Αναρτήσεις

Γράφω για μένα...

Εικόνα
Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, γραμμή-γραμμή, λέξη-λέξη, τελεία-τελεία, φύλλο το φύλλο. Φταίει το μελάνι, λένε. Περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε. Εσύ όχι. Στις άκρες είναι η ζωή, στις μύτες. Στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών, στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών είναι η ζωή. Στα λυπημένα μάτια των γλάρων, στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους, στις νυχτωδίες φεγγαριών που σβήσανε, στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν είναι η ζωή. Στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών, στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα. Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, άγνωστη, λατρεμένη σόλα, ενός τυχαίου ελεεινού παπουτσιού που τα μπαλώματά του είναι εμφανή σε όλο το μήκος της επιφάνειάς του. Γράφω για μένα, έτσι αδικημένα. Ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους θαλασσινούς παραδείσους. Έτσι αρχίζω κι έτσι τελειώνω. Τελειώνω. Γράφω για μένα. Κάποια τα έσκισα, τα γκρέμισα, τα άφησα μισά. Κάποια τα ξεκίνησα λανθα

Μαύρος Κρίνος

Αφιέρωμα Ένα μικρό δείγμα από τα επαναστατικά μου ποιήματα στο πολιτικό - αντιεξουσιαστικό ιστολόγιο του Μαύρου Κρίνου. Το κίνημα του Μαύρου Κρίνου στοχεύει, μέσα από την ελευθερία του διαδικτύου, στην αφύπνιση των συνειδήσεων ενάντια στον φιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό. Ποίηση του Γιώργου Κόκκινου "ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥ"

Κι εγώ θα σ' αγαπάω κάθε μέρα...

Εικόνα
"...κι αν τα χείλη με δικάσουν θα τα φιλήσω πάλι και πάλι μέχρι να ματώσουν θα τα φιλώ κι ύστερα θα κολυμπήσω στον πύρινο εφιάλτη σου αρκεί να είμαι μαζί σου..." Γιώργος Σ. Κόκκινος από το Ημερολόγιο 2008 "Κι εγώ θα σ' αγαπάω κάθε μέρα..." των εκδόσεων Εμπειρία Εκδοτική που μόλις κυκλοφόρησε μεταξύ πολλών νέων, αλλά και γνωστών ποιητών ανθολογούνται οι εξής: Γιώργος Σ. Κόκκινος Ευτυχία Καπαρδέλη Τάσος Δενελάβας Τάσος Λειβαδίτης Στράτος Πολίτης Νέστορας Πουλάκος Αλέξανδρος Ακριτίδης Θοδωρής Βοριάς Γιώργος Σεφέρης Γιάννης Ρίτσος Κική Δημουλά Νικολέττα Παπατόλη Κώστας Καρυωτάκης Θανάσης Κ. Κωσταβάρας Μαρία Ψωμά Μαριγώ Αλεξοπούλου Γιώργος Χ. Παπαδάκης Στρατής Πασχάλης Νίκος Γκάτσος Οδυσσέας Ελύτης Αργύρης Χιόνης Μαρία Σκουρολιάκου Σπύρος Αραβανής Μηνάς Δημάκης Μαρία Πολυδούρη Ειρήνη Α. Ούτσικα Νίκος Καββαδίας Γιώργος Πήττας κ.α. Χρόνια τώρα, κάθε μέρα μας ξεκινά και μ’ ένα ποίημα για την αγάπη. Λόγια ερωτικά, λόγια μοναδ

Ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας

Εικόνα
Ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας ποιητάδες εξαίρετοι κι οι τρεις μιλούσαν κάποτε, για το κόκκινο το χρώμα ο Γερμανός λεγόταν Βολφ Ναζίμ ο Τούρκος και Γιάννη φώναζαν τον Έλληνα μιλούσαν κάποτε, για το κόκκινο το χώμα το κόκκινο, εκείνο του αγρού τα κόκκινα τα πέταλα της παπαρούνας το κόκκινο το αίμα που ξεχύθηκε την κόκκινη, τη ρόδινη καρδιά μας τα κόκκινα παντζούρια των σπιτιών για τα κόκκινα φανάρια των αστών και τις κόκκινες σημαίες των Εθνών μιλούσαν για το ΚΟΚΚΙΝΟ του αγώνα μ’ ένα στόμα, μια φωνή, κλαμένοι σα μια γερή και δυνατή γροθιά, ενωμένοι μιλούσαν για τις κόκκινες Ελπίδες μας ο Γιάννης, ο Βολφ, μα κι ο Ναζίμ υπήρξαν κάποτε κι οι τρεις φυλακισμένοι και με την ίδια τη ζωή ερωτευμένοι ο Γερμανός, ο Τούρκος και ο Έλληνας επαναστάτες ήσανε κι οι τρεις τρανοί ως ποιητάδες, μα κι αντάρτες μιλούσαν κάποτε, για ολάκερες τις κόκκινες μιλούσαν τότε, για του κόσμου τις αλήθειες. γιώργος_κ ~~~ Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο στο σημερινό φύλλο του Ριζοσπάστη: Γιάννης Ρίτσος, ο σύγχ
Notepad Spiral No 2 §15. ΠΟΣΟ ΓΑΛΑΖΙΟ, σκέφτομαι, σπατάλησες για να ξεφύγω το αίμα στις φλέβες μου; Τώρα φοβάμαι αυτόν ψεύτικο ουρανό κι αυτόν τον ψεύτικο ήλιο. Μια φυλλωσιά και λίγο φως θ’ αρκούσε. Μια φυλλωσιά και λίγο φως. Ό,τι ίσως περίσσευε απ’ όλο αυτό το κόκκινο στις φλέβες μου που ακόμη δεν μπορώ να το ξεφύγω. §16. ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΑΣΚΟΠΑ, εμποδίζεις μιαν ομίχλη ακόμη πιο άσκοπη: σχεδόν σιωπή ξεπαγιασμένη σε λόγια που προσπάθησαν να ζεσταθούν με μια αγκαλιά υγρή απελπισία. Είμαι η ρίζα σου, κρυώνω άσκοπα μέσα μου κι η νύχτα τριγυρίζει με δύσβατα όνειρα κι απόκρημνους ψιθύρους, τα σκοτεινά φυλλώματά σου. §17. ΑΝ μιαν ώρα από κείνες που ανήκουν το ίδιο στον θάνατο και στην ελευθερία, δραπέτευες πού θα κατέφευγες; Μπροστά εγώ αναίτιος σαν βράχος. Πίσω εγώ απρονόητος σαν νερό. Γύρω η ζωή σαν αλάτι σε πληγή. Και φως, ω, πόσο φως η φυλακή σου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Τρίτος Παγκόσμιος - Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ελευθερία

Δεν έχω λόγω να υπάρχω σ’ έναν κόσμο που δε με χρειάζεται δεν έχω λόγο να φωνάζω σε αυτιά που παραμένουν κλειστά και τη σημαία που κρατούσα μια ζωή την κομματιάζω αφού το σύστημα το ίδιο μ’ έχει κάνει ένα γρανάζι στα δικά του τα σκατά και τα λοιπά τα λόγια, περιττά άλλη φωνή πια δεν υπάρχει για να εκφράσω με το στόμα τη δική μου αλήθεια. Ελευθερία είναι να έχεις ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι και να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις ο,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα χωρίς να νιώθεις καμιά ενοχή για τίποτα χωρίς να λογοκρίνεις τον ίδιο τον εαυτό σου χωρίς να νιώθεις τύψεις για όσα έκανες ή απέφυγες να κάνεις ελευθερία είναι να γράφεις, όχι να σκέφτεσαι γιατί το ασυνείδητο λειτουργεί πολλές φορές ως σύμμαχος των ατομικών σου δικαιωμάτων. γιώργος_κ

Μια πανέμορφη νύχτα...

M ια φορά κι έναν καιρό , τα αστέρια του ουρανού, όλα τα αστέρια, συμφώνησαν με το φεγγάρι ν’ απλώσουν την μακρινή γοητεία τους στο στερέωμα για να χαρίσουν στη γη την πιο όμορφη νύχτα. Σκορπίστηκαν στα μαύρα πέπλα της , δημιούργησαν σχηματισμούς, άστραψαν με όλη τους τη δύναμη φεγγοβολώντας την πιο μαγευτική ασημί τους λάμψη στα μάτια του πλανήτη. Στη γη, τα πλάσματα αποκαμωμένα, απογοητευμένα, μια μέρα ακόμα πιο φθαρμένα, κινούσαν να βρουν τις φωλιές, τα καταφύγια, τα στρώματα και τα παγκάκια τους να κοιμηθούν τον ύπνο τους. Όμως εκείνη η νύχτα, ήταν μια νύχτα αλλιώτικη, πλανεύτρα, ξελογιάστρα, πανέμορφη, που στολισμένη τον πανέναστρο και φεγγαρολουσμένο θόλο της, έκλεψε απόψε τον ύπνο τους. Τα αστέρια χαμογελούσαν με την ευτυχία που απόψε θα πρόσφεραν δώρο στις ζωές εκεί πέρα…Κάποια χύθηκαν σε φωτεινή τροχιά για να γίνουν ευχές μα και φτάνοντας στη γη ν’ ακούσουν τι είχαν τα γήινα πλάσματα να πουν σ’ εκείνη τη νύχτα… Στην κορυφή ενός βουνού βρήκαν ένα λύκο να ουρλιάζει

Περσινό καλοκαίρι

Εικόνα
Σε θυμάμαι να τρέχεις να διασχίζεις τους δρόμους με βαλίτσες στους ώμους μια δερμάτινη τσάντα στο χέρι να χωρά η ζωή μου κι η δική σου επάνω μου πιάστηκε μα ξεστράτισε σε θυμάμαι να τρέχεις να μου κλείνεις το μάτι πονηρά και τα χείλη να σμίγουν με φιλιά σου τώρα ξέχασα, σε ξεπέρασα δε μου λείπει η φωνή των χειλιών η πνοή, δε μου λείπει τ’ άγγιγμα σου τ’ αθώο που ξυπνά και νεκρό, δε μου λείπει τώρα ξέχασα, δεν επέστρεψα ούτε σ’ ένα απ’ τα μέρη που οι δυο μας το γράψαμε μαύρο, περσινό καλοκαίρι χθεσινό μεσημέρι σε θυμάμαι να φεύγεις. γιώργος_κ

Σύλβια Οκαλιόβα - Σταυρακάκη

Εικόνα
Μια παρουσίαση του συγγραφικού της έργου από παρουσιάσεις του διαδικτύου Βιογραφικό σημείωμα - εργογραφία Η Σύλβια Οκαλιόβα γεννήθηκε στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας και σπούδασε δημοσιογραφία. Από το 1986 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Απασχολήθηκε συνολικά σε 25 διαφορετικές ειδικότητες ως υπάλληλος, ανάμεσά τους αυτή της δημοσιογραφίας, του φωτορεπόρτερ και του διερμηνέα. Έγραψε στα Ελληνικά το δοκίμιο «Ο καινούργιος άνθρωπος είναι βαθιά ερωτευμένος», το μυθιστόρημα «Την πρώτη φορά», το παιδικό μυθιστόρημα «Περιπέτειες στο φανταστικό κάστρο», το δοκίμιο «Ζάπινγκ σε ιδέες του μέλλοντος», ενώ μετέφρασε από τα Σλοβάκικα τα λαϊκά παραμύθια του τόπου καταγωγής της «Παραμύθια από τη Σλοβακία» και τέλος μετέφρασε προς τα Σλοβάκικα το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Σκιές». Έχει μια κόρη 19 ετών σήμερα που σπουδάζει κι εκείνη δημοσιογραφία σε Ελληνικό πανεπιστήμιο, ενώ η Σύλβια νιώθει πολίτης του κόσμου και δηλώνει Αριστερή. «Ο καινούργιος άνθρωπος είναι βαθιά ερωτευμένος» Εκδόσεις Δελφίνι, 1993

Μαρία

Εικόνα
Λοιπόν μη διαμαρτύρεσαι εσύ επέλεξες να κλείσεις τις οδούς της επικοινωνίας ανάμεσά μας φρούρια να πάρεις μια νυχτιά το δρόμο της φυγής να κλείσεις και τα μάτια να μην ακούς καμιά απ’ τις τελευταίες μου λέξεις ακόμα βγαίνει απ’ τα χείλη μου η αγάπη μα εσύ, μια κέρινη κούκλα, δε τη νιώθεις κι ο έρωτας, πουλί, που πια δε φτερουγίζει γιατί κοκάλωσες, τι να ‘χεις πάθει; δύναμη δεν έχω πια στα χείλη, μόνο για τ’ όνομά σου η Μαρία μου, η Μαρία μου Μαρία μου, Μαρία μου Μαρία, Μαρία, Μαρία, Μα .. κι άλλο κουράγιο δεν υπάρχει κι αντί να φέρεις το αθάνατο νερό στον πεθαμένο έρωτά σου, κοίτα ήπιες τ’ αμίλητο νερό και δεν προφέρεις λέξη κι ούτε ένας φθόγγος δε γεννιέται απ’ τη μιλιά σου που να ‘σαι τώρα αγαπημένη; σε ποια βιτρίνα, οι θνητοί, να ακουμπούν τα υπάρχοντά σου και του κορμιού που λάτρεψα, τα πλούσια τερτίπια ανάμεσά μας, φρόντισες, να εγκαταστήσεις σύνορα κι όμως τα σύνορα η αγάπη δε τα ξέρει πετά σαν άγριο πουλί πάνω απ’ τα σύρματα σαν την ψυχή μου που κρατάς φυλακισμένη λοιπόν μην απο
Notepad Spiral No 2 §12. ΑΠΕΧΘΑΝΕΣΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ εκτός από το άλλο που ήσουν πάντα πράσινα και γαλανά. Ανέχεσαι τα πάντα εκτός από το ανυποχώρητα μεγάλο που θα’ σαι όταν μείνω μοναχός. «Τι νόημα έχουν» -σαν να λες- «οι αποστάσεις, αν κάποτε δεν γίνεται να ελπίσεις δυο βήματα επιστροφή; Όταν η νύχτα απλώνεται μ’ εκατομμύρια πέτρες -τι σημασία έχει αν είναι φωτεινές- δεν έχει νόημα ο δρόμος, το λαχάνιασμα, ο ιδρώτας. Αν δεν καταρρεύσεις ένα δέντρο δροσιά, αν δεν απελπιστείς ένα ποτάμι δίψα, πώς θα υπάρξεις οδοιπόρος;» Ναι, αλλά δεν βγαίνει νόημα έτσι. Από καιρό τα όνειρά μου είναι φωτιές κι εγώ βαρέθηκα να τριγυρίζω το σκοτάδι. §13. ΚΙ Ο ΑΕΤΟΣ στα ορεινά φτερά του ελπίζει ένα τέλος πεδινό. Κουρνιάζει στη φωλιά του κι απορεί βαθιά στο βλέμμα του πώς στέρεψε η πηγή τόσων ανέμων το ακάματο ξερόχορτο ποιο πρόβατο θ’ αναπολεί σε βράχο μηρυκαστικό και ύψος χλοερό; Με ορεινά φτερά ζεσταίνει ο αετός την άπνοια της πληγής του. Δεν είσαι εσύ ο κυνηγός; Ελέησέ με την φτερούγα ενός απόκρημνου θανάτου.

Η ζωή μας

Εικόνα
Η ζωή μας είναι, ένα μπουκάλι με πετρέλαιο που το πίνουμε γουλιά-γουλιά τις νύχτες, με πασατέμπο στάλα τη στάλα το πίνουμε, στο μπαλκόνι μονάχοι κοιτάζοντας τα νυχτοπούλια στο ύπαιθρο κι ύστερα δίνουμε μια, με τον αναπτήρα και του βάζουμε φωτιά να γίνει πυροτέχνημα η ζωή μας είναι ένα ρέμα δίχως τρεχούμενο νερό ένα ξερό ποτάμι είναι η ζωή, που τρέχει ο αγέρας εκεί που κατουράνε ζώα είναι η ψυχή μας εκεί που αυτοκτονούνε οι αυτόχειρες παρθένοι εκεί που μόλις πέσει ο ήλιος ανάποδα μαζεύονται τα σκουπιδιάρικα αντάμα με τ’ αποφάγια, απ’ τα πλουσιόσπιτα των Αθηνών εκεί κοιμόμαστε και ξυπνάμε κι ονειρευόμαστε εκεί μαθαίνουμε για τον έρωτα, μέσα σε γκρεμούς που με την πρώτη στραβοτιμονιά μας φεύγει το τιμόνι απ’ τα χέρια και πέφτουμε, ολοένα πέφτουμε η ζωή μας ειν’ ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητο που καρφώνεται απάνω σε μια μάντρα με περικοκλάδες που καρφώνεται στα σίδερα της Εθνικής και γίνονται ένα με τον άνθρωπο μέσα στα αίματα είναι πάντα η ζωή μας σε διαδρόμους νοσοκομείων, ανάμεσα στα ρά

Επανάσταση λόγου η blogologia

Διαβάζω στον Old boy ότι το καλύτερο αντικαταθληπτικό είναι ο νους. Τώρα λοιπόν κατάλαβα γιατί σκέφτομαι με τις ώρες. Φιλοσοφώ. Καταλάβετε. Δεν διαβάζω άχριστα φιλοσοφικά κατασκευάσματα άλλων, σκέφτομαι. Έχω σκεφτεί ένα σωρό καλά πράγματα. Και είμαι καλά. Κάποια στιγμή θα γίνουν η Συνέχεια του έργου μου. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ. Και να γράφω. η ανθρωπότητα περνάει το κατόφλη από το μύθο στον λόγο ως Όλον. Επιτέλους ξέρουν ΌΛΟΙ όχι μόνο τη γραφή αλλά το να γράφουν αυτό που σκέφτονται. Πόσα χιλιάδες blog? Αυξάνονται με γεωμετρική ταχύτητα. Η ποσότητα περνάει σε νέα ποιότητα. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ το λεει η διαλεκτική. Τι γράφουν στην Αφρική...;

Το νέο Σύμβολον του φραπέ

Εικόνα
εκ της σημερινής Ελευθεροτυπίας Πιστεύω εις έναν φραπέ, αφρώδη, παγοκράτορα, ρουφηχτόν εκ καλάμου σπαστής, εις στομάχους πάντων ερριμμένον. Και εις εν αφρόγαλα, λευκόν, πηχτόν, του καφέ συνοδόν, και λιπογενές το διά τον καφέ ποιηθέντα προ πάντων καπουτσίνο. Milk εκ βοός, αφρόν αληθινόν, εκ μίξερος ηλεκτρικού χτυπηθέντα, ου γεννηθέντα, ομοχρήσιμου του φραπέ δι' ου το όμμα ορθάνοιξε. Τον δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν εργασίαν φυτρωθέντα εκ καφεοδένδρων και μαζευθέντα εξ άρρενος εργάτου και ηγοράσθη εξ εταιρείας και εσυσκευάσθη. Αγορασθέντα τε υπό ημών εντός μικρής σακουλίτσας ή κουτιού ή βαζακίου Και ετοιμάσθη κατά τας πρώτας ώρας τας πρωινάς. Και εισέπεσε εντός ποτηρίου και εζαχαρώθη εκ κουταλιάς τού γλυκού. Και πάλιν άφρισε μετά δόξης τσίτα κάνων κοιμητούς ώστε χουζουρίου έλθη το τέλος. Και εις το ρεύμα το πάγιον, το χρήσιμον, το μιξεροκινόν, το εκ της δεής παραγόμενον το συν ψυγείου και θηκών συνεργαζόμενον, ώστε παρασκευαζόμενον, παγακίων και υδάτων ψυχρών. Εις