Κουφέτα!
Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ελάτε στη γιορτή γίνεται γάμος σήμερα και έχει απαρτία οι συγγενείς κοιτάζονται με μάτια γουρλωμένα και πίσω απ’ το χαμόγελο, τι τάχα; η ζήλια κρύβεται ολοένα κι η κακία τριγύρω οι παράνυφοι μοιράζουν μπομπονιέρες - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! - και στα δικά σας, και στα δικά σας, να ζήσετε! έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι και στα μισά της εκκλησιάς παραφυλάει στη γωνία οι συγγενείς χαμογελούν μα είναι στ’ αλήθεια ξένοι κι η νύφη ανεβαίνει ασπροντυμένη για δες, παντρεύονται στην εκκλησιά οι ερωτευμένοι μα είναι στο βάθος της καρδιάς τους χωρισμένοι αφού κανείς δεν έμαθε, αγάπη τι θα πει έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι στα μεθυσμένα μάτια τους ανάβει πυρκαγιές - ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! ειν’ η αρρώστια της ψυχής μία λεπτή ισορροπία άλλος πηδάει ρεματιές κι άλλος τις αποφεύγει σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, τι σε κρατά κλεισμένη φυλακισμένη απ’ τον κόσμο π’ απαρνήθηκες; τη νύφη ψάχνω. Ω! τι χαρά, ειν’ η δική μου αγαπημένη κι εμείς