ΕΠΙΚΟ
Κάθε που βραδιάζει νύχτα ντύνομαι, τυλίγομαι στα μαύρα μου τα πέπλα. Σ ένα όνειρο αναβάτης πάλι γίνομαι, σ ένα κορμί παραφροσύνης, κλέφτρα. Έρχεται ο ασπρόμαυρος ο πήγασος με τα ανοιχτά διάπλατα φτερά του, με παίρνει για ταξίδι στο αρχιπέλαγος του ουρανού, μήπως μου δώσει την χαρά του. Σαν ανεβαίνω πάνω του, εγώ σαν άνεμος εκείνος με επιβλέπει και χαϊδεύει τα όνειρα και γίνεται όλος κόκκινος και εκεί καθώς με πάει, μου παραπέφτει… Με ακουμπάει επάνω σε ένα σύννεφο, αυτό που μου χε πει πως με πονούσε. Σφαιροειδής γροθιά, στο άπειρο το σύννεφο και χοροπήδησε το άσπρο που φορούσε! Έρχεται ένα παιδί και μου κρατάει το χέρι χρυσοντυμένο, με ανοιχτές του τις φτερούγες, μου τραγουδάει τυχαία και ύστερα με χαϊδεύει ανοίγει τα φτερά του και λέει πως με αγαπούσες. Πύρινος κόμπος στον λαιμό μου βλάστωσε, όταν μου είπε ότι πρέπει να γυρίσω.. Τα βλέφαρα μου γλύφουν τα όσα τάζανε και να παρακαλάω μην ξαναξυπνήσω.. Ξαστέρωσε και ξύπνησα σε όλεθρο, με δάκρια στα μάτια αγναντεύω. Κόλαση και ο παράδεισο