Αναρτήσεις

Προσευχή

Εικόνα
Όπως πέρναγε ένα τρένο πλάι ξυστά απ’ την πληγή μου κάπου έπεσε ένα αστέρι και μου πήρε τη ζωή κι είχα όνειρο που κάρφωσα στο βάθος, την ψυχή μου στ’ ασπρισμένο μου μπαλκόνι να το έχω προσευχή προσκυνάω σταυρωτά τα φιλιά που με κεράσαν τους καημούς κι όλες τις πίκρες τα ‘χω βάλει στη σειρά έχω όπλο το κουράγιο, τους εχθρούς να πολεμήσουν που με λόγια μ’ αποπήραν. Θε μου πόση ειν’ η χαρά δε μου έμεινε η φωνή να μιλήσω μ’ ένα γράμμα να φωνάζω σ’ αγαπάω ή να βρίζω ο,τι φθονώ στ’ ασημένια βλέφαρά μου φυλαχτό να σε φυλάω σα σκοπός σ’ ένα καμιόνι που του έβαλε φωτιά είμαι φταίχτης, είμαι ψεύτης, ειμ’ απάνθρωπος που κλαίω λίγο άνθρωπος να ήμουν, θα σε είχα στη γωνιά με μαστίγιο το κορμί σου κάθε ώρα να χτυπάω και με λόγια που τσακίζουν των χειλιών σου τα οστά Θε μου πόσο το ‘χα σφίξει μες στα χέρια μου σα σφαίρα σα μια Γη που ‘χα τυλίξει τ’ οξυγόνο γι’ αγκαλιά και στα μάτια τη φιλούσα, ξημερώνει, καλημέρα Θε μου πόσο είχα λατρέψει έναν κόσμο στα κρυφά τώρα μένει να θυμίζει ένα σύννεφο τη μέρα
Εικόνα
ΑΣΜΑ ΔΙΠΛΟ ΜΕ ΠΑΓΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση στα κλάματά τους. Δεν είπα: «Ρ’ άντε κάν’τε όλοι στην πάντα!» Δεν τσίνησα για την ξύλινη πίστα, για τα λουλούδια που έπεφταν βροχή -να μην βλέπω ούτε το πρώτο τραπέζι- κι ο σκούπας να κοιτάζει τον κώλο της λουλουδούς, ο ηλεκτρολόγος, το καθίκι, να έχει χάσει το παιχνίδι: πίσσα σκοτάδι, Λυσσιατρείο το κατάστημα... Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση κι όταν άναψαν τα φώτα βρέθηκα σαν τον φιστικά πάνω στην πίστα: πουκάμισα, γραβάτα, σακάκι ένα κουβάρι, τα παπούτσια μαντάρα μες στις λάσπες... Του Άδη το περίγελο κατάντησα, λεχρίτες! ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Ο καρπός της αφθαρσίας

Εικόνα
Στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες φτερά μου έδωσες για να πετάω κι ύστερα πήρες ανυπέρβλητο ψαλίδι, τα ψαλίδισες που πάω άραγε; ποιος να ‘μαι; που πατώ; νεράιδα ή του βάλτου ξωτικό ιπτάμενο ζουζούνι που πετά ελεύθερο ανάμεσα στα μάτια σου; που πάω άραγε; πήρες του κόσμου το πι’ ωραίο πρωινό και το νανούρισες σαν ένα κάτασπρο της Άνοιξης, χαρούμενο λουλούδι γαλάζιο μενταγιόν, τραγούδι του έρωτα που τ’ άλλαξες σκοπό τι είσαι τελικά; μια μάγισσα, Θεά, γυναίκα π’ αγαπά πιστά αράχνη που υφαίνει έναν ιστό για τον επόμενο άγγελό της; στα μάτια, τα μαλλιά, στα χείλη στα χέρια τα λευκά της βρήκα τη γαλήνη τι πόθος; τι χαμόγελο; τι δάκρυ; το ψέμα ένα πρωτάκουστο αιχμηρό αγκάθι κι η αγάπη μου, την έμαθες μισή δέκα πληγές οι δέκα μνήμες και των χεριών τα δάχτυλά σου δέκα μ’ απόμειναν ζωές και τριακόσιες μέρες μακριά σου χίλιες φορές οι μοναξιές, πονούν λιγότερο του χωρισμού κι όσο περνούν οι μέρες, μένεις να ξεχνιέσαι με τα λουσμένα, ψεύτικα, μαχαίρια των χειλιών ....... στα πιο ψηλά του κόσμου
Εικόνα
ΥΠΟΘΗΚΗ Επειδή το τέλος πάντα θα φυλάει τα σταυροδρόμια και θα ’ρχεται απρόσκλητος ο άρχοντας του χάους, κι ένα λιθάρι ασήμαντο με τη μορφή φιδιού, θα έρπει όλα τα πλάσματα, για χάρη του αδίστακτου ως άνω των πλασμάτων, ένα βαθύτατο καράβι να ετοιμάσεις· τον πληγωμένο άνθρωπο, που έχει ανάγκη ανθρώπου να φορτώσεις και την προστάτιδα ψυχή ονείρων και προσδοκιών, ελπίδας πάσης, την παρθένα που δέχεται το βάρος του κόσμου όλου, την παρθένα, που ταξιδεύει απ’ την αρχή προς την αρχή˙ και ν’ ανοιχτείς δίχως φόβο, με πάθος. Έτσι άρχισε ο κόσμος. Έτσι θ’ αρχίζει πάντα. Στη μέση του ωκεανού, οφείλεις να ξυπνήσεις, να θυμηθείς πως ήσουνα νεκρός μες στην καρδιά σου, πριν πνιγείς στο δρόμο για το φως. Αλάτι και μέταλλο λιωμένο ν’ ανασάνεις στο καμίνι του γαλάζιου, να ξεχάσεις, να ξεχάσεις αυτόν που ισχυρίζεται πως είναι ο κόσμος λίγος, και είναι ο κόσμος σκοτεινός, κακός, κι αυτόν που βρίσκεται στον κόσμο, αλλά δεν είναι κόσμος, αυτόν που λέει πως θα σωθεί και φεύγει από τον κόσμο και τα πράγματα,

Zero+: Περα απο το καλο και το κακο.

Zero+: Περα απο το καλο και το κακο.

Η καρφωμένη προσευχή

Εικόνα
Ξεκίνησα μιαν ώρα για ένα μακρύ ταξίδι πιο μακριά να φτάσω απ’ τη δική μου Ιθάκη εφόδια δεν κράταγα στους ώμους, μήτε στις τσέπες μου ψωμί αγάπη είχα φορτώσει τις βαλίτσες μου λατρεία απ’ τη λατρεία μου, στο κόκκινο δισάκι τεράστια τ’ αποθέματα υπομονής κι ελπίδας μες στα σπλάχνα μου κομμάτια εφημερίδας μες στις τσέπες που λέγανε για μια χαμένη αγάπη, που άργησε να ‘ρθει ο δρόμος που περπάτησα, χιλιόμετρα με ορθάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά να μη τον χάσω κι όπου έβρισκα μικρές τριανταφυλλιές προσκύναγα το χώμα τους, κάνοντας μιαν ευχή να φτάσω μ’ όση δύναμη μου απόμεινε τα μάτια σου θα έμοιαζα, αλλοτινούς καιρούς, σαν κυνηγός πολύτιμων κι αστραφτερών πλασμάτων που όμοια τους δεν γέννησε η γη μες στους καιρούς σαν ένας κλέφτης διαμαντιών στο όρος του Καυκάσου εκεί που είναι αδύνατο να βρεις τριανταφυλλιές τα πέταλα συνέλεγα μ’ αγάπη ένα προς ένα τα φύλασσα σ’ ένα πουγγί πιο ροζ κι από τα χείλη σου πιο κόκκινα λουλούδια κι απ’ το αίμα του κορμιού σου πιο πορφυρά κι απ’ τα φιλιά που μ’ έ
Εικόνα
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ Χειροκροτούν οι μαϊμούδες -οι φιλελεύθερες μαϊμούδες οι μαϊμούδες που ονειρεύονταν γύπες, όταν ήταν σκουλήκια- χειροκροτούν τον πίθηκο, τον μεγάλο μεταβιομηχανικό πίθηκο, τον πίθηκο που κλαίει τα βράδια και λέει: «Γιατί όχι αετός;» [...ο αετός... Αχ ο αετός! η θύελλα των φτερών του, το φως του ήλιου στα νύχια του κι ο ουρανός να βγάζει τραπέζια πλάι στο ρέμα -στη δροσιά- κι αν δεν βρει πλατάνι το ποτάμι δεν πηγαίνει στη φωλιά του ο αετός, ώσπου να γίνει βροχή!] Χειροκροτούν οι μαϊμούδες. Μαϊμούδες οι άνθρωποι και οι μαϊμούδες στον καθρέφτη ενός θεού που βλέπει τον θεό να βλέπει τον θεό στον καθρέφτη του μεγάλου πιθήκου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Εικόνα
Ο ΔΕ ΙΗΣΟΥΣ ΕΛΕΓΕΝ... Συγχώρεσέ τους, Πορφυρέ, με τη μεγάλη δύση των βουνών σου. Νεκρώνονται κατάσπλαχνα, όταν χιμούν σε σπλάχνα άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να ξαποστάσουν νικητές στον όλεθρό τους. Καθένας ζει πολλούς νεκρούς, για να μην θάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Δροσερέ, με το βαθύ γαλάζιο των νερών σου. Ξεσχίζονται κατάσαρκα, όταν χιμούν στις σάρκες άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να αιμορραγήσουν στα πεδία των ονείρων. Καθένας ξενυχτάει πολλούς νεκρούς, για να μην κλάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Ανθηρέ, με τον μεγάλο ίσκιο των δασών σου. Από τη μάχη των εμπόρων, κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Νεκρό το θύμα και ο θύτης δυο ζωντανές φορές νεκρός. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΗΓΕ ΝΑ ΞΑΡΑΧΝΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΑΔΗ Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2008, στις 1 το μεσημέρι, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της –μια χούφτα ανάσα κι ένα κάρβουνο ψυχή- για τον Άδη η Καλομοίρα Μωραΐτη, η γυναίκα που –ως μητέρα της μητρός μου- με μεγάλωσε και με δίδαξε ζωή και γνήσιο λαϊκό λόγο, στον οποίο διέθετε έμφυτο ταλέντο. Η Καλομοίρα γεννήθηκε το 1914 στο Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας, μεγάλωσε στα παραδείσια Βουρλά, και ήρθε στην Ελλάδα το 1922, με ματωμένα πόδια από το αίμα των «συνωστισμένων» στο λιμάνι της Σμύρνης. Από τρυφερή ηλικία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός σε ανθρώπους που την σεβάστηκαν ως προσωπικότητα, άσχετα από την ιδεολογία της και τις ιδεολογίες τους: ο δικτάτορας Πάγκαλος, ο συνδικαλιστής Λάσκαρης και ο υπουργός γιος του, ο βιομήχανος Στεφανούρης. Η Καλομοίρα αγάπησε και παντρεύτηκε τον τεταρτοδιεθνιστή Αλέξανδρο Μωραΐτη, τον οποίο έχασε υπό τραγικές συνθήκες, στα 1944, από χέρι κατακτητή. Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή της στην εργασία και την ανατροφή του παιδιού της, των παιδιών των σ
Εικόνα
ΕΠΙΣΤΟΛΗ (Ο Άβγαρος, τοπάρχης του Ουχάμα, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ.) Η νύχτα του κόσμου διαρκεί ακόμα, και στο βάθος τα ίδια πράγματα συμβαίνουν. Ένας μικρός αριθμός εθνών διεκδικεί το θέαμα μιας αυγής που θα φωτίσει όσα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια επιτρέπει η διαστροφή της γης (να βγαίνει ξαφνικά απ’ την απάθειά της με κωνοφόρα ξεσπάσματα και πέτρινες απειλές). Το τοπίο τής απληστίας μας παραείναι σκοτεινό για ν’ αντέξει την αλαζονεία μιας πόλης που δεν διαθέτει μεγάλα δημόσια κτίρια (όπως θέατρα, ναούς, λουτρά). Όμως επιδαψιλεύουμε στους εαυτούς μας το συνωστισμό μιας τακτικής λατρείας και γύρω η γη -σε απόσταση όχι ευκαταφρόνητη- είναι πράσινη, πλούσια σε πηγές, σκεπασμένη με δέντρα, γλυκιά και τρυφερή. Σαν να λέμε, δεν λείπουν οι ευκαιρίες για μοναχικούς περιπάτους (πληρωμένους από το νόμιμο σύζυγο πάντα) για ρεμβασμούς που καταλήγουν σε φιλοσοφικές μονογραφίες χωρίς πραγματικό αντικείμενο, προεξοφλημένες από έκδοτες χωρίς πραγματικό κο
Εικόνα
ΑΜΛΕΤ «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σου λέξη τώρα σωπαίνει χίλιες λέξεις. Μάταια σκέφτεσαι, μάταια ψάχνεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Ο κόσμος δεν είναι πια αντικείμενο μελέτης· είναι αποτέλεσμα μελέτης. Δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι απ’ τον φονιά ούτε το φως απ’ το μαχαίρι. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σιωπή σου τώρα χίλιες σιωπές φωνάζει. Μάταια σωπαίνεις, μάταια κρύβεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Η ζωή δεν είναι πια σπουδή θανάτου· είναι πτυχίο θανάτου. Δεν ξεχωρίζεις τον άνθρωπο απ’ το κάθαρμα ούτε το σώμα από το πτώμα. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες, προόδευσες. Η νύχτα έχει γεμίσει παλιάτσους που υποδύονται τον πρίγκιπα, κρατώντας το καύκαλό σου και, τη μέρα, περισσεύεις», είπα. Κι αυτός: «Ανόητε, δειλέ, τι θέλεις με τα χώματα; Το ύψος είναι τέχνη των ανέμων». ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Σκέψεις ενός φοβισμένου μυαλού.

Νόμιζα μπορώ ν' αντέξω την απόσταση, και να ξεπεράσω όλα τα εμπόδια του εαυτού μου. Να νικάω τους φόβους μου, και για μια φορά στη ζωή μου να αφεθώ. Παγιδευμένη σε όχι και μη, σε πρέπει και μη που πάντα ήθελαν οι άλλοι, γιατί εγώ η ίδια φοβόμουν να αφεθώ. Δεν ξέρω γιατί.. Ίσως γιατί πληγώθηκα πολύ και πάλεψα πολύ για να το ξεπεράσω. Φοβήθηκα το πράσινο φως να σου ανάψω μήπως και δεν το δεις. Φοβάμαι και δεν το κρύβω και ούτε ντρέπομαι να το πω. Φοβάμαι πως τα χιλιόμετρα θα σε πάρουν μακριά μου. Ο Καζαντζίδης είπε σε ένα τραγούδι: " ότι αγαπώ εγώ πεθαίνει..". Νομίζω ότι κι εγώ κάπως έτσι νιώθω. Σε ευχαριστώ όχι γιατί ήρθες στη ζωη μου, αλλά γιατί με έκανες να αφεθώ και να είμαι εγώ. Μαρία Σ. @ 16/4/2008
Εικόνα
ΕΤΣΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΙ Ένας ανώτερος υπάλληλος κατέβηκε πρωί πρωί με το ασανσέρ στο θυρωρείο της πολυκατοικίας όπου έμενε· κι ετοιμαζόταν να βγει στον δρόμο να πάει στη δουλειά του, να δουλέψει σκληρά, όταν άκουσε τύμπανα. «Τι είναι αυτά τα τύμπανα;» ρώτησε τον θυρωρό. «Δίνουν τον ρυθμό στους κωπηλάτες, φυσικά!» απάντησε ο θυρωρός. Ο ανώτερος υπάλληλος τον κοίταξε καχύποπτα. «Τον έξυπνο μου κάνεις;» του είπε. «Αν δεν σου αρέσει η δουλειά σου, παραιτήσου! Όμως μην κοροϊδεύεις τους ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά, όλη μέρα!» Και βγήκε έξω κι έπεσε στο νερό και πνίγηκε. Καλά να πάθει! ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Πατρίδα

Εικόνα
Είναι Σαββάτο, ξημερώνει Κυριακή η Κυριακή είναι γιορτή για τους βαθιά ερωτευμένους εμείς τη ζήσαμε μια ημέρα σαν αυτή και τα όνειρά μας βάλαμε στις στάχτες να καούνε ξέρεις πια σήμερα δεν κατοικεί η αγάπη μέσα μου ετούτη η ώρα που μιλώ, μόνο γιορτή δεν είναι πάνε πια τώρα, όλοι οι μήνες μας περάσανε και μια καινούργια αγκαλιά αποζητούνε η φλόγα μου έσβησε, τα μάτια μου κλειστά κι ούτε ζητώ να ματαειδώ τα μάτια σου ξέρω δεν άλλαξαν, θα ‘ναι το ίδιο καστανά δυο περιστέρια καφετιά που πέταξαν και φτερουγίζουν σ’ άλλη χώρα η αγάπη έσβησε Μαρία, όπως σβήνει μια φωτιά πάει καιρός που μες στα χέρια σου μεγάλωνα κι αν μου ‘χει μείνει λίγη ακόμα φτωχική αγάπη είναι για εκείνο το λουλούδι που αφήσαμε να μαραθεί στο τραπεζάκι, απ’ τα φιλιά όχι, δε στέρεψε το δάκρυ ακόμα, όχι για τα φιλιά σου κλαίω, για τα μάτια σου που χάθηκαν εγώ τ’ αγάπησα μεγάλα, γελαστά κι ας κλείσαν εγώ αγάπησα και των χειλιών σου το φιλί κι η αγκαλιά σου η ζεστή, που να ‘ναι τώρα; πάει καιρός Μαρία, που έφυγε η ζωή κι απ’
Εικόνα
ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ «Οι παπάδες κι αν είναι ομπρέλες!» μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του. Τα έπιπλα κοιτάχτηκαν απορημένα. «Δηλαδή, εγώ είμαι εκκλησία!» είπε η ντουλάπα. «Μπα, είσαι πολύ νέα», είπε το κρεβάτι. «Πρέπει να μεγαλώσει μια ντουλάπα για να γίνει εκκλησία;» ρώτησε η ντουλάπα. «Όχι, πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να μπορεί να βγάζει ανόητα συμπεράσματα από τα λόγια ενός παιδιού», είπε το κρεβάτι. «Δεν ξαναμιλάω!» είπε η ντουλάπα. «Τα κρεβάτια κι αν είναι παπάδες!» μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

εριννύες

σκοτεινιάζει ο ορίζοντας μαβιά τα σύννεφα κρέμοναι ακουμπούν πάνω στα έλατα στολίζουν σταγόνες πάνω στα κύμματα μην βγής από εκεί...άκου τις εριννύες φωνάζουν....στάσου εδώ προφυλάξου βαριά στην λάσπη σέρνει τα πόδια βγάλε με... ζέστανε την ανάσα μου θέλω να ζήσω κρύψε με ανάμεσα στα δέντρα.... εκεί που ερωτοτροπεί ο σπίνος Ελπίδα

Παρουσίαση νέου βιβλίου

Οι Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ και το βιβλιοπωλείο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ (Πανεπιστημίου 17, τηλ.: 210 32 58 440) σας προσκαλούν στην πρώτη παρουσίαση του νέου βιβλίου της Πασχαλίας Τραυλού Φτερά από μετάξι την Τετάρτη 26 Μαρτίου στις 6:30 μ.μ. Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι: Αναστασία Καλλιοντζή, συγγραφέας, και Γιώργος Χασάπογλου, θεατρικός συγγραφέας. Αποσπάσματα θα διαβάσει ο ηθοποιός Αυγουστίνος Ρεμούνδος. Με εκτίμηση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Τατοΐου 121 & Σπ. Μερκούρη 1, 14452 Μεταμόρφωση Τηλ.: 2102804800 Fax: 2102819550 E-mail: info@psichogios.gr www.psichogios.gr

Tου βασιλιά ο γιος

Εικόνα
Εκίνησε μικρός και γίνηκε ο μεγάλος σα μίκρυνε τα δύσκολα και τα ‘καμε αστεία κοιτάτε ορμή! του βασιλιά ο γιος στο χρήμα λέει όχι, στην αγάπη δίνει αξία και μια και δυο και δεκαδυό, τον βάλαμε για αρχηγό περπάταγε και κάλπαζε, τον κόσμο όλο άλλαζε και μια και δυο και δεκατρείς, ποια αγάπη πρίγκιπα να βρεις; κορίτσι ένα αγάπησες και την καρδιά του ράγισες συνάντησε στα πέρατα, του κόσμου όλα τα τέρατα με δυο σπαθιά, μ’ ένα λοστό και μ’ ένα ρόδο φυλαχτό ξεσπάθωσε τα τέρατα, που διέταζαν αγέρωχα με δυο σπαθιά, μ’ ένα λοστό, τον πήραν όλοι για τρελό και μια και δυο και δεκαδυό, τον βάλαμε για αρχηγό περπάταγε και κάλπαζε, τον κόσμο όλο άλλαζε και μια και δυο και δεκατρείς, ποια αγάπη πρίγκιπα να βρεις; κορίτσι ένα αγάπησες και την καρδιά του ράγισες εκίνησε μικρός και γίνηκε ένας άλλος τη δόλια αγαπημένη του, δεν πρόλαβε να σώσει κοιτάτε οργή! του βασιλιά ο γιος στο χρήμα λέει όχι, στην αγάπη όση-όση και μια και δυο και δεκαδυό, απέμεινε έρμο κι ορφανό κι ας σκότωσε τα τέρατα, στου κόσμου

Το νησί της καθαρής καρδιάς

Εικόνα
Άμμος ανάμεσα στους σκιώδες γκρι βράχους που κολάζουν κοχύλια περιμένει τη θάλασσα. Έρχεται ακριβώς ξέρει την κατεύθυνση της διαισθάνεται που κυματίζονταν παφλάζω Οι γλάροι ορμώντας κάθετα στα οράματα θυράματα επίσης. Olla Kommend-Soentgerath μετάφραση Πανόπτης

Poem Animation

Η θεμελίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή

Εικόνα
Σε ξέρω και μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα μόνος σου. Όταν με χρειαστείς, θα είμαι δίπλα σου. Θα είμαι πάντα διαθέσιμος για σένα. Θα σε βοηθήσω μόνο, όταν μου το ζητήσεις και σε πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις.

Περιοδικό Οδός Πανός - Τεύχος 140 του 2008

Εικόνα
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τ. 140 (νέο τεύχος, σε όλα τα περίπτερα!) ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2008 Τιμή 10 Ευρώ Αφιέρωμα στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, με CD όπου η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη επιλέγει και διαβάζει Τάσο Λειβαδίτη, ενώ απαγγέλλει ένα ποίημά του και ο ίδιος ο ποιητής.

Διάφανες ψυχές

Εικόνα
Μη με ζητάς, δε θα με βρεις δε θα με βρεις καρδιά μου εγώ ειμ’ ο έρωτας που πέρασε απ’ την πόρτα σου και πάει τώρα σπασμένη μια ψυχή σ’ αναζητάει μα εσύ δε βλέπεις απ’ τις διάφανες ψυχές άσε τα μάτια σου στραμμένα στον πουνέντε φυσάει ο άνεμος, ραγίζουν οι καρδιές πιο μακριά, πιο μακριά ταξίδεψέ με να δεις τα σύννεφα που βγάζουνε φωτιές μη με ζητάς, δε θα με βρεις δε θα με βρεις καρδιά μου παραμονεύουν στο κατόπι μαστροποί κυκλώνες, θύελλες τούτη η θάλασσα που σμίξαμε έχει κρατήσει στον αφρό τα όνειρα που πνίξαμε παραμονεύουν στη στεριά οι καρχαρίες και αστακοί που οι δαγκάνες τους μας κόψανε σχίσαν τον έρωτα μπλεγμένες ιστορίες κι από τα δίχτυα οι αγάπες μας ματώσανε σβήσε απ’ τη μνήμη κάθε ελπίδα που γεννήθηκε στην τελική, ριξ’ ένα σάλτο, σκότωσέ τη η ευτυχία ήταν ψέμα όση χαρήκαμε βάλε μαχαίρι στο λαιμό και λάβωσέ τη μη με ζητάς, δε θα με βρεις δε θα με βρεις καρδιά μου σβήσε απ’ το πρόσωπο το δάκρυ και τα λάθη μας κι απ’ την αρχή, χτισ’ ένα κάστρο ν’ αναβαίνεις είσαι πριγκίπισσα κα

Μ' έλιωσες

Εικόνα
Ζήτησες να σου γράψω ένα ποίημα μα δεν ξέρω να γράφω ποιήματα, μιλάω αλήθειες κι όλα αυτά που έγραφα κι έγραφα κι έγραφα τα ‘κλεισα σ’ ένα τσουβάλι και έγραψα απ’ έξω “στην αγάπη, όταν έρθει, να τα βρει όπως τ’ άφησα” ντυμένη στα ροζ, ντυμένος στα ροζ, σε περίμενα μαζί θα διαβάσουμε τα μαθήματα, να περάσουμε την τάξη “Βασικές αρχές μιας ερωτικής αρμονικής συμβίωσης” “Πίστη και λατρεία στη ζωή ενός άντρα και μιας γυναίκας” “Στοιχεία ερωτικών απωθημένων σε μια σεξουαλική σχέση” μ’ έλιωσες απ’ την πρώτη σου λέξη σαν παγωτό ξυλάκι με άρωμα τριαντάφυλλο σ’ ένα παγκάκι της Άνοιξης, το ζεστό Φλεβάρη δείξε μου τι φοράς κάτω απ’ το κορμί σου τις νύχτες που κυλάνε τα δάκρυα στα χείλη σου άσε με ν’ ακουμπήσω τα χέρια να γιατρέψω τους αλλεπάλληλους οργασμούς σου τώρα που η ζωή μας ανήκει, κορίτσι της Άνοιξης τώρα που παίρνουν φωτιά, τα όνειρα της ευτυχίας κι όλα αυτά που έγραφα κι έγραφα κι έγραφα παρ’ τα, δικά σου είναι, στα χαρίζω με την αγάπη μου για να μάθεις τι κρύβει το πρόσωπό μου όταν με φ

Ήρθε η Άνοιξη

Εικόνα
Να μη μιλήσω απόψε για το θάνατο για τη ζωή να πω, ν’ αλλάξει η μέρα μη σας κουράζω για τ’ αθάνατο νερό που πίνει ο χάρος για να ζήσει μήτε για τις ψυχές, τις άφθαρτες που τρέχουνε γυμνές στην ανθρωπότητα εμείς αγάπη μου, ούτε μι’ αχτίδα μίσους μήτε μια κίτρινη του ήλιου, γελασμένη πως θα ζήσει σε μια νυχτιά, θα δεις, θα την αλλάξει είτε ο θάνατος, είτε ο έρωτας που πέταξε είτε ο έρωτας που γίνηκε αθάνατος στην πτήση σήμερα πέταξε μπροστά μου ένα χελιδόνι που ‘χε τυλίξει όλο το θάνατο στην πλάτη μαύρη μαυρίλα, πίσσα και σκοτάδι ούτε η αγάπη, αγάπη μου, να το κρατήσει μη σιγολιώνει κάθε μέρα όπως περνάει πρέπει να σχίσω τα βουνά, τα υψώματα ν’ ανοίξω σήραγγες στον Άδη πρέπει να τρέξω, σχίζοντας τις θάλασσες να βρω στα μάτια σου τη χάρη να πάρω χρώμα απ’ το δικό σου το σημάδι που ‘ναι ντυμένο το κορμί και οι αξίες σου όσο μακριά είναι τα σύννεφα για να πετάξω τόσο μακριά θέλω από ‘δω, αγάπη μου να φτάσω πιο μακριά κι από τα σίδερα που φυλακίζεις την καρδιά σου μα ήρθε η Άνοιξη, ζωή μου,

Οι πριγκίπισσες τελείωσαν στη γη

Εικόνα
Μια ιστορία θα σας πω που μοιάζει παραμύθι μα ετούτη η αφήγηση λες γίνηκε στ’ αλήθεια πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα με πάθος κι αυτός που την αγάπησε, την άφησε να φύγει στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους εκείνος ομορφόπαιδο, δεν είχε αγάπη άλλη κι εκείνη ως πριγκίπισσα, αμόλυντη κι αγνή στα μάτια κοιταχτήκανε και δώσανε το λόγο πως θα ‘ναι ο ένας πάντα πλάι στον άλλο στη ζωή κι ευθύς τ’ αποφασίσανε να γίνουνε ζευγάρι ανδρόγυνο σε μια εκκλησιά, την πιο ερημική γεμίσανε την πλάση και τον ήλιο, το φεγγάρι φιλιά, αγκαλιές και στίχους που τους γράφανε μαζί τον κόσμο όλο γυρίσανε μ’ ένα παλιό αμάξι που φάνταζε σαν άμαξα με άλογα, χρυσή για κοίτα πως αλλάζει τα φαινόμενα η αγάπη σε μια στιγμή νομίζουμε, αφήνουμε τη γη κι ευθύς σαν αστροναύτες πως πετάμε στο φεγγάρι μα κάποτε ξυπνάμε κι ικετεύουμε ζωή ο πρίγκιπας της χάρισε έναν κήπο με λουλούδια αρώματα και χρώματα, μπορντό και βυσσινί της δίδαξε αλήθειες και της έμαθε τα λόγ

Ναι, σε σένα μιλάω!

~~~ Δε σε είχα ποτέ, μα σε ήθελα πάντα ανοιξιάτικο αστέρι, τρυφερή μου μπαλάντα ναι, σε σένα μιλάω τις ατέλειωτες νύχτες, τη μορφή σου ζητάω ταπεινός, σκυθρωπός, της ζωής ο διαβάτης ένας γκρίζος κακός, με τυραννά εφιάλτης σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις κι η ελπίδα στο δρόμο, μία φρούδα σκιά μου δε τη χάνω, στο είπα, ζω για σένα ερωτά μου που να είναι τα μάτια σου, το λευκό το κορμί σου; ποιον μεθά η πνοή κι η ζεστή αναπνοή σου; η ματιά σου, να ξέρεις, της Εδέμ ο Παράδεισος στα φιλιά σου τ’ αθώα, αρρωσταίνει ο θάνατος σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις λίγη αγάπη ζητώ, μια γλυκιά αγκαλιά σου δυο μικρούλες καρδιές, τα παιχνίδια να στήνουν στα σκοτάδια τα έρημα που δεν είμαι μαζί σου ναι, σε σένα μιλάω σε ποθώ όπως κι αν είσαι, γιατί ήρθες για μένα τα όνειρά μου σε στόλισαν, Παναγία παρθένα τα φιλιά σου με μύρωναν μ’ ανθισμένη βιολέτα κι οι αισθήσεις μου σ’ έντυναν, λατρεμένη γυναίκα σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις αχ, φιλί αναζητώ απ’ τα χείλη σου, κόκκινο και κρασί θεϊκό, με χυμούς του κορμιού σου η ζωή μου σ

Ασημένιο δάσος

Εικόνα
- ‘Να περνάς καλά πριγκίπισσα’ ν’ ανεβαίνεις τους διαδρόμους του κάστρου τις όμορφες μέρες να μαζεύεις με τα δυο σου χέρια τις μαργαρίτες μα ανάμεσα στις πολεμίστρες φυτρώνουν και βάτα τ’ αγκάθια του χωρισμού θα ματώνουν τα δάκτυλα χρατς-χρατς θα σε κόβουν σαν πριόνια ανέμελων ξυλοκόπων λίγο πιο μακριά από την αμύθητη περιουσία σου κυλάνε ποτάμια με διαμάντια κι υδράργυρο στ’ ασημένιο δάσος που αστράφτει τις νύχτες σαν το φεγγάρι - ‘να περνάς καλά πριγκίπισσα’ στις μακρινές πολιτείες που δημιούργησες εγώ γνώρισα σήμερα ένα χελιδόνι με πληγωμένα φτερά κι όπως το μάζωξα απ’ το χώμα και το πήρα στα χέρια το κράτησα ώρες κλεισμένο στην αγκαλιά μου κι ύστερα έφυγε κι άρχισε να πετάει γιατρεμένο - ‘να περνάς καλά χελιδόνι’ φλουτς-φλουτς την άλλη μέρα επέστρεψε στο φτωχικό μου κι έκανε κύκλους πετώντας στον ορίζοντα σήμερα είναι η τελευταία φορά που κοιτάζω τον ήλιο η τελευταία στιγμή που αγγίζω τις παπαρούνες και τα κόκκινα τριαντάφυλλα που μεγάλωνα στείλε το μήνυμα στην πριγκίπισσα του κάστ

Ρομάντζο

Εικόνα
Πεθύμησες φιλί από τα χείλη μου, μωρό μου; αγάντα να ‘βρω πάλι μια παρθένα τα χείλη ματωμένα, σαν χτικιάρικο τριαντάφυλλο να στάζει όλη η πίκρα απ’ το ψέμα πεθύμησες δροσιά από τα μάτια μου, μωρό μου; αγάντα να περάσουνε τα τρένα το πι’ όμορφο μπουμπούκι όλου του κόσμου να διαλέξω που άντρας δε το άγγιξε κανείς πριν από μένα θα βρω λοιπόν την πύλη που δε διάβηκε ψυχή κι ευθύς θα την περάσω μ’ ένα σάλτο θα φτιάξω την κατάσταση να μοιάζει με ρομάντζο τα όνειρα που κράτησα για σένα, ονειράκι μου τα ξέρασα στης μνήμης το καρνάγιο το σπίτι μου απ’ το σπίτι της απέχει μια ζωή μα όση μου ‘χει μείνει θα τη φάω να την ψάχνω στον κόσμο, να μην έβρισκα ανήθικο κορμί πιο πάνω απ’ τη ζωή μου να τη βάλω οι μέρες δε γυρνάνε σ’ όλα αυτά π’ ονειρευτήκαμε κομμάτι από καρμπόν, εμείς στα δυο το μοιραστήκαμε οι μέρες δε γυρνάνε σε στιγμές που αγαπήσαμε μας κάρφωσαν ανέλπιστα καρφιά και μας πονάνε για κοίτα με για λίγο, δε θα βρεις τέτοια αγάπη να ξέρεις, αγαπώ μ’ έναν ιδιαίτερό μου τρόπο θα είναι τυχερή όπ

Τα χρώματα του έρωτα

Εικόνα
Πήρα το κόκκινο των ρόδων το πορτοκαλί του ήλιου το ασημί του φεγγαριού το χρυσαφί των αστεριών. Στο φως των κεριών βράδια αξημέρωτα ζωγράφιζα τον έρωτα στο μυστικό χαρτάκι της καρδιάς. Είχε τη λάμψη της μορφής σου της γλυκιάς το υπέροχο φως των ματιών σου τη γλύκα των φιλιών σου. Στο συρταράκι της ψυχής το κλείδωσα για πάντα. Ο δρόμος της ζωής μια τρυφερή μπαλάντα. 14/2/08 elenitheof

Μ’ ακούς;;;

Εικόνα
Μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο όμορφος θεούλης αυτός ο ομορφούλης ντε, με τη φαρέτρα του που ρίχνει τα βελάκια του, σ’ ανύποπτες στιγμές στην κάθε μια καρδιά της οικουμένης συνέβη το μοιραίο, μόλις άγγιξα τα χέρια σου μιαν ώρα που δειλά τα χείλη σμίξαν θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ναι, Ιούνιος, απόγευμα και πίναμε στο λιόγερμα φιλιά! αχ, με τρελαίνεις! τα λόγια μου απ’ το τρακ, πως τρεμοπαίζανε στα χείλη! μα μες στην αγκαλιά σου όλα μου πέρασαν να ξέρεις, είσαι φάρμακο που και νεκρό ανασταίνεις θυμάσαι πως τα λόγια μου ξεκίνησαν;;; “με θέλεις;” κι εσύ αστέρι μου όμορφο, πνοή απ’ την πνοή μου αμέσως αποκρίθηκες με μια γλυκιά αγκαλιά σου τα χέρια μας, λες χόρευαν, σκοπούς Ιταλικούς και κόλλησε το πρόσωπο, στο πρόσωπο! μ’ ακούς; μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο άπαιχτος θεούλης που κάνει όλα τα πλάσματα, να νοιάζονται για κάποιον αυτός που μου σημάδεψε για πάντα την καρδιά σου γι’ αυτό και η μισή είναι δικιά σου... μ’ ακούς;;;;; γιώργος_κ

Το τραγούδι των χεριών (αφιερωμένο στα τυφλοκωφά παιδιά)

Εικόνα
Τα χέρια τους στόματα που μιλούν χωρίς φωνή. Τα χέρια τους αυτιά που ακούν στη σιωπή. Τα χέρια τους μάτια που βλέπουν στο σκοτάδι. Την αγάπη σου νιώθουν μ’ ένα χάδι. Γλώσσα για να μιλά η σιωπή, φως για να βλέπουν, η αφή. Τα χέρια τους τραγουδούν τη δική τους μουσική. Τα χέρια τους ακούν τι νιώθει η ψυχή. Τα χέρια τους παράθυρο στην ελευθερία εκφράζουν κάθε ανάγκη, επιθυμία. Τα χέρια τους κλειδί που ανοίγει την πόρτα στη ζωή. Τα χέρια τους χαρίζουν εμπειρία της καρδιάς την ευτυχία. 13/2/08 elenitheof

Σκιές

Εικόνα
Οι σκιές των ματιών σου, με κοίταξαν στα μάτια μου είπαν “σ’ αγαπάω” και το εννοούσαν το γνωρίζω γιατί, η μιλιά τους αν και βουβή ήταν τόσο ηχηρή και γεμάτη επιθυμίες που ένιωθα πως ήταν χρέος μου να τις εκπληρώσω και το προσπάθησα, μα απέτυχα να τις φέρω εις πέρας υπήρξα μόνος .... υπήρξες μόνη .... ανάμεσα σε σκιές το προσπάθησα, μέχρι να μάθω πως για να διεκδικήσεις κάτι, πρέπει να σε διεκδικεί κι εκείνο - ποιος άλλωστε μπορεί να διεκδικήσει, κάτι που του ανήκει; - γιατί η αγάπη, είναι κάτι που περνάει απ’ τον έναν στον άλλο κι ύστερα πάλι επιστρέφει στον κάτοχο, υπερδιπλάσια γιατί κι ο έρωτας, παίρνει δύναμη από των δύο τον έρωτα κι ύστερα επιστρέφει πίσω με την υπερηφάνεια του νικητή για να αισθάνομαι υπερήφανος, πρέπει να αισθάνεσαι υπερήφανη για να σε θέλω, πρέπει να με θέλεις και για να είμαι μαζί σου, θα πρέπει να είσαι μαζί μου για να σ’ αγαπάω όμως, δε χρειάζεται να μ’ αγαπάς άλλωστε αυτό μου είπαν οι σκιές των ματιών σου όταν ακόμα δεν είχαν γίνει σκιές. γιώργος_κ

Γιώργος Μπλάνας - Δεν τελείωσα ακόμα

Εικόνα
Depositphotos ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΑΚΟΜΑ Γέρασα, προσμένοντας ν’ ακούσω αν άκουσαν καθόλου τη φωνή μου· ιδίως ένας δειλός, που έσυρε κάτι απόμερα κομμάτια ιστορίας καταμεσής ενός χάρτινου έθνους κι ενός γυάλινου έθνους και τα ροκάνισε για τα καλά· κι ένας βρικόλακας, που τρέφεται με τα χάρτινα αίματα των βραδύγλωσσων γιακάδων· κάποια που μόλυνε το ευλογημένο σκοτάδι της φωνής με την κατάλευκη ερημιά της αγοράς και κάποια που εξαγόρασε την προστυχιά της με την αναίδειά της, που δεν ήταν αναίδεια, ήταν προστυχιά σ’ έναν κόσμο ασύμμετρο· ασύμμετροι όλοι, σκουριά του ψεύτη κι αποφορά του κλέφτη και λύσσα παραλυτική του τοκογλύφου γιατί να ζούνε ελεύθεροι αγρότες μέχρι τον δέκατο αιώνα στην επικράτεια της αδέσποτης ψυχής κι η μέρα η όρνιθα κι η νύχτα η γλαύκα να μοιράζονται την ίδια αυλή. Γέρασα, βέβαια, και ξέρω πως ο κόσμος δεν έχει πια τα χέρια του κατάζεστα χωμένα μες στις τσέπες της τρέλας, ούτε μαίνεται τίποτ’ ανάερο στον νου του, όταν νυχτώνει· μόνο φως αδιάβαστο

Μελαγχολία

Να εξατμηστώ σαν μία σταγώνα νερού που απορροφάει με τα φιλιά του ο ήλιος Αόρατη να πετάω ενωπίο της Αυγής του Πίσω από τα δάση να πέσω στο καλάθι της παλάμης σου που με περιμένει. OLLA KOMEND-SOENTGERATH (μετάφραση Πανόπτης...)

Αναγέννηση

Εικόνα
Η ellinida http://ths-ellinidas.blogspot.com/2008/01/blog-post_20.html με προσκάλεσε να γράψω κάτι με θέμα αν μπορεί η ποίηση να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Πιστεύω πως η ποίηση μπορεί να το καταφέρει αυτό αρκεί να γράφουμε μέσα από την καρδιά μας την οποία φροντίζουμε να τη διατηρούμε απλή και καθαρή και έτσι με τα γραπτά μας να γινόμαστε κατανοητοί και να αγγίζουμε την κάθε ψυχή. Αυτό το μήνυμα θέλω να μεταδώσω με το παρακάτω ποίημα το οποίο το έγραψα στις 9/12/07 στο μπλογκ μου: "Η χώρα του ονείρου" http://elenitheof.blogspot.com/2007_12_01_archive.html και στο νέο μου μπλογκ στο Pathfinder:"Το χρώμα του φεγγαριού" http://toxromatoufegariou.pblogs.gr/ Αγάπη θεϊκή λευκό περιστέρι στην καρδιά χαρίζει. Φωνή αγγελική στίχους ψιθυρίζει όνειρα ξεχασμένα ο κόσμος ν' αναγεννηθεί. Το περιστέρι υμνεί αγάπη αγνή που ομορφαίνει την πλάση. Τ' άστρα δακρύζουν σαν αντικρίζουν καμένη τη γη. Τα δάκρυα με βιάση το χώμα ποτίζουν παραδεισένια ζωή. Μετανοημένα της γης τα

Ροζ

Εικόνα
Η νέα μου ποιητική συλλογή με όσα έγιναν, ειπώθηκαν, δημιουργήθηκαν καταστράφηκαν, αναζωπυρώθηκαν και τελικά παρέμειναν μέσα στην καρδιά μου κι έτσι κλείνει ένα μικρό αλλά μεγάλο ροζ κεφάλαιο στη ζωή... σε ένα αρχείο του word http://www.geocities.com/gkok2000/Roz.doc ή zip αρχείο που απαιτεί αποσυμπίεση http://www.geocities.com/gkok2000/Roz.zip από την προσωπική μου ιστοσελίδα http://www.geocities.com/gkok2000/ ..θαρρώ λοιπόν, κάποια στιγμή θ’ ανταμωθούμε γιατί η μοίρα θα μας φέρει ν’ ανταμώσουμε κι είμαι περίεργος να δω, αν θα γυρίσεις το κεφάλι ή αν τα μάτια θα δακρύσουν μπρος στα μάτια μου.. γιώργος_κ

Ορειβάτης

Εικόνα
Αν είχα στην καρδιά μου δυο Μαρίες τη μία θα την έδινα στο Χάρο να την πάρει παρά να ζω με ψέμα κι εικασίες καλύτερα χαρμάνι σέρτικο η ζωή να με φουμάρει τη μέρα που γιορτάζει ο έρωτας, θα λείψω μπορείς να ‘χεις την πόρτα σου ανοιγμένη όλο και κάποιος τρυφερός μα ευκατάστατος διαβάτης, θα περάσει το κατώφλι τις σκάλες από μάρμαρο θ’ ανέβει για να πάρει ένα φιλί μ’ αυτός, δε θα σου φέρνει δώρα κι υποσχέσεις θα ‘χει στην πλάτη δυο φτερά αγγέλου ψεύτικα μαργαριτάρια απ’ άκρη ως άκρη στο κεφάλι αυτός, δε θα ‘ναι ένα πέτσινο κομμάτι απ’ τη ζωή για να τον σκίσεις σα χαρτόνι τα ποιήματα, δε δώσανε τροφή στον έρωτά μου αντίθετα τον σχόλασαν νωρίς μήτε και τη ζωή μου έφτιαξαν να τρέχω κόπιασα τόσο για να βρω ένα κορμί για ν’ ακουμπήσω κι από τις μακριές κοτσίδες του, ορειβάτης να πιαστώ, να κρατηθώ μου είπανε, πως όταν αγαπά μία Μαρία βαδίζει σαν θαυματουργή, καινούργια Παναγία παρθένα τη νομίζουν όλοι πάνω στο εκκλησάκι του Προφήτη-Ηλία μα βάζει μες στα σκέλια της του κόσμου την πικρία κι έτσι

Περιοδικό "Έρημη Χώρα"

Κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του περιoδικού "Έρημη Χώρα" , 60 σελίδες. Το περιοδικό διατίθεται στην Θεσσαλονίκη από το βιβλιοπωλείο "Αριστοτέλειο", στην Αθήνα από τα βιβλιοπωλεία "Ελεύθερη Σκέψις" και "Ακροκέραμο" και από το περίπτερο στην Κάνιγγος. Υπάρχει πάντοτε και η δυνατότητα αγοράς με αντικαταβολή. Για παραγγελίες μπορείτε να αποστείλετε e-mail στην διεύθυνση: erimihora@hotmail.com. Παραθέτουμε τα περιεχόμενα του καινούργιου τεύχους: 1. Σύγχρονος τρόπος ζωής και αναθεωρήσεις των εξουσιαστών 2. Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της Ελληνικής ιστορίας 3. Φρ. Νίτσε , Ο τελευταίος (ά)πιστος - Το πορτραίτο του “εστεμμένου” θεμελιωτού του ευρωπαϊκού μηδενισμού 4. Οι μουφτήδες... δικάζουν ! 5. Νέος πατριωτισμός , ίδια αποτελέσματα 6. Οι ηλίθιοι της ιστορικής συνέπειας 7. Ο Παγκόσμιος ιθύνων νους : Το κρυφό πρόσωπο της Παγκοσμιοποίησης - Adrian Salbuchi 8. H διακριτική αποικιοποίηση- «Αμερικανικός τρόπος ζωής» και κοινωνική δυναμική

Παζάρι βιβλίου 2008 στην πλατεία Κλαυθμώνος

Για να μην "σκοτώνονται" τα βιβλία, όταν "γεράσουν", την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου, μία έκθεση βιβλίου, διαφορετική από τις καθιερωμένες, μία μεγάλη Γιορτή γνωριμίας με το Βιβλίο, διοργανώνεται για 13η συνεχή χρονιά, από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου, υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του δήμου Αθηναίων. Από την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου για δέκα ημέρες, έως και την Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου 2008, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, πραγματοποιείται ένα μεγάλο Παζάρι Βιβλίου. Σ' ένα τεράστιο περίπτερο (1.000 τ.μ.) ενιαίο για όλους τους εκδότες, εκτίθενται χιλιάδες τίτλοι. Οι εκδότες άνοιξαν για μία ακόμη φορά τις αποθήκες τους και προσφέρουν βιβλία όλων των ειδών, σε ιδιαίτερα προσιτές τιμές, με την εγγύηση του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου. Οι τιμές έχουν ορισθεί σε 1,00, 2,00, 2,50, 3,00, 4,00, 4,50, κλπ. Το Παζάρι Βιβλίου 2008, 1 έως 10 Φεβρουαρίου, θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 21:45 το βράδυ. Δευτέρα 28.01.08, Ελεύθερος Τύπος
Εικόνα
Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Όπου κι αν πήγαινε ο νεαρός λαγός, μέσα στο δά­σος, τρόμαζε. Κουνιόταν μια μεγάλη σαύρα, λιποθυμούσε απ’ την τρομάρα του. Κουνιόταν μια μικρή σαύρα, το έ­βαζε στα πόδια. Πεταγόταν μπροστά του άλλος λαγός, πεταγό­ταν αυτός μέχρι εκεί πάνω από το φόβο. Όλα όσα για έναν οποιοδήποτε νεαρό λαγό δεν ήταν παρά η γοητεία του φυσικού κόσμου, για τον δικό μας ήταν φρίκη και μόνο φρίκη. Ο άνεμος βούιζε στ’ αυτιά του σαν σεισμός. Ο σεισμός ακουγόταν στα βάθη της ψυχής του σαν το τέλος του κόσμου. Ακόμα και η συντομότερη βροχή, φάνταζε στα μάτια του σαν προμήνυμα κατακλυσμού. Όσο για τις δυνατές μπόρες... Πώς δεν είχε τσακιστεί, τρέχοντας να ξεφύγει τα φανταστι­κά ποτάμια που τον κυνηγούσαν! Το γεγονός αυτού του νοσηρού φόβου έγινε άμεσα αντιληπτό από την μητέρα του, που ήταν εξαιρετικά μορφωμένη λαγουδίνα και είχε σπουδαίες γνωριμίες στο χώρο των διανοουμένων του δάσους. Ο ίδιος ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καλλι­τέχνης. Είχε εκδώσει τρεις πρωτοποριακές ποιητικές συλλο

Ροζ

Εικόνα
Δυο στάλες δάκρυ και δυο χαμόγελα, γεμάτα με πίκρα δύο γλυκόλογα και τρεις κουβέντες σου για τα παλιά ποιος θα μου το ‘λεγε, πως θα κουβάλαγα τόση ξεφτίλα άστατες μνήμες των τόσων ανθρώπων που ήρθαν κοντά; κι αν με πλησίασαν ή άλλοι μ’ αρνήθηκαν, δε λογαριάζω ρίχνω τα μάτια μου μήπως τα χνάρια μου ν’ ακολουθάς και στα λασπόνερα τώρα όπου βρίσκομαι, όλο βουλιάζω μες στα βροχόνερα πνίγεται η αγάπη μου, τι με κοιτάς; σύρε στο διάβα μου κι έλα σιμά μου να σε κεράσω πόνο και δάκρυα, μνήμες που έκαψα, ν’ αναστηθείς το ‘πε μι’ αγάπη μου, ένα ροζ όνειρο που ‘χα να πιάσω από τα σύννεφα έπεσε κι έσκασε στη γη που πατείς σύρε τα πόδια σου, πάνω του ανέβα και σύνθλιψέ το έλα στα γρήγορα, αχ μη το λυπάσαι, το ξέρω μπορείς κάθε μι’ αγάπη από σφάλμα γεννήθηκε, πανάθεμά το κι όταν θα λιώσει, τα χνώτα σου κάλυψε μα πίσω μη ‘ρθεις δεν περιμένω λοιπόν την Άνοιξη, να φύγω απ’ το σπίτι σε μια κλωστή η ζωή πάντα κρέμεται τα βράδια νωρίς κι όταν η ώρα αγγίξει το λιόγερμα και φτάσει το δείλι είναι που τ’ άστρ

Αν σ' αγαπώ

Εικόνα
Θέλεις να μάθεις αν στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ; αν δε σε λέγανε Μαρία δε θα ‘χαν αποπλεύσει της αγάπης μου τα πλοία ούτε κι η θάλασσα θα ξέβραζε το σώμα μου σε κάποια παραλία να σχηματίζει ο έρωτας, ορθή γωνία κι εγώ να γλύφω τα παπούτσια σου, σα σκύλος που ζήτησε μονάχα ένα χάδι κι ηρεμία γαλήνη, απ’ τη γαλήνη σου που ζήλεψα κι αν είπα ψέμα, σχώρνα με, αλλά δεν είπα ή μια κακία αν είπα, σχώρνα με, αλλά δεν είπα για τα φιλιά που ήπια, σχώρα με μα μου τα πρόσφερες απλόχερα στην πρώτη γνωριμία κι έτσι σ’ ανέβασα σε θρόνο και σε φώναξα “Κυρία” έτσι σ’ ανέβασα στα ουράνια και σ’ ορμήνεψα πως θα ‘μαι πάντοτε ο άγγελος που σε φυλά, Μαρία τι πήρα και τι έδωκα, λογάριασε θα καταλάβεις μόνη σου, που μπάταρε η αγάπη όλα τα βράδια σ’ έκλαιγα με μαύρο δάκρυ κι εσύ γι’ αντάλλαγμα μου είπες “άντε γεια” τώρα τι ψάχνεις στα σκουπίδια για να βρεις; εμείς πετάξαμε το όνειρο στη στάχτη κι εσύ του έβαλες φωτιά, για να καεί πιο γρήγορα θέλεις να μάθεις αν στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ; βγες απ’ το σπίτι σου και ρώτα κάθε

Πορφυρά φιλιά

Εικόνα
Περπάταγα για ώρες, ξημερώματα τριγύρω απ’ τη μικρή τη γειτονιά σου που να ‘ναι το κορίτσι μου, που χάθηκε που βρίσκονται τα πορφυρά φιλιά σου; στα μαύρα είχα ντύσει το κορμάκι μου κι η μπλούζα ασορτί με την ψυχή μου τι έκανα κι αμάρτησα καλή μου και μένω να στερούμαι το φιλί; στα σπίτια, οι γειτόνοι σου κοιμόντουσαν το φως στο παραθύρι σου αναμμένο - για ‘κείνο το μικρό παραθυράκι σου μιλώ που λάμπανε τ’ αστέρια μια νυχτιά στα κοριτσίστικα σεντόνια σα με είχες ξαπλωμένο δεν έπαυε στιγμή ν’ απουσιάζει το στόμα σου απ’ το δικό μου στόμα για ο,τι κι αν σε παίνευα κορίτσι μου τα χείλη σου με γέμιζαν με χρώμα μου έλεγες, τα μάτια μου πως έλειπαν και τα ‘θελες κοντά σου όλη τη μέρα τα χέρια μου σε μάγευαν, μου έλεγες, θυμάσαι; μα ο έρωτας δεν πήγε παραπέρα περπάταγα για ώρα τα χαράματα με βρήκε ξαφνική λιποθυμία τα χέρια μου μαζεύτηκαν κατάχαμα και έκλαιγα μ’ ανείπωτη μανία τι κι αν το όνομά σου στριφογύριζε στο στόμα, το λαιμό, τα σωθικά μου; κατράμι - δειλινό μας εξουσίασε ρωτάς αν θέλει

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ» & ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ» ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008 & ΩΡΑ 7.30μ.μ. ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ, ΑΘ.ΔΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ 59 ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΘΑ ΚΟΠΕΙ Η ΠΙΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ TOY ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ Θα ακολουθήσει κέρασμα! Η υπ. Λογοτεχνικής Ομάδας Αρετή Γκιωνάκη Τα μέλη της Λογοτεχνικής Ομάδας
ΤΟΧΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ Το ποίημα είναι δύσβατο· μα, δες, πώς σε παρηγορεί κάτι βραδιές τρισκότεινες, που φέγγει απόμακρο μονάχα το πλατύ του παραδείσου. Εδώ, όλο στίχοι απόκρημνοι κι επίθετα τετράγκωνα σε ξεκλωνίζουν. Μα, δες, εκεί, ένα λιανό στιχάκι, νυχτωμένο πώς τριγυρνά στις ερημιές και … τραγουδάει. Είναι το ποίημα φοβερό· μα τόχει ο λόγος. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

good luck

Φωτιά η παγωμένη σου κατάργηση στους σταλακτίτες που μάζεψε το «αντίο», συγκίνηση συντροφιά με τ’ ανάθεμα ενός «θα μπορούσε…» Οι νόμοι των πιθανοτήτων στην αποπλάνηση των αισθήσεων και το γυαλί της ανάλυσης, έκθεμα στην περιήγηση των συνειρμών. Μια τρύπα ίσαμε το μέγεθος της αδράνειας ξερνάει τους σπασμούς της αόρατης επίκλησης, σε λίγο το σώμα της θα πάρει την κλίση του βρέφους που βυζαίνει τα σύννεφα. Μαλάζοντας τον κεραυνό με τα ακροδάχτυλα, σώμα το στόμα με τη φλέβα του ονείρου, να σπάσει ο υμένας του τίποτα στο έλεος τ΄ αναθέματος ενός «θα μπορούσε». Δεν ήσουν ό,τι καλύτερο μου έλαχε γατοψυχή που ακόμα γλείφεις το άδειο σου πιατάκι, μα είσαι συ και τώρα πρέπει να σε μάθω ν’ αντέχεις το βάρος μιας ανάσας αλήθειας.

Και τα μελλούμενα πίσω

Όταν μετά την εκτόξευση μπροστά, έ έκανες γκελ στον τοίχο της απόρριψης κ και γύρισες, πέρασες πάνω απ τα κεφάλια των παιχτών κ και μού’ ρθες. μα τώρα με λες εγωίστρια που έσκασες επάνω μου στο σημείο της κρούσης. Λες και το δικό μου ζητούμενο, με ήθελε αερόσακο στο δικό σου "τέρμα".

Κουφέτα!

Εικόνα
Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ελάτε στη γιορτή γίνεται γάμος σήμερα και έχει απαρτία οι συγγενείς κοιτάζονται με μάτια γουρλωμένα και πίσω απ’ το χαμόγελο, τι τάχα; η ζήλια κρύβεται ολοένα κι η κακία τριγύρω οι παράνυφοι μοιράζουν μπομπονιέρες - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! - και στα δικά σας, και στα δικά σας, να ζήσετε! έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι και στα μισά της εκκλησιάς παραφυλάει στη γωνία οι συγγενείς χαμογελούν μα είναι στ’ αλήθεια ξένοι κι η νύφη ανεβαίνει ασπροντυμένη για δες, παντρεύονται στην εκκλησιά οι ερωτευμένοι μα είναι στο βάθος της καρδιάς τους χωρισμένοι αφού κανείς δεν έμαθε, αγάπη τι θα πει έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι στα μεθυσμένα μάτια τους ανάβει πυρκαγιές - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! ειν’ η αρρώστια της ψυχής μία λεπτή ισορροπία άλλος πηδάει ρεματιές κι άλλος τις αποφεύγει σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, τι σε κρατά κλεισμένη φυλακισμένη απ’ τον κόσμο π’ απαρνήθηκες; τη νύφη ψάχνω. Ω! τι χαρά, ειν’ η δική μου αγαπημένη κι εμείς

ΑΓΙΟΣΥΝΗ

Εικόνα
Το να 'σαι ποιητής και ν' αγνοείς το επάγγελμα Το να 'σαι εραστής και ν' απωθείς κάθε γυναίκα: Δίδυμη ειρωνεία που δημιουργεί μεγάλους άγιους Οι σταγόνες-δαγκάνες εναγώνιες του Ουρανού. Πάτρικ Κάβανα