ΥΠΟΘΗΚΗ Επειδή το τέλος πάντα θα φυλάει τα σταυροδρόμια και θα ’ρχεται απρόσκλητος ο άρχοντας του χάους, κι ένα λιθάρι ασήμαντο με τη μορφή φιδιού, θα έρπει όλα τα πλάσματα, για χάρη του αδίστακτου ως άνω των πλασμάτων, ένα βαθύτατο καράβι να ετοιμάσεις· τον πληγωμένο άνθρωπο, που έχει ανάγκη ανθρώπου να φορτώσεις και την προστάτιδα ψυχή ονείρων και προσδοκιών, ελπίδας πάσης, την παρθένα που δέχεται το βάρος του κόσμου όλου, την παρθένα, που ταξιδεύει απ’ την αρχή προς την αρχή˙ και ν’ ανοιχτείς δίχως φόβο, με πάθος. Έτσι άρχισε ο κόσμος. Έτσι θ’ αρχίζει πάντα. Στη μέση του ωκεανού, οφείλεις να ξυπνήσεις, να θυμηθείς πως ήσουνα νεκρός μες στην καρδιά σου, πριν πνιγείς στο δρόμο για το φως. Αλάτι και μέταλλο λιωμένο ν’ ανασάνεις στο καμίνι του γαλάζιου, να ξεχάσεις, να ξεχάσεις αυτόν που ισχυρίζεται πως είναι ο κόσμος λίγος, και είναι ο κόσμος σκοτεινός, κακός, κι αυτόν που βρίσκεται στον κόσμο, αλλά δεν είναι κόσμος, αυτόν που λέει πως θα σωθεί και φεύγει από τον κόσμο και τα πράγματα,...