασα, λες, τον καρπό που δίνει ευμάρεια και προσπαθώ να ζήσω τους νεκρούς. Μα ποιός σ’ ακούει, αφού εγώ μιλώ την γλώσσα των τυφλών, θρηνώντας ένα δέντρο κτήνος; ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ