Κύκλοι με το διαβήτη
Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα. Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας. Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα και έκαναν πάρτι ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Τροφοδοτούσαν το χαρτί με λέξεις απόγνωσης, γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι αλήθειες μου. Οργή, θυμός, αγανάκτηση. Αποτύπωνα τη μοναξιά, σαν ένα πόδι έτοιμο να με συνθλίψει στο επόμενο βήμα. Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες, πριν ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις, διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το ανέφικτο της απεραντοσύνης. Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου, κι αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες, ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν αντιληπτές, ούτε από κανέναν. Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να σ’ αντικαταστήσει. Μα κι αν ακόμα με είχες μελετήσει καλά, θα έβλεπες πως το τελευταίο πράγμα για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μο...