O δρόμος σου ὅσο πάει ξεμακραίνει ἀπ' τὰ μάτια μου
~~~ Ὅλα μου εἶπες πὼς περνοῦν, θὰ γιάνουν μὲ τὸ χρόνο μὰ ἔτσι πέρασες κι ἐσὺ ἀπ’ τὴ ζωή μου καὶ προσπέρασες καὶ χάθηκες μές του μυαλοῦ τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους σὰν καταχνιὰ καὶ σὰν βροχή, σὰ τὸ μπουρίνι πρὶν τὴν Ἄνοιξη καὶ σὰν τὸν ἥλιο ποὺ διαδέχεται ἁρμονικὰ τὴν καταιγίδα ἀνέμελη ἤθελες νὰ τρέχεις, σὰν ἄτι μέσα στοὺς ἀγροὺς σὰν πεταλούδα νὰ πετᾶς ἐλεύθερη κι ὡραία κανέναν πιὰ δὲν ὑπολόγισες, παρὰ νὰ κάνεις τὸ φευγιό σου ἕναν κανόνα - “να συνεχίσεις νὰ χορεύεις…” - καὶ θέλω ἀκόμα νὰ σοὺ πῶ, πὼς ἡ ἀνάμνηση δὲν ἔσβησε δὲν ἦταν μπόρα καλοκαιρινὴ μέσα στὴν ἄστατη ζωή μας οὔτε τὸ δάκρυ μίας στιγμῆς, ἕνα μικρὸ ποὺ χύνεται, δὲν ἦταν μὰ ὁ ἐγωισμὸς βαθὺς καὶ γόνιμος γιὰ νὰ στηρίξει χωρισμὸ ἀνέμελη ζητοῦσες νὰ πορεύεσαι καὶ ἀνεξέλεγκτη ὅπως ἡ κίνηση τοῦ ἥλιού μας. Ok, παρ' τὸν ἀγκαλιά! ἄλλωστε “τέλειωσε ... ὅμως περνάει ἡ μπόρα, δὲν περνάει ψυχή μου;” ...* ὁ οὐρανίσκος μου μία γεύση ἀλλιώτικη, πικρίας ἔχει πάρει τὸ πεπρωμένο μου νὰ περιμένω πρὶν τὸ σιρόπι σοκολάτας νὰ χυθεῖ ἢ τὸ γλυκὸ