Αναρτήσεις

Οι πριγκίπισσες τελείωσαν στη γη

Εικόνα
Μια ιστορία θα σας πω που μοιάζει παραμύθι μα ετούτη η αφήγηση λες γίνηκε στ’ αλήθεια πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα με πάθος κι αυτός που την αγάπησε, την άφησε να φύγει στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους εκείνος ομορφόπαιδο, δεν είχε αγάπη άλλη κι εκείνη ως πριγκίπισσα, αμόλυντη κι αγνή στα μάτια κοιταχτήκανε και δώσανε το λόγο πως θα ‘ναι ο ένας πάντα πλάι στον άλλο στη ζωή κι ευθύς τ’ αποφασίσανε να γίνουνε ζευγάρι ανδρόγυνο σε μια εκκλησιά, την πιο ερημική γεμίσανε την πλάση και τον ήλιο, το φεγγάρι φιλιά, αγκαλιές και στίχους που τους γράφανε μαζί τον κόσμο όλο γυρίσανε μ’ ένα παλιό αμάξι που φάνταζε σαν άμαξα με άλογα, χρυσή για κοίτα πως αλλάζει τα φαινόμενα η αγάπη σε μια στιγμή νομίζουμε, αφήνουμε τη γη κι ευθύς σαν αστροναύτες πως πετάμε στο φεγγάρι μα κάποτε ξυπνάμε κι ικετεύουμε ζωή ο πρίγκιπας της χάρισε έναν κήπο με λουλούδια αρώματα και χρώματα, μπορντό και βυσσινί της δίδαξε αλήθειες και της έμαθε τα λόγ

Ναι, σε σένα μιλάω!

~~~ Δε σε είχα ποτέ, μα σε ήθελα πάντα ανοιξιάτικο αστέρι, τρυφερή μου μπαλάντα ναι, σε σένα μιλάω τις ατέλειωτες νύχτες, τη μορφή σου ζητάω ταπεινός, σκυθρωπός, της ζωής ο διαβάτης ένας γκρίζος κακός, με τυραννά εφιάλτης σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις κι η ελπίδα στο δρόμο, μία φρούδα σκιά μου δε τη χάνω, στο είπα, ζω για σένα ερωτά μου που να είναι τα μάτια σου, το λευκό το κορμί σου; ποιον μεθά η πνοή κι η ζεστή αναπνοή σου; η ματιά σου, να ξέρεις, της Εδέμ ο Παράδεισος στα φιλιά σου τ’ αθώα, αρρωσταίνει ο θάνατος σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις λίγη αγάπη ζητώ, μια γλυκιά αγκαλιά σου δυο μικρούλες καρδιές, τα παιχνίδια να στήνουν στα σκοτάδια τα έρημα που δεν είμαι μαζί σου ναι, σε σένα μιλάω σε ποθώ όπως κι αν είσαι, γιατί ήρθες για μένα τα όνειρά μου σε στόλισαν, Παναγία παρθένα τα φιλιά σου με μύρωναν μ’ ανθισμένη βιολέτα κι οι αισθήσεις μου σ’ έντυναν, λατρεμένη γυναίκα σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις αχ, φιλί αναζητώ απ’ τα χείλη σου, κόκκινο και κρασί θεϊκό, με χυμούς του κορμιού σου η ζωή μου σ

Ασημένιο δάσος

Εικόνα
- ‘Να περνάς καλά πριγκίπισσα’ ν’ ανεβαίνεις τους διαδρόμους του κάστρου τις όμορφες μέρες να μαζεύεις με τα δυο σου χέρια τις μαργαρίτες μα ανάμεσα στις πολεμίστρες φυτρώνουν και βάτα τ’ αγκάθια του χωρισμού θα ματώνουν τα δάκτυλα χρατς-χρατς θα σε κόβουν σαν πριόνια ανέμελων ξυλοκόπων λίγο πιο μακριά από την αμύθητη περιουσία σου κυλάνε ποτάμια με διαμάντια κι υδράργυρο στ’ ασημένιο δάσος που αστράφτει τις νύχτες σαν το φεγγάρι - ‘να περνάς καλά πριγκίπισσα’ στις μακρινές πολιτείες που δημιούργησες εγώ γνώρισα σήμερα ένα χελιδόνι με πληγωμένα φτερά κι όπως το μάζωξα απ’ το χώμα και το πήρα στα χέρια το κράτησα ώρες κλεισμένο στην αγκαλιά μου κι ύστερα έφυγε κι άρχισε να πετάει γιατρεμένο - ‘να περνάς καλά χελιδόνι’ φλουτς-φλουτς την άλλη μέρα επέστρεψε στο φτωχικό μου κι έκανε κύκλους πετώντας στον ορίζοντα σήμερα είναι η τελευταία φορά που κοιτάζω τον ήλιο η τελευταία στιγμή που αγγίζω τις παπαρούνες και τα κόκκινα τριαντάφυλλα που μεγάλωνα στείλε το μήνυμα στην πριγκίπισσα του κάστ

Ρομάντζο

Εικόνα
Πεθύμησες φιλί από τα χείλη μου, μωρό μου; αγάντα να ‘βρω πάλι μια παρθένα τα χείλη ματωμένα, σαν χτικιάρικο τριαντάφυλλο να στάζει όλη η πίκρα απ’ το ψέμα πεθύμησες δροσιά από τα μάτια μου, μωρό μου; αγάντα να περάσουνε τα τρένα το πι’ όμορφο μπουμπούκι όλου του κόσμου να διαλέξω που άντρας δε το άγγιξε κανείς πριν από μένα θα βρω λοιπόν την πύλη που δε διάβηκε ψυχή κι ευθύς θα την περάσω μ’ ένα σάλτο θα φτιάξω την κατάσταση να μοιάζει με ρομάντζο τα όνειρα που κράτησα για σένα, ονειράκι μου τα ξέρασα στης μνήμης το καρνάγιο το σπίτι μου απ’ το σπίτι της απέχει μια ζωή μα όση μου ‘χει μείνει θα τη φάω να την ψάχνω στον κόσμο, να μην έβρισκα ανήθικο κορμί πιο πάνω απ’ τη ζωή μου να τη βάλω οι μέρες δε γυρνάνε σ’ όλα αυτά π’ ονειρευτήκαμε κομμάτι από καρμπόν, εμείς στα δυο το μοιραστήκαμε οι μέρες δε γυρνάνε σε στιγμές που αγαπήσαμε μας κάρφωσαν ανέλπιστα καρφιά και μας πονάνε για κοίτα με για λίγο, δε θα βρεις τέτοια αγάπη να ξέρεις, αγαπώ μ’ έναν ιδιαίτερό μου τρόπο θα είναι τυχερή όπ

Τα χρώματα του έρωτα

Εικόνα
Πήρα το κόκκινο των ρόδων το πορτοκαλί του ήλιου το ασημί του φεγγαριού το χρυσαφί των αστεριών. Στο φως των κεριών βράδια αξημέρωτα ζωγράφιζα τον έρωτα στο μυστικό χαρτάκι της καρδιάς. Είχε τη λάμψη της μορφής σου της γλυκιάς το υπέροχο φως των ματιών σου τη γλύκα των φιλιών σου. Στο συρταράκι της ψυχής το κλείδωσα για πάντα. Ο δρόμος της ζωής μια τρυφερή μπαλάντα. 14/2/08 elenitheof

Μ’ ακούς;;;

Εικόνα
Μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο όμορφος θεούλης αυτός ο ομορφούλης ντε, με τη φαρέτρα του που ρίχνει τα βελάκια του, σ’ ανύποπτες στιγμές στην κάθε μια καρδιά της οικουμένης συνέβη το μοιραίο, μόλις άγγιξα τα χέρια σου μιαν ώρα που δειλά τα χείλη σμίξαν θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ναι, Ιούνιος, απόγευμα και πίναμε στο λιόγερμα φιλιά! αχ, με τρελαίνεις! τα λόγια μου απ’ το τρακ, πως τρεμοπαίζανε στα χείλη! μα μες στην αγκαλιά σου όλα μου πέρασαν να ξέρεις, είσαι φάρμακο που και νεκρό ανασταίνεις θυμάσαι πως τα λόγια μου ξεκίνησαν;;; “με θέλεις;” κι εσύ αστέρι μου όμορφο, πνοή απ’ την πνοή μου αμέσως αποκρίθηκες με μια γλυκιά αγκαλιά σου τα χέρια μας, λες χόρευαν, σκοπούς Ιταλικούς και κόλλησε το πρόσωπο, στο πρόσωπο! μ’ ακούς; μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο άπαιχτος θεούλης που κάνει όλα τα πλάσματα, να νοιάζονται για κάποιον αυτός που μου σημάδεψε για πάντα την καρδιά σου γι’ αυτό και η μισή είναι δικιά σου... μ’ ακούς;;;;; γιώργος_κ

Το τραγούδι των χεριών (αφιερωμένο στα τυφλοκωφά παιδιά)

Εικόνα
Τα χέρια τους στόματα που μιλούν χωρίς φωνή. Τα χέρια τους αυτιά που ακούν στη σιωπή. Τα χέρια τους μάτια που βλέπουν στο σκοτάδι. Την αγάπη σου νιώθουν μ’ ένα χάδι. Γλώσσα για να μιλά η σιωπή, φως για να βλέπουν, η αφή. Τα χέρια τους τραγουδούν τη δική τους μουσική. Τα χέρια τους ακούν τι νιώθει η ψυχή. Τα χέρια τους παράθυρο στην ελευθερία εκφράζουν κάθε ανάγκη, επιθυμία. Τα χέρια τους κλειδί που ανοίγει την πόρτα στη ζωή. Τα χέρια τους χαρίζουν εμπειρία της καρδιάς την ευτυχία. 13/2/08 elenitheof

Σκιές

Εικόνα
Οι σκιές των ματιών σου, με κοίταξαν στα μάτια μου είπαν “σ’ αγαπάω” και το εννοούσαν το γνωρίζω γιατί, η μιλιά τους αν και βουβή ήταν τόσο ηχηρή και γεμάτη επιθυμίες που ένιωθα πως ήταν χρέος μου να τις εκπληρώσω και το προσπάθησα, μα απέτυχα να τις φέρω εις πέρας υπήρξα μόνος .... υπήρξες μόνη .... ανάμεσα σε σκιές το προσπάθησα, μέχρι να μάθω πως για να διεκδικήσεις κάτι, πρέπει να σε διεκδικεί κι εκείνο - ποιος άλλωστε μπορεί να διεκδικήσει, κάτι που του ανήκει; - γιατί η αγάπη, είναι κάτι που περνάει απ’ τον έναν στον άλλο κι ύστερα πάλι επιστρέφει στον κάτοχο, υπερδιπλάσια γιατί κι ο έρωτας, παίρνει δύναμη από των δύο τον έρωτα κι ύστερα επιστρέφει πίσω με την υπερηφάνεια του νικητή για να αισθάνομαι υπερήφανος, πρέπει να αισθάνεσαι υπερήφανη για να σε θέλω, πρέπει να με θέλεις και για να είμαι μαζί σου, θα πρέπει να είσαι μαζί μου για να σ’ αγαπάω όμως, δε χρειάζεται να μ’ αγαπάς άλλωστε αυτό μου είπαν οι σκιές των ματιών σου όταν ακόμα δεν είχαν γίνει σκιές. γιώργος_κ

Γιώργος Μπλάνας - Δεν τελείωσα ακόμα

Εικόνα
Depositphotos ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΑΚΟΜΑ Γέρασα, προσμένοντας ν’ ακούσω αν άκουσαν καθόλου τη φωνή μου· ιδίως ένας δειλός, που έσυρε κάτι απόμερα κομμάτια ιστορίας καταμεσής ενός χάρτινου έθνους κι ενός γυάλινου έθνους και τα ροκάνισε για τα καλά· κι ένας βρικόλακας, που τρέφεται με τα χάρτινα αίματα των βραδύγλωσσων γιακάδων· κάποια που μόλυνε το ευλογημένο σκοτάδι της φωνής με την κατάλευκη ερημιά της αγοράς και κάποια που εξαγόρασε την προστυχιά της με την αναίδειά της, που δεν ήταν αναίδεια, ήταν προστυχιά σ’ έναν κόσμο ασύμμετρο· ασύμμετροι όλοι, σκουριά του ψεύτη κι αποφορά του κλέφτη και λύσσα παραλυτική του τοκογλύφου γιατί να ζούνε ελεύθεροι αγρότες μέχρι τον δέκατο αιώνα στην επικράτεια της αδέσποτης ψυχής κι η μέρα η όρνιθα κι η νύχτα η γλαύκα να μοιράζονται την ίδια αυλή. Γέρασα, βέβαια, και ξέρω πως ο κόσμος δεν έχει πια τα χέρια του κατάζεστα χωμένα μες στις τσέπες της τρέλας, ούτε μαίνεται τίποτ’ ανάερο στον νου του, όταν νυχτώνει· μόνο φως αδιάβαστο

Μελαγχολία

Να εξατμηστώ σαν μία σταγώνα νερού που απορροφάει με τα φιλιά του ο ήλιος Αόρατη να πετάω ενωπίο της Αυγής του Πίσω από τα δάση να πέσω στο καλάθι της παλάμης σου που με περιμένει. OLLA KOMEND-SOENTGERATH (μετάφραση Πανόπτης...)

Αναγέννηση

Εικόνα
Η ellinida http://ths-ellinidas.blogspot.com/2008/01/blog-post_20.html με προσκάλεσε να γράψω κάτι με θέμα αν μπορεί η ποίηση να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Πιστεύω πως η ποίηση μπορεί να το καταφέρει αυτό αρκεί να γράφουμε μέσα από την καρδιά μας την οποία φροντίζουμε να τη διατηρούμε απλή και καθαρή και έτσι με τα γραπτά μας να γινόμαστε κατανοητοί και να αγγίζουμε την κάθε ψυχή. Αυτό το μήνυμα θέλω να μεταδώσω με το παρακάτω ποίημα το οποίο το έγραψα στις 9/12/07 στο μπλογκ μου: "Η χώρα του ονείρου" http://elenitheof.blogspot.com/2007_12_01_archive.html και στο νέο μου μπλογκ στο Pathfinder:"Το χρώμα του φεγγαριού" http://toxromatoufegariou.pblogs.gr/ Αγάπη θεϊκή λευκό περιστέρι στην καρδιά χαρίζει. Φωνή αγγελική στίχους ψιθυρίζει όνειρα ξεχασμένα ο κόσμος ν' αναγεννηθεί. Το περιστέρι υμνεί αγάπη αγνή που ομορφαίνει την πλάση. Τ' άστρα δακρύζουν σαν αντικρίζουν καμένη τη γη. Τα δάκρυα με βιάση το χώμα ποτίζουν παραδεισένια ζωή. Μετανοημένα της γης τα

Ροζ

Εικόνα
Η νέα μου ποιητική συλλογή με όσα έγιναν, ειπώθηκαν, δημιουργήθηκαν καταστράφηκαν, αναζωπυρώθηκαν και τελικά παρέμειναν μέσα στην καρδιά μου κι έτσι κλείνει ένα μικρό αλλά μεγάλο ροζ κεφάλαιο στη ζωή... σε ένα αρχείο του word http://www.geocities.com/gkok2000/Roz.doc ή zip αρχείο που απαιτεί αποσυμπίεση http://www.geocities.com/gkok2000/Roz.zip από την προσωπική μου ιστοσελίδα http://www.geocities.com/gkok2000/ ..θαρρώ λοιπόν, κάποια στιγμή θ’ ανταμωθούμε γιατί η μοίρα θα μας φέρει ν’ ανταμώσουμε κι είμαι περίεργος να δω, αν θα γυρίσεις το κεφάλι ή αν τα μάτια θα δακρύσουν μπρος στα μάτια μου.. γιώργος_κ

Ορειβάτης

Εικόνα
Αν είχα στην καρδιά μου δυο Μαρίες τη μία θα την έδινα στο Χάρο να την πάρει παρά να ζω με ψέμα κι εικασίες καλύτερα χαρμάνι σέρτικο η ζωή να με φουμάρει τη μέρα που γιορτάζει ο έρωτας, θα λείψω μπορείς να ‘χεις την πόρτα σου ανοιγμένη όλο και κάποιος τρυφερός μα ευκατάστατος διαβάτης, θα περάσει το κατώφλι τις σκάλες από μάρμαρο θ’ ανέβει για να πάρει ένα φιλί μ’ αυτός, δε θα σου φέρνει δώρα κι υποσχέσεις θα ‘χει στην πλάτη δυο φτερά αγγέλου ψεύτικα μαργαριτάρια απ’ άκρη ως άκρη στο κεφάλι αυτός, δε θα ‘ναι ένα πέτσινο κομμάτι απ’ τη ζωή για να τον σκίσεις σα χαρτόνι τα ποιήματα, δε δώσανε τροφή στον έρωτά μου αντίθετα τον σχόλασαν νωρίς μήτε και τη ζωή μου έφτιαξαν να τρέχω κόπιασα τόσο για να βρω ένα κορμί για ν’ ακουμπήσω κι από τις μακριές κοτσίδες του, ορειβάτης να πιαστώ, να κρατηθώ μου είπανε, πως όταν αγαπά μία Μαρία βαδίζει σαν θαυματουργή, καινούργια Παναγία παρθένα τη νομίζουν όλοι πάνω στο εκκλησάκι του Προφήτη-Ηλία μα βάζει μες στα σκέλια της του κόσμου την πικρία κι έτσι

Περιοδικό "Έρημη Χώρα"

Κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του περιoδικού "Έρημη Χώρα" , 60 σελίδες. Το περιοδικό διατίθεται στην Θεσσαλονίκη από το βιβλιοπωλείο "Αριστοτέλειο", στην Αθήνα από τα βιβλιοπωλεία "Ελεύθερη Σκέψις" και "Ακροκέραμο" και από το περίπτερο στην Κάνιγγος. Υπάρχει πάντοτε και η δυνατότητα αγοράς με αντικαταβολή. Για παραγγελίες μπορείτε να αποστείλετε e-mail στην διεύθυνση: erimihora@hotmail.com. Παραθέτουμε τα περιεχόμενα του καινούργιου τεύχους: 1. Σύγχρονος τρόπος ζωής και αναθεωρήσεις των εξουσιαστών 2. Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της Ελληνικής ιστορίας 3. Φρ. Νίτσε , Ο τελευταίος (ά)πιστος - Το πορτραίτο του “εστεμμένου” θεμελιωτού του ευρωπαϊκού μηδενισμού 4. Οι μουφτήδες... δικάζουν ! 5. Νέος πατριωτισμός , ίδια αποτελέσματα 6. Οι ηλίθιοι της ιστορικής συνέπειας 7. Ο Παγκόσμιος ιθύνων νους : Το κρυφό πρόσωπο της Παγκοσμιοποίησης - Adrian Salbuchi 8. H διακριτική αποικιοποίηση- «Αμερικανικός τρόπος ζωής» και κοινωνική δυναμική

Παζάρι βιβλίου 2008 στην πλατεία Κλαυθμώνος

Για να μην "σκοτώνονται" τα βιβλία, όταν "γεράσουν", την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου, μία έκθεση βιβλίου, διαφορετική από τις καθιερωμένες, μία μεγάλη Γιορτή γνωριμίας με το Βιβλίο, διοργανώνεται για 13η συνεχή χρονιά, από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου, υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του δήμου Αθηναίων. Από την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου για δέκα ημέρες, έως και την Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου 2008, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, πραγματοποιείται ένα μεγάλο Παζάρι Βιβλίου. Σ' ένα τεράστιο περίπτερο (1.000 τ.μ.) ενιαίο για όλους τους εκδότες, εκτίθενται χιλιάδες τίτλοι. Οι εκδότες άνοιξαν για μία ακόμη φορά τις αποθήκες τους και προσφέρουν βιβλία όλων των ειδών, σε ιδιαίτερα προσιτές τιμές, με την εγγύηση του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου. Οι τιμές έχουν ορισθεί σε 1,00, 2,00, 2,50, 3,00, 4,00, 4,50, κλπ. Το Παζάρι Βιβλίου 2008, 1 έως 10 Φεβρουαρίου, θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 21:45 το βράδυ. Δευτέρα 28.01.08, Ελεύθερος Τύπος
Εικόνα
Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Όπου κι αν πήγαινε ο νεαρός λαγός, μέσα στο δά­σος, τρόμαζε. Κουνιόταν μια μεγάλη σαύρα, λιποθυμούσε απ’ την τρομάρα του. Κουνιόταν μια μικρή σαύρα, το έ­βαζε στα πόδια. Πεταγόταν μπροστά του άλλος λαγός, πεταγό­ταν αυτός μέχρι εκεί πάνω από το φόβο. Όλα όσα για έναν οποιοδήποτε νεαρό λαγό δεν ήταν παρά η γοητεία του φυσικού κόσμου, για τον δικό μας ήταν φρίκη και μόνο φρίκη. Ο άνεμος βούιζε στ’ αυτιά του σαν σεισμός. Ο σεισμός ακουγόταν στα βάθη της ψυχής του σαν το τέλος του κόσμου. Ακόμα και η συντομότερη βροχή, φάνταζε στα μάτια του σαν προμήνυμα κατακλυσμού. Όσο για τις δυνατές μπόρες... Πώς δεν είχε τσακιστεί, τρέχοντας να ξεφύγει τα φανταστι­κά ποτάμια που τον κυνηγούσαν! Το γεγονός αυτού του νοσηρού φόβου έγινε άμεσα αντιληπτό από την μητέρα του, που ήταν εξαιρετικά μορφωμένη λαγουδίνα και είχε σπουδαίες γνωριμίες στο χώρο των διανοουμένων του δάσους. Ο ίδιος ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καλλι­τέχνης. Είχε εκδώσει τρεις πρωτοποριακές ποιητικές συλλο

Ροζ

Εικόνα
Δυο στάλες δάκρυ και δυο χαμόγελα, γεμάτα με πίκρα δύο γλυκόλογα και τρεις κουβέντες σου για τα παλιά ποιος θα μου το ‘λεγε, πως θα κουβάλαγα τόση ξεφτίλα άστατες μνήμες των τόσων ανθρώπων που ήρθαν κοντά; κι αν με πλησίασαν ή άλλοι μ’ αρνήθηκαν, δε λογαριάζω ρίχνω τα μάτια μου μήπως τα χνάρια μου ν’ ακολουθάς και στα λασπόνερα τώρα όπου βρίσκομαι, όλο βουλιάζω μες στα βροχόνερα πνίγεται η αγάπη μου, τι με κοιτάς; σύρε στο διάβα μου κι έλα σιμά μου να σε κεράσω πόνο και δάκρυα, μνήμες που έκαψα, ν’ αναστηθείς το ‘πε μι’ αγάπη μου, ένα ροζ όνειρο που ‘χα να πιάσω από τα σύννεφα έπεσε κι έσκασε στη γη που πατείς σύρε τα πόδια σου, πάνω του ανέβα και σύνθλιψέ το έλα στα γρήγορα, αχ μη το λυπάσαι, το ξέρω μπορείς κάθε μι’ αγάπη από σφάλμα γεννήθηκε, πανάθεμά το κι όταν θα λιώσει, τα χνώτα σου κάλυψε μα πίσω μη ‘ρθεις δεν περιμένω λοιπόν την Άνοιξη, να φύγω απ’ το σπίτι σε μια κλωστή η ζωή πάντα κρέμεται τα βράδια νωρίς κι όταν η ώρα αγγίξει το λιόγερμα και φτάσει το δείλι είναι που τ’ άστρ

Αν σ' αγαπώ

Εικόνα
Θέλεις να μάθεις αν στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ; αν δε σε λέγανε Μαρία δε θα ‘χαν αποπλεύσει της αγάπης μου τα πλοία ούτε κι η θάλασσα θα ξέβραζε το σώμα μου σε κάποια παραλία να σχηματίζει ο έρωτας, ορθή γωνία κι εγώ να γλύφω τα παπούτσια σου, σα σκύλος που ζήτησε μονάχα ένα χάδι κι ηρεμία γαλήνη, απ’ τη γαλήνη σου που ζήλεψα κι αν είπα ψέμα, σχώρνα με, αλλά δεν είπα ή μια κακία αν είπα, σχώρνα με, αλλά δεν είπα για τα φιλιά που ήπια, σχώρα με μα μου τα πρόσφερες απλόχερα στην πρώτη γνωριμία κι έτσι σ’ ανέβασα σε θρόνο και σε φώναξα “Κυρία” έτσι σ’ ανέβασα στα ουράνια και σ’ ορμήνεψα πως θα ‘μαι πάντοτε ο άγγελος που σε φυλά, Μαρία τι πήρα και τι έδωκα, λογάριασε θα καταλάβεις μόνη σου, που μπάταρε η αγάπη όλα τα βράδια σ’ έκλαιγα με μαύρο δάκρυ κι εσύ γι’ αντάλλαγμα μου είπες “άντε γεια” τώρα τι ψάχνεις στα σκουπίδια για να βρεις; εμείς πετάξαμε το όνειρο στη στάχτη κι εσύ του έβαλες φωτιά, για να καεί πιο γρήγορα θέλεις να μάθεις αν στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ; βγες απ’ το σπίτι σου και ρώτα κάθε

Πορφυρά φιλιά

Εικόνα
Περπάταγα για ώρες, ξημερώματα τριγύρω απ’ τη μικρή τη γειτονιά σου που να ‘ναι το κορίτσι μου, που χάθηκε που βρίσκονται τα πορφυρά φιλιά σου; στα μαύρα είχα ντύσει το κορμάκι μου κι η μπλούζα ασορτί με την ψυχή μου τι έκανα κι αμάρτησα καλή μου και μένω να στερούμαι το φιλί; στα σπίτια, οι γειτόνοι σου κοιμόντουσαν το φως στο παραθύρι σου αναμμένο - για ‘κείνο το μικρό παραθυράκι σου μιλώ που λάμπανε τ’ αστέρια μια νυχτιά στα κοριτσίστικα σεντόνια σα με είχες ξαπλωμένο δεν έπαυε στιγμή ν’ απουσιάζει το στόμα σου απ’ το δικό μου στόμα για ο,τι κι αν σε παίνευα κορίτσι μου τα χείλη σου με γέμιζαν με χρώμα μου έλεγες, τα μάτια μου πως έλειπαν και τα ‘θελες κοντά σου όλη τη μέρα τα χέρια μου σε μάγευαν, μου έλεγες, θυμάσαι; μα ο έρωτας δεν πήγε παραπέρα περπάταγα για ώρα τα χαράματα με βρήκε ξαφνική λιποθυμία τα χέρια μου μαζεύτηκαν κατάχαμα και έκλαιγα μ’ ανείπωτη μανία τι κι αν το όνομά σου στριφογύριζε στο στόμα, το λαιμό, τα σωθικά μου; κατράμι - δειλινό μας εξουσίασε ρωτάς αν θέλει

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ» & ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ» ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008 & ΩΡΑ 7.30μ.μ. ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ, ΑΘ.ΔΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ 59 ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΘΑ ΚΟΠΕΙ Η ΠΙΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ TOY ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ Θα ακολουθήσει κέρασμα! Η υπ. Λογοτεχνικής Ομάδας Αρετή Γκιωνάκη Τα μέλη της Λογοτεχνικής Ομάδας
ΤΟΧΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ Το ποίημα είναι δύσβατο· μα, δες, πώς σε παρηγορεί κάτι βραδιές τρισκότεινες, που φέγγει απόμακρο μονάχα το πλατύ του παραδείσου. Εδώ, όλο στίχοι απόκρημνοι κι επίθετα τετράγκωνα σε ξεκλωνίζουν. Μα, δες, εκεί, ένα λιανό στιχάκι, νυχτωμένο πώς τριγυρνά στις ερημιές και … τραγουδάει. Είναι το ποίημα φοβερό· μα τόχει ο λόγος. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

good luck

Φωτιά η παγωμένη σου κατάργηση στους σταλακτίτες που μάζεψε το «αντίο», συγκίνηση συντροφιά με τ’ ανάθεμα ενός «θα μπορούσε…» Οι νόμοι των πιθανοτήτων στην αποπλάνηση των αισθήσεων και το γυαλί της ανάλυσης, έκθεμα στην περιήγηση των συνειρμών. Μια τρύπα ίσαμε το μέγεθος της αδράνειας ξερνάει τους σπασμούς της αόρατης επίκλησης, σε λίγο το σώμα της θα πάρει την κλίση του βρέφους που βυζαίνει τα σύννεφα. Μαλάζοντας τον κεραυνό με τα ακροδάχτυλα, σώμα το στόμα με τη φλέβα του ονείρου, να σπάσει ο υμένας του τίποτα στο έλεος τ΄ αναθέματος ενός «θα μπορούσε». Δεν ήσουν ό,τι καλύτερο μου έλαχε γατοψυχή που ακόμα γλείφεις το άδειο σου πιατάκι, μα είσαι συ και τώρα πρέπει να σε μάθω ν’ αντέχεις το βάρος μιας ανάσας αλήθειας.

Και τα μελλούμενα πίσω

Όταν μετά την εκτόξευση μπροστά, έ έκανες γκελ στον τοίχο της απόρριψης κ και γύρισες, πέρασες πάνω απ τα κεφάλια των παιχτών κ και μού’ ρθες. μα τώρα με λες εγωίστρια που έσκασες επάνω μου στο σημείο της κρούσης. Λες και το δικό μου ζητούμενο, με ήθελε αερόσακο στο δικό σου "τέρμα".

Κουφέτα!

Εικόνα
Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ελάτε στη γιορτή γίνεται γάμος σήμερα και έχει απαρτία οι συγγενείς κοιτάζονται με μάτια γουρλωμένα και πίσω απ’ το χαμόγελο, τι τάχα; η ζήλια κρύβεται ολοένα κι η κακία τριγύρω οι παράνυφοι μοιράζουν μπομπονιέρες - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! - και στα δικά σας, και στα δικά σας, να ζήσετε! έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι και στα μισά της εκκλησιάς παραφυλάει στη γωνία οι συγγενείς χαμογελούν μα είναι στ’ αλήθεια ξένοι κι η νύφη ανεβαίνει ασπροντυμένη για δες, παντρεύονται στην εκκλησιά οι ερωτευμένοι μα είναι στο βάθος της καρδιάς τους χωρισμένοι αφού κανείς δεν έμαθε, αγάπη τι θα πει έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι στα μεθυσμένα μάτια τους ανάβει πυρκαγιές - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! ειν’ η αρρώστια της ψυχής μία λεπτή ισορροπία άλλος πηδάει ρεματιές κι άλλος τις αποφεύγει σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, τι σε κρατά κλεισμένη φυλακισμένη απ’ τον κόσμο π’ απαρνήθηκες; τη νύφη ψάχνω. Ω! τι χαρά, ειν’ η δική μου αγαπημένη κι εμείς

ΑΓΙΟΣΥΝΗ

Εικόνα
Το να 'σαι ποιητής και ν' αγνοείς το επάγγελμα Το να 'σαι εραστής και ν' απωθείς κάθε γυναίκα: Δίδυμη ειρωνεία που δημιουργεί μεγάλους άγιους Οι σταγόνες-δαγκάνες εναγώνιες του Ουρανού. Πάτρικ Κάβανα

Τη γλώσσα, ποιητές!

Εικόνα
Τραγούδια μάθαμε, στο στόμα να τα λέμε που άλλα υμνούν τους έρωτες κι άλλα το μισεμό μας με μελωδίες πένθιμες, μέσα στις εκκλησιές τη γλώσσα ποιητές, τη φτιάξαμε για να ‘χουμε να τρώμε ποιήματα, που να μιλούν για έρωτες κι άλλοτε για τις θύμησες αφού πνευματική τροφή δε βρήκαμε κρυμμένη στα ντουλάπια μήτε και το ψωμί να ψήνεται, στα φώτα της σελήνης εμείς, στο στρογγυλό τραπέζι μας, βρήκαμε τον Μπωτλαίρ για κολατσιό στο λιόγερμα, τρώγαμε τον Ελύτη στις σκάλες π’ ανεβαίναμε, του Κάλβου τις Ωδές τη γλώσσα ποιητές, τη φτιάξαμε για να μιλά η εκδίκηση για να μιλούν οι λέξεις που κολλούσανε στο στόμα όταν εκφράζαμε του κόσμου τις πληγές αφού σημαίες και πανό, στα χέρια δεν υψώσαμε μήτε στους δρόμους μαζωχτήκαμε να κάνουμε ειρήνη εμείς, το δίκιο λέγαμε, του εργάτη τις ουλές κι αυτοί μας καταχώνιασαν στον πάτο της ευθύνης τραγούδια μάθαμε, στο στόμα να τα λέμε που άλλα υμνούν τους έρωτες κι άλλα το μισεμό μας με μελωδίες πένθιμες, μέσα στις εκκλησιές. γιώργος_κ

comptine d'un autre été - yann tiersen

Άστατες καρδιές

Εικόνα
Τα σαββατόβραδα, τις Κυριακές τα πρωινά φωτιά είχε ανάψει στις γραμμές του τηλεφώνου - “γεια σου αγάπη μου” - “γεια σου μωρό μου” - “τι ώρα να ‘ρθω να σε πάρω, στις εννιά;” - “είσαι η λατρεία της ζωής μου κι ο άνθρωπός μου” “…όπως σου δόθηκα, έτσι μου δόθηκες κι ήταν η αγάπη μας εκλεπτυσμένη έζησα έντονα, έζησες έντονα κι ειν’ ένας έρωτας αυτό που μένει…” κοντά στα λόγια της αγάπης κι η βλακεία μια εικασία πάντα να πλανάται, ότι υπάρχει άλλη στα λόγια του έρωτα μπλεγμένη κι η ζηλία και στο μυαλό, η φαντασία να οργιάζει, να βρυχάται “…μα εγώ έχω εσένα κι εσύ εμένα κι ειν’ η αγάπη μας χρυσό πουλί μα εγώ έχω εσένα κι εσύ εμένα δυο π' αγαπιούνται είναι πολλοί...” *(σ.σ. Σώτια Τσώτου) τώρα δε μένουν στο μυαλό τα περιθώρια κι η αμφιβολία πως δεν έφυγε το τρένο είναι αλήθεια όπως πέθανες, αργοπεθαίνω δέξου μονάχα, ήμουν για σένα και για μένα εσύ! “…όπως σου δόθηκα, έτσι μου δόθηκες κι ήταν η αγάπη μας εκλεπτυσμένη έζησα έντονα, έζησες έντονα κι ειν’ ένας έρωτας αυτό που μένει…” γιώργος_κ

Μαγικές μελωδίες * μυστικοί θησαυροί

Θέλω ν΄αφεθώ σε μια μελωδία. Nα με πάρεις απ το χέρι και να μου δείξεις τα βήματα του χορού. Κράτα με σφιχτά, μη με αφήσεις! Τώρα σ΄έχω ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Ας μου δείξεις πράγματα που δεν έχω δει, ας μου δώσεις να γευτώ ότι δεν γνωρίζω ακόμα, ας μου μάθεις ότι παρέλειψαν να μου διδάξουν άλλοι… δε το θεωρούσαν σημαντικό, αφού δε χωρούσε στο δικό τους μικρό και εύθραυστο, κρυστάλλινο κόσμο και πάνω απ΄όλα ας μοιραστείς μαζί μου χωρίς να φοβάσαι το μετά. Δε θέλω να σου κλέψω ότι θεωρείς πιο πολύτιμο, θέλω απλώς να σε γνωρίσω καλύτερα και να μοιραστώ μαζί σου και τους δικούς μου θησαυρούς, δεν ωφελεί να τους κρατάω άλλο μυστικούς. Υπάρχουν για κάποιο λόγο και ίσως αυτός ο λόγος να είσαι εσύ. Μη με φοβάσαι! Πάρε με απ το χέρι και δείξε μου ότι δεν έχω δει ακόμα... Georgia's World
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ: η απτή πραγματικότητά του ασήμαντου. ΑΛΑΤΙ: ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη, μέσα σ’ αυτή την ένοχη υγρασία. ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ζώο ή κραυγή; ΑΝΟΙΞΗ: οργή του δειλινού. ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ: ούτε ένα βήμα αυλή. ΑΠΟΓΕΥΜΑ: κάπου μακριά, ένα δέντρο σαλεύει με τ’ αρχαία του φύλλα μιαν ακατόρθωτη ψυχή. ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗΣ: μια φλούδα φεγγάρι εργατικό. ΑΠΟΣΤΑΣΗ: το μάκρος που επιστρέφει άνθρωπος, για να τελειώσει τόπος. ΑΡΝΗΣΗ: κάτι αμάθητο χιονίζει ανάμεσά μας. ΒΡΑΧΟΣ: τετράποδο όνειρο. ΓΑΤΑ: ένας πόθος σχεδόν γλώσσα. ΓΕΡΑΚΙ: η φτερούγα ενός απόκρημνου θανάτου. ΓΛΩΣΣΑ: μια αγκαλιά υγρή απελπισία. ΔΑΚΡΥ: ανήλικο κραυγής. ΔΑΧΤΥΛΑ: δέκα λαγκάδια αηδόνια σκοτεινά. ΔΕΝΤΡΟ: η ζωή μπορεί να περιμένει ωσότου δάσος. ΔΕΡΜΑ: ό,τι ανήμπορο στο θράσος του ανέμου. ΔΡΟΣΙΑ: ένα φύλλο παγωνιά. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: η ζωή σαν αλάτι σε πληγή. ΕΛΙΑ: μαύρος καρπός, χυμός καθηλωμένος σε τέσσαρων ανέμων φυλακή. ΕΠΙΘΥΜΙΑ: καρδιά σαν πέτρα ακαριαία σε λιθοβολισμό. ΕΡΓΑΤΗΣ: δυο βήματα ερπετό. ΕΡΩΤΑΣ: είκοσι τέσσερα φεγγάρια

Επιστροφή

Εικόνα
Τραβάς κουπί σε μια ληγμένη ιστορία κι είμαι η βάρκα που τη λένε προδοσία κυλώ στις φλέβες σου μέσα στο αίμα σου κυκλοφορώ και χάνομαι μα πλέον μ’ ένα βήμα του κορμιού σου δεν μπορείς να με τελειώσεις οι μπότες νούμερο τριάντα-εννιά θα μείνουν φυλαγμένες στο κουτί της βιβλιοθήκης σου, πιο δίπλα απ’ τη χημεία τις φόρεσες και πάτησες μια νύχτα στην ψυχή μου κι ήρθες μετά να παραδώσεις εργασίες διανυσμάτων χρωστάς κι ένα σου μάθημα στον πληγωμένο εγωισμό κι ένα γραπτό διαγώνισμα στη φυσιολογία του έρωτα τραβάς κουπί σε κάποια θάλασσα που λέγεται επιστροφή στεριά δεν έχει ο λογισμός για να πατήσεις κυλώ στο αίμα σου κι είμαι κομμάτι του κορμιού σου φεύγω όπως ήρθα κάποια νύχτα με πανσέληνο και δε χαρίζω ούτε συγνώμη σε κανέναν κι όσο στα μάτια με κοιτάς, μην απορείς φεύγω όπως ήρθα κι ειν’ αδύνατο να μου αλλάξεις γνώμη. γιώργος_κ

Ένα χαμόγελο να στάξεις

Εικόνα
Αφήνεις πάντα το παρελθόν, στο παρελθόν εκεί να μένει λησμονημένο ξεχασμένο απ'τη μνήμη και τον πόθο μα να πλανάται κάθε τόσο, σα μυστήριο εικόνες τέτοιες, που ποτέ δεν ξεθωριάζουν γραμμένες πίσω από το πείσμα λέξεις κρυμμένες που σε ζαλίζουν, σα φρικτό βασανιστήριο και δε μπορείς να τις πετάξεις κι ούτε με φθόνο ή μανία, να τις σκίσεις μπορείς μονάχα να ξεχάσεις ο,τι σε πλήγωσε, σε πρόδωσε, να φτύσεις καινούργια ημέρα ξεκινάει ο ουρανός, πιο φωτεινός και πιο γαλάζιος από το χθες που σε πονούσε βρες το κουράγιο και περπάτησε μπορείς μονάχα να γελάσεις έστω από σπόντα, ή από μίμηση κι ένα χαμόγελο να στάξεις για να σκοτώσεις, ο,τι κάποτε σε σκότωσε. γιώργος_κ

Καινούργιος έρωτας

Εικόνα
Καινούργιος έρωτας απόψε ξημερώνει κι έχει το όνομα που πάντοτε αγαπούσα συγνώμη αγάπη μου παλιά, σε καρτερούσα μα εσύ απόγινες στιλέτο που καρφώνει έτσι κι εγώ βρήκα τη δύναμη να κρύψω μία πληγή που ‘χω στα χείλη να ματώνει κι άμα ρωτήσεις το Θεό γιατί ‘σαι μόνη παρ’ την απάντηση και καν’ την φυλακτό είμαστε άνθρωποι και σφάλμα ο,τι ζούμε μα ούτε ο θάνατος δε θέλει να τ’ αλλάξει από αγάπη σ’ άλλη αγάπη οδηγούμαστε δίχως πιοτό λίγο απ’ τον έρωτα να πιούμε φύγε λοιπόν, είσαι πια ελεύθερη και μόνη τράβα να βρεις αυτό που πάντα επιθυμούσες τι κι αν τα χείλη σου, μου είπαν μ’ αγαπούσες τωρ’ αμφιβάλλω μες στη σκέψη σου αν ζω καινούργιος έρωτας απόψε μ’ ανταμώνει κι έχει τα μάτια σου, που πάντοτε ποθούσα θυμήσου λίγο όταν στα χείλη σε φιλούσα κι ήθελα τόσο η στιγμή να μην τελειώνει τώρα τα χείλη μου θα σμίγουν μ’ άλλα χείλη κι η αγκαλιά μου θα γεμίζει μ’ άλλο σώμα για παραδέξου το λοιπόν, μπορείς ακόμα έφταιξες κάπου, για να φτάσουμε ως εδώ. γιώργος_κ

love somebodys love

Εικόνα
οι καιροί είναι τρελοί τα κενά πάντα εδώ πάρε βλέμμα από κείνο το άγγιγμα.. είσαι ελεύθερος πριν μείνεις πάλι μόνος αγάπα την αγάπη ενός άλλου νιώσε την υγρασία σου φέρε εκείνο το νεκρό ποίημα μπες στο είδωλο του απέναντι είσαι στο όνειρο πριν μείνεις πάλι μόνος αγάπα την αγάπη κάποιου άλλου δες το ποθητό τελείωμα δες το χρώμα της σκέψης του σύρσου..απαλά και μπες στην αγάπη κάποιου άλλου είναι αργά για να κλείνεις τα μάτια είναι μονάχα οι καιροί τέτοιοι μόνο οι καιροί .. το κορίτσι στα άσπρα το αγόρι μπλε στήθος κόκκινο κίτρινο κορμί δερμάτινο το πόδι σου αστέρια μες στο πρόσωπο σύννεφα στα μάτια σου emerson

Ευτυχισμένο το νέο έτος

Εικόνα
Γέρε χρόνε καθώς φεύγεις μακριά πάρε μαζί σου κάθε λύπη, συμφορά. Νέε χρόνε χάρισέ μας τη χαρά, την αγάπη κι ό,τι επιθυμεί κάθε καρδιά. Κάθε μέρα του 2008 να είναι ευτυχισμένη παραμυθένια, ονειρεμένη. Κάθε όνειρο να γίνει εφικτό. Δάκρυα χαράς ελπίδας και αγάπης να τρέχουν απ' τα μάτια κι όχι λύπης και πόνου. Η Χάρη του Θεού να γεμίσει τις καρδιές μ' αγάπη κι ελπίδες χρυσές. Σ' όλο τον κόσμο ν' απλωθεί το φως του Χριστού. 1/1/08 elenitheof

Σ’ αυτή που αγάπησα

Εικόνα
Σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να περιμένει δε μοιάζει απροσπέλαστος του έρωτα ο παράδεισος μήτε και μακρινό φαντάζει το ανέφικτο θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα σώμα που ‘ναι ντυμένο με λευκά κρινόφυλλα κι επουδενί μαυροντυμένο θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα όνειρο π’ όνειρο γίνηκε απ’ των δύο τη συγνώμη ٘ Συγνώμη μάτια μου κι αν χάλασα το όνειρο θα ξαναφτιάξουμε καινούργιες πολιτείες κι όχι χωριά που ερημώσαν από πόλεμο που ‘χουν πνιγεί απ’ των δακρύων τις αιτίες σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να μην αλλάξει κι όταν τη βρω θα γονατίσω και θα κλάψω μα τούτα ‘δω τα δάκρυα θα ‘ναι από ευτυχία σαν ‘κείνη τη στερνή φορά που σμίξαμε μια τελεσίδικη αγκαλιά στην προσδοκία ٘ Θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα όχημα που απογειώνεται να φθάσει τη σελήνη κι άμα ξεμείνει από καύσιμα ٘βουτά στα σύννεφα κι αναλαμβάνει εξολοκλήρου την ευθύνη σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να υπομένει δε τη φωνάζουνε τυχαία γαρ “Μαρία” είναι απ’ της μοίρας ‘κείνα τα παιχνίδια τούτος ο έρωτας που μοιάζει τόσο ανέφικτος σαν ανεκπλήρωτος τη

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Εικόνα
Οι εκδόσεις Ηλέκτρα και το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ σας προσκαλούν την Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008, στις 8 μ.μ., στην παρουσίαση της εκδοτικής σειράς ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑ Τα Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λαϊκής Λογοτεχνίας (Διεύθυνση Σειράς: Γιώργος Μπλάνας) Θα μιλήσουν: Μάκης Πανώριος, συγγραφέας Αντωνία Κατσαβού, συνεργάτις του περιοδικού «Φανταστικά Χρονικά» Διονύσης Παπαδόπουλος, ψυχίατρος Συντονισμός: Γιώργος Μπλάνας

Ίνα δικαιωθεί η αγάπη

Εικόνα
Αγόρασα δροσιά από τη θάλασσα και έκλεψα τα κύματα απ’ τον άνεμο περπάταγα για ώρες πλάι στην ακροθαλασσιά να πιάσω απ’ την αρχή, όλο το νήμα του έρωτα και μέτραγα ένα-ένα τ’ ατοπήματα ποιο νόημα έχει άλλωστε η ζωή δίχως ετούτον; κι ειν’ η ζωή μια τουφεκιά που κομματιάζονται στ’ αγέρι τα τρυγόνια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα συνθλίβονται τα σύννεφα και μένουν έρμοι κι ορφανοί οι μελλοθάνατοι να υψώνουν τη φωνή τους δειλοί, μπροστά στο θάνατο μα πέρα κι απ’ το θάνατο, τ’ ανέφικτο κι ανέφικτο θα μένει μέχρι κάποιος να το πιάσει ανέφικτο θα υφίσταται πριν κάποιος τολμηρός να το προφτάσει τρεχάτε να το δείτε! το δώρο της παραμονής δεν έφτασε στο τζάκι θα βρείτε κρεμασμένη μοναχά μια τρύπια κάλτσα που την έφαγε ο σκόρος το χάσαμε το πλοίο ενώ πέρναγε απ’ την πόρτα μας κι ίσως ποτέ να μη το δούμε ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα βλέπετε, νόμιζα πως ήμουν ποιητής μ’ αρχίζω ν’ αμφιβάλλω κοιτάζω τα τριαντάφυλλα και δε διακρίνω έρωτα κι

Είναι Χριστούγεννα

Εικόνα
Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό μαύρα Χριστούγεννα κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια φταίει που καίω τις αναμνήσεις μου στη φλόγα του κεριού κι είναι τα φώτα όλης της γης τώρα σβησμένα είναι τα λόγια της αγάπης ειπωμένα μα τρόπο άλλο δε βρήκανε να ξαναειπωθούν είναι Χριστούγεννα, για δως μου ένα φιλί ίσα ν’ ανάψει απ’ την αρχή ένα κεράκι απ’ των χειλιών σου την πνοή και απ’ το δάκρυ που ήξερα να κρύβω πριν στα μάτια σου φανεί φύσα ν’ ανάψει ένα κερί να δω που κρύβεις τόση απύθμενη αγάπη σβήσαν τα όνειρα και χάσαμε το χάρτη ενώ ετοιμάζαμε ταξίδια στο χαρτί φύσα ν’ ανάψει ένα κερί να δω ακόμα αν αγκαλιάζεις τα κομμάτια μου έτσι μου το ‘γραφες, με νότες ευτυχίας από ‘να έρωτα που πέθανε χωρίς ν’ αναστηθεί τ’ άφησα, ξέρεις που, στο γωνιακό παρκάκι εκεί που έγραφες “μωρό μου σ’ αγαπώ” στο ξύλινο παγκάκι κι ήθελα απλά έτσι για λίγο να στο πω. γιώργος_κ (ευχαριστώ τη Νι
ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ σου χρόνε κι εκείνο το ξυλάλογο της προσδοκίας, εκείνο το ξυλάλογο: γνώριμο τέχνασμα, σχεδόν απρέπεια, σχεδόν ασχήμια και οπωσδήποτε αλητεία. Η μια ψυχή ζητάει το γίγαντά της, η άλλη ρωτάει καθρέφτες την ψυχή της. Τρίτη αφήνει όνειρα σημάδια για να επιστρέψει δυσανάγνωστη στο φτωχοκείμενό της. Με παραμύθια λιγοστεύουμε μεγάλοι, με παραμύθια αυξάνουμε παιδιά. Συμμορφώσου, συμμορφώσου, χρόνε αδέξιε παραμυθά. Σηκώνεται, πλένει το πρόσωπο, ντύνεται κατάσαρκα τον κήπο και διεκδικεί το θάνατο με άνθη και πάθη και σώμα και ψυχή. Χρόνε παράδοξε φονιά, η φτώχια ζώο παραφυλάει. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Κραυγή

Εικόνα
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά Χωρίς τέλος Όπως ο πόνος Και η μοναξιά Κουράστηκα Να μιλάω μόνη μου Να γελάω μόνη μου Να κλαίω και να τραγουδάω μόνη μου Μου είπες υπάρχουν πολλά μονοπάτια να διαβώ Τα πόδια μου όμως γέμισαν πληγές και δε μπορώ να περπατήσω Δεν υπάρχουν μπροστά μου χνάρια για να βρω το δρόμο Τα μάτια μου είναι θαμπά από την εικόνα σου Περπατάω και ρίχνω πίσω μου άμμο Να ξαναγυρίσω Κι ας ξαναπονέσω Κι ας άδειασαν τα χέρια μου απ’ την αφή σου Χτυπάω την πόρτα Παίρνω τηλέφωνο Στέλνω γράμματα Σιωπή Λείπεις Λείπω Λείπουμε Μακριά Γιατί τα κόκκινα λαμπιόνια της γιορτής έγιναν μαύρα; Γιατί ερήμωσε η φάτνη μας; Γιατί τα κάλαντα έγιναν μοιρολόγια; Γιατί τα όνειρα της νέα χρονιάς έγιναν εφιάλτες; Έχω βουλιάξει στη θάλασσα του αλκοόλ Έχω βυθιστεί στη ζάλη του ποτού Ο καπνός του τσιγάρου γεμίζει το μυαλό μου Θέλω να θολώσω τις θύμησες Φέτος δεν έχει στολίδια Ούτε τραγούδια Ούτε χρυσόσκονη Ούτε αγγέλους να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό Φέτος έχει εμένα Χωρίς εσένα Και μια καληνύχτα αντί για καλή
Εικόνα
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ! ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Τα δεντράκια της φωτογραφίας που μοιάζουν με τεράστια @@@@@, με το συμπάθιο, δεν είναι πλατάνια, αλλά τα περίφημα Baobab που γνωρίσαμε από την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα στο βιβλίο του Exupery. Ναι, είναι αυτά τα απειλητικά, τα καταστροφικά δεντράκια που αν τα αφήσεις να μεγαλώσουν, οι ρίζες τους μπορεί να απλωθούν τόσο πολύ που να καταστρέψουν ολόκληρο τον πλανήτη. Συνδέστε το αυτό με τα στοιχεία της καθημερινότητας μας και θα δείτε πως είχε δίκιο ο ποιητής! Σας αφήνω για σήμερα με τις ευχές και την παραπάνω φωτογραφία, σε συνδυασμό με την εξαιρετική μουσική της Βaobab Orchestra, γνωστής στους ακροατές του Kosmos 93,6

Χριστούγεννα χωρίς εσένα

Εικόνα
Κι αν μου λείπεις ; Χριστούγεννα είναι κι οι πευκοβελόνες μου τρυπούν τα δάχτυλα Κι αν σου λείπω; Πρωτοχρονιά είναι και τα στολίδια θαμπώνουν μες τα μάτια μου Σπασμένα στο πάτωμα πάνω τους πατώ Τα πόδια μου ματώνουν μα πιο πολύ στη καρδιά μου φτάνουν πολύχρωμα κομμάτια κοφτερά Αλλη μια πρωτοχρονιά χωρίς εσένα κι οι μνήμες έρχονται Αγιοβασιλιάτικο δώρο σε μαύρο κουτί Κι άλλα Χριστούγεννα χωρίς εσένα και τα αγγελάκια στα δέντρα δε κρατούν πια καμπανούλες μονάχα μια λύρα χρυσή την απουσία σου να τραγουδούν και του Χριστού τη θεία γέννηση Τη νύχτα εκείνη όλα γύρω μου γυρνούν πολύχρωμα κομματιασμένα Χαραγμένα σ αγαπώ σε παλιά στολίδια ξεχασμένα σε υγρό πατάρι Στολίδια που χάσαν τη γιορτή και στα αζήτητα μείναν να θυμίζουν παλιότερες γιορτές κι ευτυχισμένες στιγμές

Το όνειρο

Εικόνα
Τον χάρο που έρχεται από μακριά θα τον προϋπαντήσω θα τον καλέσω εδώ σιμά μου να καθίσει να τον κεράσω τσικουδιά και μέλι, να γλυκάνει ο πόνος κι όταν στερνά με χαιρετίσει όταν ζητήσει την ψυχή να πάρει πίσω θα τον ρωτήσω μόνο ετούτο, αν γνωρίζει τι απόγινε η πρώτη μου αγάπη κι αν λάμπουνε τα μάτια με χαμόγελα στο στόμα για το μέρος που κοιμούνται οι νεκροί, θ’ αποχωρήσω κι αν μαύρισαν τα μάτια απ’ το κλάμα και το δάκρυ τόσα χρόνια μια τελευταία χάρη θα ζητήσω να την κεράσω ένα φιλί στο στόμα πριν να σβήσω να πιω χρυσάφι απ’ τα χείλη της δροσιά απ’ τη ματιά της τον ήλιο απ’ τα χέρια της, τ’ αστέρια τα λευκά και μία τρίχα απ’ τα μαλλιά θα πάρω φυλακτό για το ταξίδι τον χάρο που έρχεται από μακριά δε τον φοβάμαι φοβήθηκα στη σύντομη ζωή μου, κάποιους λύκους που μου τρώγαν τα συκώτια και κάτι τσοπανόσκυλα, προστάτες λέει του εαυτού μου μηδέ τον κεραυνό φοβήθηκα που έπεσε εμπρός μου μηδέ στο θάλαμο του ιατρείου, όσο αίμα μου κι αν έχασα εδώ, έχασα όλη τη ζωή μου να φωνάζω μα φαίνεται η φων

Ξέχασέ με!

Εικόνα
Ο χρόνος ξέχασε να περνά.. Ξέχασέ τα όλα.. Πέταξέ τα όλα.. Δεν χρειάζεσαι τίποτα δικό μου. Άσε με.. Δεν θέλω άλλο να πονάω. Μη μου λες πως μ' αγαπάς. Δε θέλω.. Με πονάς! Ξέχασέ με! Πιο πολύ τις νύχτες με πονάς. Δεν το πιστεύω, αλλά σ' αγαπάω ακόμα. Δεν θα καταλάβεις ούτε μια στιγμή ότι πονάω.. Η καρδιά μου ακόμα χτυπάει στους χτύπους που εσύ της έμαθες. Η Φωνή της μου είπε να σου πω πως δε σε ξέχασε, πως σ' αγαπάει.. Παρ' όλο που και εγώ πονάω.. Ξέχασέ με! Ό,τι έμαθες ως τώρα, ξέχασε το! Νιώσε με για μια φορά κι ας μου κοστίσει να μου πεις πως μ' αγαπάς.. Δεν μιλάς.. Ξέχασέ με! Δεν μ' αγαπάς. 7/12/2007 @ MyPlace

Μακριά

Εικόνα
Θα φύγω μακριά σου Γιατί η ζωή δε με βαστάει πια να μένω στο φεγγάρι σου Εδώ οι ώρες και οι σκέψεις δε σηκώνουν τις ψυχές μου Έχω ξεχάσει τ’ όνομά σου κι εγώ αρκετά σου κράτησα παρέα Καιρός να πάρω το βαπόρι και να φύγω για μια νέα αγάπη Τί κέρδισα άλλωστε από σένα και τί γύρεψα; Ήμουν φτερό κι ήσουν αγέρας που παρέσυρε σε δύστροπη αγάπη την αγάπη μου Τη μια γλυκό αεράκι που θροΐζει στοργικά τα θερινά βλαστάρια και της γης τ’ αγριολούλουδα Σα μητρικό χαδάκι που αλείφει το γυρτό κορμί για να περάσει ο πόνος Την άλλη αδιάκοπος βοριάς που σχίζει η μαχαιριά την άσπιλη καρδιά με φόρα Το μπαϊράκι σου δεν πρόκαμα να κουμαντάρω Κι από ατρόμητος λοιπόν θαλασσοπόρος έφτασα ναύτης στο κατώφλι σου Ει καπετάνισσα θα φύγω μακριά, τ’ ακούς; Κι εσύ θα ψάχνεις χρόνους χίλιους για να βρεις τα βήματά μου Και θα φιλάς τις πέτρες όπου πάτησα να πάω Θα προσκυνάς κάθε σημείο του κορμιού σου που το θώπευσα Θ’ αναπολείς κάθε λεπτό που σε κοιτούσα μες τα μάτια Καιρός να φύγω απ’ το λιμάνι τού

Βανίλια

Εικόνα
Εσύ αγόρασες φιλί και κεχριμπάρι απ’ τη Συρία Χρυσό απ’ το Λίβανο Εγώ το δάκρυ σου Παντρέψαμε το μίγμα και μας βγήκε προδοσία Κι η μοναξιά τις κρύες νύχτες περιμένει στη γωνία Δεν αγοράσαμε αγάπη απ’ τις μακρινές Ινδίες Μονάχα δύο πλαστικά φιλιά που κλέψαμε απ’ τον άνεμο Είκοσι-τρία χάδια απ’ τον οίστρο μιας ποιητικής μαγείας Ήσουν η μάνα μου στην παγωμένη Καισαρεία Κι εγώ μικρός Χριστός να περιμένει ντάντεμα απ’ τα μάτια και τη γλύκα των χειλιών σου Περνώντας ο Βασίλης απ’ τη στέγη μου, δεν πρόλαβε παρά ν’ αφήσει δύο κέρινα φιλιά στο τζάκι, για να σε θυμάμαι Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει Σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια Κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θα ‘ρθεις για να το δεις να σιγοκαίει Κι όσο θυμάμαι τα τριαντάφυλλα που πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πως δε θα ‘ρθεις Τότε λοιπόν σε ποιον να τα χαρίσω αυτά που ζήλεψα; Κι αυτά που με τ

Τhe night before Christmas

Εικόνα
by Clement Clarke Moore 'Twas the night before Christmas, when all through the house Not a creature was stirring, not even a mouse; The stockings were hung by the chimney with care, In hopes that St. Nicholas soon would be there; The children were nestled all snug in their beds, While visions of sugar-plums danced in their heads; And mamma in her 'kerchief, and I in my cap, Had just settled down for a long winter's nap, When out on the lawn there arose such a clatter, I sprang from the bed to see what was the matter. Away to the window I flew like a flash, Tore open the shutters and threw up the sash. The moon on the breast of the new-fallen snow Gave the lustre of mid-day to objects below, When, what to my wondering eyes should appear, But a miniature sleigh, and eight tiny reindeer, With a little old driver, so lively and quick, I knew in a moment it must be St. Nick. More rapid than eagles his coursers they came, And he whistled, and shouted, and called them by name; &qu