Ο καρπός της αφθαρσίας
Στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες φτερά μου έδωσες για να πετάω κι ύστερα πήρες ανυπέρβλητο ψαλίδι, τα ψαλίδισες που πάω άραγε; ποιος να ‘μαι; που πατώ; νεράιδα ή του βάλτου ξωτικό ιπτάμενο ζουζούνι που πετά ελεύθερο ανάμεσα στα μάτια σου; που πάω άραγε; πήρες του κόσμου το πι’ ωραίο πρωινό και το νανούρισες σαν ένα κάτασπρο της Άνοιξης, χαρούμενο λουλούδι γαλάζιο μενταγιόν, τραγούδι του έρωτα που τ’ άλλαξες σκοπό τι είσαι τελικά; μια μάγισσα, Θεά, γυναίκα π’ αγαπά πιστά αράχνη που υφαίνει έναν ιστό για τον επόμενο άγγελό της; στα μάτια, τα μαλλιά, στα χείλη στα χέρια τα λευκά της βρήκα τη γαλήνη τι πόθος; τι χαμόγελο; τι δάκρυ; το ψέμα ένα πρωτάκουστο αιχμηρό αγκάθι κι η αγάπη μου, την έμαθες μισή δέκα πληγές οι δέκα μνήμες και των χεριών τα δάχτυλά σου δέκα μ’ απόμειναν ζωές και τριακόσιες μέρες μακριά σου χίλιες φορές οι μοναξιές, πονούν λιγότερο του χωρισμού κι όσο περνούν οι μέρες, μένεις να ξεχνιέσαι με τα λουσμένα, ψεύτικα, μαχαίρια των χειλιών ....... στα πιο ψηλά του κόσμου...