Αναρτήσεις

Σ’ αυτή που αγάπησα

Εικόνα
Σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να περιμένει δε μοιάζει απροσπέλαστος του έρωτα ο παράδεισος μήτε και μακρινό φαντάζει το ανέφικτο θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα σώμα που ‘ναι ντυμένο με λευκά κρινόφυλλα κι επουδενί μαυροντυμένο θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα όνειρο π’ όνειρο γίνηκε απ’ των δύο τη συγνώμη ٘ Συγνώμη μάτια μου κι αν χάλασα το όνειρο θα ξαναφτιάξουμε καινούργιες πολιτείες κι όχι χωριά που ερημώσαν από πόλεμο που ‘χουν πνιγεί απ’ των δακρύων τις αιτίες σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να μην αλλάξει κι όταν τη βρω θα γονατίσω και θα κλάψω μα τούτα ‘δω τα δάκρυα θα ‘ναι από ευτυχία σαν ‘κείνη τη στερνή φορά που σμίξαμε μια τελεσίδικη αγκαλιά στην προσδοκία ٘ Θέλει τους δυο η αγάπη σ’ ένα όχημα που απογειώνεται να φθάσει τη σελήνη κι άμα ξεμείνει από καύσιμα ٘βουτά στα σύννεφα κι αναλαμβάνει εξολοκλήρου την ευθύνη σ’ αυτή που αγάπησα θα πω να υπομένει δε τη φωνάζουνε τυχαία γαρ “Μαρία” είναι απ’ της μοίρας ‘κείνα τα παιχνίδια τούτος ο έρωτας που μοιάζει τόσο ανέφικτος σαν ανεκπλήρωτος τη

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Εικόνα
Οι εκδόσεις Ηλέκτρα και το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ σας προσκαλούν την Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008, στις 8 μ.μ., στην παρουσίαση της εκδοτικής σειράς ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑ Τα Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λαϊκής Λογοτεχνίας (Διεύθυνση Σειράς: Γιώργος Μπλάνας) Θα μιλήσουν: Μάκης Πανώριος, συγγραφέας Αντωνία Κατσαβού, συνεργάτις του περιοδικού «Φανταστικά Χρονικά» Διονύσης Παπαδόπουλος, ψυχίατρος Συντονισμός: Γιώργος Μπλάνας

Ίνα δικαιωθεί η αγάπη

Εικόνα
Αγόρασα δροσιά από τη θάλασσα και έκλεψα τα κύματα απ’ τον άνεμο περπάταγα για ώρες πλάι στην ακροθαλασσιά να πιάσω απ’ την αρχή, όλο το νήμα του έρωτα και μέτραγα ένα-ένα τ’ ατοπήματα ποιο νόημα έχει άλλωστε η ζωή δίχως ετούτον; κι ειν’ η ζωή μια τουφεκιά που κομματιάζονται στ’ αγέρι τα τρυγόνια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα συνθλίβονται τα σύννεφα και μένουν έρμοι κι ορφανοί οι μελλοθάνατοι να υψώνουν τη φωνή τους δειλοί, μπροστά στο θάνατο μα πέρα κι απ’ το θάνατο, τ’ ανέφικτο κι ανέφικτο θα μένει μέχρι κάποιος να το πιάσει ανέφικτο θα υφίσταται πριν κάποιος τολμηρός να το προφτάσει τρεχάτε να το δείτε! το δώρο της παραμονής δεν έφτασε στο τζάκι θα βρείτε κρεμασμένη μοναχά μια τρύπια κάλτσα που την έφαγε ο σκόρος το χάσαμε το πλοίο ενώ πέρναγε απ’ την πόρτα μας κι ίσως ποτέ να μη το δούμε ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα βλέπετε, νόμιζα πως ήμουν ποιητής μ’ αρχίζω ν’ αμφιβάλλω κοιτάζω τα τριαντάφυλλα και δε διακρίνω έρωτα κι

Είναι Χριστούγεννα

Εικόνα
Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό μαύρα Χριστούγεννα κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια φταίει που καίω τις αναμνήσεις μου στη φλόγα του κεριού κι είναι τα φώτα όλης της γης τώρα σβησμένα είναι τα λόγια της αγάπης ειπωμένα μα τρόπο άλλο δε βρήκανε να ξαναειπωθούν είναι Χριστούγεννα, για δως μου ένα φιλί ίσα ν’ ανάψει απ’ την αρχή ένα κεράκι απ’ των χειλιών σου την πνοή και απ’ το δάκρυ που ήξερα να κρύβω πριν στα μάτια σου φανεί φύσα ν’ ανάψει ένα κερί να δω που κρύβεις τόση απύθμενη αγάπη σβήσαν τα όνειρα και χάσαμε το χάρτη ενώ ετοιμάζαμε ταξίδια στο χαρτί φύσα ν’ ανάψει ένα κερί να δω ακόμα αν αγκαλιάζεις τα κομμάτια μου έτσι μου το ‘γραφες, με νότες ευτυχίας από ‘να έρωτα που πέθανε χωρίς ν’ αναστηθεί τ’ άφησα, ξέρεις που, στο γωνιακό παρκάκι εκεί που έγραφες “μωρό μου σ’ αγαπώ” στο ξύλινο παγκάκι κι ήθελα απλά έτσι για λίγο να στο πω. γιώργος_κ (ευχαριστώ τη Νι
ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ σου χρόνε κι εκείνο το ξυλάλογο της προσδοκίας, εκείνο το ξυλάλογο: γνώριμο τέχνασμα, σχεδόν απρέπεια, σχεδόν ασχήμια και οπωσδήποτε αλητεία. Η μια ψυχή ζητάει το γίγαντά της, η άλλη ρωτάει καθρέφτες την ψυχή της. Τρίτη αφήνει όνειρα σημάδια για να επιστρέψει δυσανάγνωστη στο φτωχοκείμενό της. Με παραμύθια λιγοστεύουμε μεγάλοι, με παραμύθια αυξάνουμε παιδιά. Συμμορφώσου, συμμορφώσου, χρόνε αδέξιε παραμυθά. Σηκώνεται, πλένει το πρόσωπο, ντύνεται κατάσαρκα τον κήπο και διεκδικεί το θάνατο με άνθη και πάθη και σώμα και ψυχή. Χρόνε παράδοξε φονιά, η φτώχια ζώο παραφυλάει. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Κραυγή

Εικόνα
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά Χωρίς τέλος Όπως ο πόνος Και η μοναξιά Κουράστηκα Να μιλάω μόνη μου Να γελάω μόνη μου Να κλαίω και να τραγουδάω μόνη μου Μου είπες υπάρχουν πολλά μονοπάτια να διαβώ Τα πόδια μου όμως γέμισαν πληγές και δε μπορώ να περπατήσω Δεν υπάρχουν μπροστά μου χνάρια για να βρω το δρόμο Τα μάτια μου είναι θαμπά από την εικόνα σου Περπατάω και ρίχνω πίσω μου άμμο Να ξαναγυρίσω Κι ας ξαναπονέσω Κι ας άδειασαν τα χέρια μου απ’ την αφή σου Χτυπάω την πόρτα Παίρνω τηλέφωνο Στέλνω γράμματα Σιωπή Λείπεις Λείπω Λείπουμε Μακριά Γιατί τα κόκκινα λαμπιόνια της γιορτής έγιναν μαύρα; Γιατί ερήμωσε η φάτνη μας; Γιατί τα κάλαντα έγιναν μοιρολόγια; Γιατί τα όνειρα της νέα χρονιάς έγιναν εφιάλτες; Έχω βουλιάξει στη θάλασσα του αλκοόλ Έχω βυθιστεί στη ζάλη του ποτού Ο καπνός του τσιγάρου γεμίζει το μυαλό μου Θέλω να θολώσω τις θύμησες Φέτος δεν έχει στολίδια Ούτε τραγούδια Ούτε χρυσόσκονη Ούτε αγγέλους να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό Φέτος έχει εμένα Χωρίς εσένα Και μια καληνύχτα αντί για καλή
Εικόνα
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ! ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Τα δεντράκια της φωτογραφίας που μοιάζουν με τεράστια @@@@@, με το συμπάθιο, δεν είναι πλατάνια, αλλά τα περίφημα Baobab που γνωρίσαμε από την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα στο βιβλίο του Exupery. Ναι, είναι αυτά τα απειλητικά, τα καταστροφικά δεντράκια που αν τα αφήσεις να μεγαλώσουν, οι ρίζες τους μπορεί να απλωθούν τόσο πολύ που να καταστρέψουν ολόκληρο τον πλανήτη. Συνδέστε το αυτό με τα στοιχεία της καθημερινότητας μας και θα δείτε πως είχε δίκιο ο ποιητής! Σας αφήνω για σήμερα με τις ευχές και την παραπάνω φωτογραφία, σε συνδυασμό με την εξαιρετική μουσική της Βaobab Orchestra, γνωστής στους ακροατές του Kosmos 93,6

Χριστούγεννα χωρίς εσένα

Εικόνα
Κι αν μου λείπεις ; Χριστούγεννα είναι κι οι πευκοβελόνες μου τρυπούν τα δάχτυλα Κι αν σου λείπω; Πρωτοχρονιά είναι και τα στολίδια θαμπώνουν μες τα μάτια μου Σπασμένα στο πάτωμα πάνω τους πατώ Τα πόδια μου ματώνουν μα πιο πολύ στη καρδιά μου φτάνουν πολύχρωμα κομμάτια κοφτερά Αλλη μια πρωτοχρονιά χωρίς εσένα κι οι μνήμες έρχονται Αγιοβασιλιάτικο δώρο σε μαύρο κουτί Κι άλλα Χριστούγεννα χωρίς εσένα και τα αγγελάκια στα δέντρα δε κρατούν πια καμπανούλες μονάχα μια λύρα χρυσή την απουσία σου να τραγουδούν και του Χριστού τη θεία γέννηση Τη νύχτα εκείνη όλα γύρω μου γυρνούν πολύχρωμα κομματιασμένα Χαραγμένα σ αγαπώ σε παλιά στολίδια ξεχασμένα σε υγρό πατάρι Στολίδια που χάσαν τη γιορτή και στα αζήτητα μείναν να θυμίζουν παλιότερες γιορτές κι ευτυχισμένες στιγμές

Το όνειρο

Εικόνα
Τον χάρο που έρχεται από μακριά θα τον προϋπαντήσω θα τον καλέσω εδώ σιμά μου να καθίσει να τον κεράσω τσικουδιά και μέλι, να γλυκάνει ο πόνος κι όταν στερνά με χαιρετίσει όταν ζητήσει την ψυχή να πάρει πίσω θα τον ρωτήσω μόνο ετούτο, αν γνωρίζει τι απόγινε η πρώτη μου αγάπη κι αν λάμπουνε τα μάτια με χαμόγελα στο στόμα για το μέρος που κοιμούνται οι νεκροί, θ’ αποχωρήσω κι αν μαύρισαν τα μάτια απ’ το κλάμα και το δάκρυ τόσα χρόνια μια τελευταία χάρη θα ζητήσω να την κεράσω ένα φιλί στο στόμα πριν να σβήσω να πιω χρυσάφι απ’ τα χείλη της δροσιά απ’ τη ματιά της τον ήλιο απ’ τα χέρια της, τ’ αστέρια τα λευκά και μία τρίχα απ’ τα μαλλιά θα πάρω φυλακτό για το ταξίδι τον χάρο που έρχεται από μακριά δε τον φοβάμαι φοβήθηκα στη σύντομη ζωή μου, κάποιους λύκους που μου τρώγαν τα συκώτια και κάτι τσοπανόσκυλα, προστάτες λέει του εαυτού μου μηδέ τον κεραυνό φοβήθηκα που έπεσε εμπρός μου μηδέ στο θάλαμο του ιατρείου, όσο αίμα μου κι αν έχασα εδώ, έχασα όλη τη ζωή μου να φωνάζω μα φαίνεται η φων

Ξέχασέ με!

Εικόνα
Ο χρόνος ξέχασε να περνά.. Ξέχασέ τα όλα.. Πέταξέ τα όλα.. Δεν χρειάζεσαι τίποτα δικό μου. Άσε με.. Δεν θέλω άλλο να πονάω. Μη μου λες πως μ' αγαπάς. Δε θέλω.. Με πονάς! Ξέχασέ με! Πιο πολύ τις νύχτες με πονάς. Δεν το πιστεύω, αλλά σ' αγαπάω ακόμα. Δεν θα καταλάβεις ούτε μια στιγμή ότι πονάω.. Η καρδιά μου ακόμα χτυπάει στους χτύπους που εσύ της έμαθες. Η Φωνή της μου είπε να σου πω πως δε σε ξέχασε, πως σ' αγαπάει.. Παρ' όλο που και εγώ πονάω.. Ξέχασέ με! Ό,τι έμαθες ως τώρα, ξέχασε το! Νιώσε με για μια φορά κι ας μου κοστίσει να μου πεις πως μ' αγαπάς.. Δεν μιλάς.. Ξέχασέ με! Δεν μ' αγαπάς. 7/12/2007 @ MyPlace

Μακριά

Εικόνα
Θα φύγω μακριά σου Γιατί η ζωή δε με βαστάει πια να μένω στο φεγγάρι σου Εδώ οι ώρες και οι σκέψεις δε σηκώνουν τις ψυχές μου Έχω ξεχάσει τ’ όνομά σου κι εγώ αρκετά σου κράτησα παρέα Καιρός να πάρω το βαπόρι και να φύγω για μια νέα αγάπη Τί κέρδισα άλλωστε από σένα και τί γύρεψα; Ήμουν φτερό κι ήσουν αγέρας που παρέσυρε σε δύστροπη αγάπη την αγάπη μου Τη μια γλυκό αεράκι που θροΐζει στοργικά τα θερινά βλαστάρια και της γης τ’ αγριολούλουδα Σα μητρικό χαδάκι που αλείφει το γυρτό κορμί για να περάσει ο πόνος Την άλλη αδιάκοπος βοριάς που σχίζει η μαχαιριά την άσπιλη καρδιά με φόρα Το μπαϊράκι σου δεν πρόκαμα να κουμαντάρω Κι από ατρόμητος λοιπόν θαλασσοπόρος έφτασα ναύτης στο κατώφλι σου Ει καπετάνισσα θα φύγω μακριά, τ’ ακούς; Κι εσύ θα ψάχνεις χρόνους χίλιους για να βρεις τα βήματά μου Και θα φιλάς τις πέτρες όπου πάτησα να πάω Θα προσκυνάς κάθε σημείο του κορμιού σου που το θώπευσα Θ’ αναπολείς κάθε λεπτό που σε κοιτούσα μες τα μάτια Καιρός να φύγω απ’ το λιμάνι τού

Βανίλια

Εικόνα
Εσύ αγόρασες φιλί και κεχριμπάρι απ’ τη Συρία Χρυσό απ’ το Λίβανο Εγώ το δάκρυ σου Παντρέψαμε το μίγμα και μας βγήκε προδοσία Κι η μοναξιά τις κρύες νύχτες περιμένει στη γωνία Δεν αγοράσαμε αγάπη απ’ τις μακρινές Ινδίες Μονάχα δύο πλαστικά φιλιά που κλέψαμε απ’ τον άνεμο Είκοσι-τρία χάδια απ’ τον οίστρο μιας ποιητικής μαγείας Ήσουν η μάνα μου στην παγωμένη Καισαρεία Κι εγώ μικρός Χριστός να περιμένει ντάντεμα απ’ τα μάτια και τη γλύκα των χειλιών σου Περνώντας ο Βασίλης απ’ τη στέγη μου, δεν πρόλαβε παρά ν’ αφήσει δύο κέρινα φιλιά στο τζάκι, για να σε θυμάμαι Σε περιμένει ένα κεράκι φράουλας στο δώμα που δε λέει ν’ ανάψει Σε περιμένει κι ένα πήλινο κερί του Halloween, που γύρω απ’ το φιτίλι του στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου έρωτα με άρωμα βανίλια Κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θα ‘ρθεις για να το δεις να σιγοκαίει Κι όσο θυμάμαι τα τριαντάφυλλα που πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πως δε θα ‘ρθεις Τότε λοιπόν σε ποιον να τα χαρίσω αυτά που ζήλεψα; Κι αυτά που με τ

Τhe night before Christmas

Εικόνα
by Clement Clarke Moore 'Twas the night before Christmas, when all through the house Not a creature was stirring, not even a mouse; The stockings were hung by the chimney with care, In hopes that St. Nicholas soon would be there; The children were nestled all snug in their beds, While visions of sugar-plums danced in their heads; And mamma in her 'kerchief, and I in my cap, Had just settled down for a long winter's nap, When out on the lawn there arose such a clatter, I sprang from the bed to see what was the matter. Away to the window I flew like a flash, Tore open the shutters and threw up the sash. The moon on the breast of the new-fallen snow Gave the lustre of mid-day to objects below, When, what to my wondering eyes should appear, But a miniature sleigh, and eight tiny reindeer, With a little old driver, so lively and quick, I knew in a moment it must be St. Nick. More rapid than eagles his coursers they came, And he whistled, and shouted, and called them by name; &qu

Πειστήρια

Εικόνα
Είχα μι’ αγάπη φυλαγμένη σαν τσιγάρο που κάποιοι θέλησαν ν’ ανάψουν με φωτιά πάνω στα χείλη με το ζόρι να φουμάρω το ‘χα γιομίσει απ’ της ζωής τα μυστικά μα ούτε σπίθα σ’ ένα γυάλινο αναπτήρα λέξεις γεμάτος από σιγανή φωτιά μια φλόγα που ‘μελλε να δώσει όλη την πείρα σε κάποια νύχτα που ‘χε αρπάξει τα φιλιά δεν πήρα πίσω ούτε φιλί μητ’ ένα μπράβο “ευχαριστώ που ‘σασταν τόσο ευγενικός” από μονάχος μου τ’ άναψα το τσιγάρο και το ‘πια τόσο όσο διαρκεί ο κεραυνός είχα μι’ αγάπη φυλαγμένη σαν εικόνα που τη ζωγράφισα με δάκρυ και κερί στάλα τη στάλα του με πήγε στο χειμώνα κι όσα ονειρεύτηκα σε μαύρη φυλακή τώρα δεν έχει περιθώρια ν’ αλλάξει κι έχω τραβήξει ένα δρόμο από κλωστή υπάρχει ο κίνδυνος στο βήμα μου να σπάσει και να διαλύσει τα πειστήρια η ζωή. γιώργος_κ

Είναι ο Έρωτας

Εικόνα
Για την Μαρία-Σιμόνη που το ζήτησε. Μαρία προφανώς εννοείς το απόσπασμα του ποιήματος που βρίσκεται στο profil μου στο blogspot. Είναι δικό μου το ποίημα και έχει τον τίτλο "Είναι ο Έρωτας". Στο παραθέτω ολόκληρο και ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. από τη συλλογή "42 Σταγόνες Δροσιάς" ~~~ Μια ζωγραφιά είναι ο έρωτας μια φαντασίωση γλυκειά, άπιαστο όνειρο αυτό είναι ο έρωτας θαρρώ μία εικόνα γεμάτη χρώμα κι ένα τραγούδι. Ένα αστέρι είναι ο έρωτας, ένα φεγγάρι σαν ένα ποίημα αισιόδοξο να συνεπάρει κι ένα λουλούδι που συνήθως μας μαγεύει σαν την ψυχή και την καρδιά, την κυριεύει. Είναι δικτάτορας ο έρωτας και διαφεντεύει αποφασίζει πότε θα κλείσει φυλακή τ’ αθώα αισθήματα παραδομένα στο συναίσθημα ενός πάθους. Είναι μυστήριο ο έρωτας ένα σκληρό βασανιστήριο, μ’ αγαπημένο για εκείνο το ένα και μοναδικό ‘κείνο το ον, το βαθιά ερωτευμένο. Είναι ένα πάθος απρόσμενο, αχαλίνωτο ένα τριαντάφυλλο που ανθίζει σ'ένα μπουντρούμι ανήλιαγο χωρίς το φως του πρωινού, χωρίς λιακά

Ντόρις Λέσινγκ

Εικόνα
"Οι ιδεολογίες πέθαναν και ο φεμινισμός έχει γεράσει. Ο άνθρωπος είναι το πιο βλακώδες ον της Γης. Είναι ανίκανος να μαθαίνει από τα σφάλματά του. Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι έπρεπε να μάθουν Ιστορία και να μην ξανακάνουν τα ίδια λάθη. Δεν τα καταφέρνουν όμως. Γράφω κάθε μέρα. Δεν μπορώ να μη γράφω. Διαφορετικά θα τρελαθώ..." Η εξομολόγηση της γηραιάς κυρίας της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που τιμάται αύριο με το βραβείο Νόμπελ, Ντόρις Λέσινγκ. από την ιστοσελίδα της εφημερίδας Έθνος 10/12/2007

Στο ίδιο κουτί

Εικόνα
Το μαύρο σου και το κόκκινο μου. Η θλίψη σου και το χαμόγελο μου. Η βροχή σου και η λιακάδα μου. Ο εφιάλτης σου και το όνειρο μου. Η παγωνιά σου και η ζέστη μου. Η ασφυξία σου και ανάσα μου. Η πίκρα σου και η γλύκα μου. Η έρημος σου και η όαση μου. Η μοναξιά σου και ο έρωτας μου. Το καβούκι σου και το σώμα μου. Ο βράχος σου και το λουλούδι μου. Το μικρό σου και το μεγάλο μου. Το λίγο σου και το απέραντο μου. Ο θάνατος σου και η ζωή μου. Η εγκατάλειψη σου και η περιπλάνηση μου. Η βουτιά σου και η ανάδυση μου. Η σιωπή σου και η μουσική μου. Το σκοτάδι σου και το φως μου. Ο βυθός σου και η θάλασσα μου. Να συνυπάρχουν αρμονικά, τόσα χρόνια, στο ίδιο σώμα. Η ψυχή και το μυαλό μου…

Το περβάζι της μοναξιάς

Εικόνα
Ήταν εκείνο το μαρμάρινο ψυχρό περβάζι που στεκόμουν ώρες και περίμενα μάταια να έρθει το ανέφικτο και τα παιδιά πετροβολούσαν τις σκέψεις μου και στο λιόγερμα τα μάτια πέρνανε κάτι από τη θλίψη του φεγγαριού και τα χέρια απλώναν να πιάσουν τ' άστρα να μοιράσουν τριγύρω την αστροφεγγιά να φωτιστεί αυτή η κρύα γωνιά του . Και ρόδα δε φύτρωσαν ποτέ κι αρώματα δε σκόρπισαν έμειναν τα μάτια ορφανά ανήμπορα ν' αντικρύσουν το κενό η θάλασσα αλμύρα έγινε και πότισε το χώμα κι εγώ ακουμπισμένη ακόμα στο ψυχρό περβάζι σκέφτομαι πως οι μνήμες δε ξέρουν από οίκτο δεν έχουν έλεος κι ανεβαίνω με βήματα αργά και ανισόρροπα στο ικρίωμα που καρτερικά Με περιμένει...

ΦΡΑΟΥΛΙΤΣΕΣ

Εικόνα
Μασουλάω, μασουλάω φραουλίτσες. Είχα κι ένα ατύχημα, αλλά μπροστά στη γεύση της φραουλίτσας δε νοιάζομαι. Μου ξεκόλλησε το δοντάκι μου, μπουυυυ, έτσι, φλουτς κι έπεσε. Και τώρα υπάρχει ένα κενό στην άνω σιαγόνα, να μου θυμίζει ότι εκεί μέσα κάποτε υπήρχε ένα δόντι. Δευτέρα πάω οδοντίατρο, ευτυχώς δεν πονάει. Μου θύμισε ένα ακριβώς ίδιο περιστατικό που είχε συμβεί το κατακαλόκαιρο, τότε που οι δυο μας κι όχι μόνος, επιλέγαμε τσίχλες δυόσμου και καραμέλες φραουλίτσας απ’ το περίπτερο για να περάσουμε την ώρα μας μασουλώντας ανάμεσα στα φιλιά μας. Είχαν ξεμείνει κάμποσες από εκείνες τις τσίχλες και τις καραμέλες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, τις έβαλα κάτω σήμερα και τις τσάκισα όλες. Μόνο που έχασα το δόντι μου ξαφνικά. Κόλλησε πάνω στην καραμέλα κι έπεσαν και τα δυο πάνω στη γλώσσα. Έτσι είχε γίνει και την προηγούμενη, μόνο που τότε, θυμάσαι, όταν γνωριστήκαμε, υπήρχε ένα κενό χωρίς δόντι στην κάτω σειρά και σου έλεγα “θα το φτιάξω, θα το φτιάξω σύντομα, πρέπει να μπει θήκη εκεί μέσα”,

Ήσουνα μόλις δεκαεπτά

Εικόνα
Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά με τα σκουρόχρωμα μαλλάκια σου να χύνονται στους ώμους τα μάτια, σαν μεγάλα αστέρια του Νοτιά, λευκά δυο μαύρα θηλυκά μαργαριτάρια σ’ ένα άσπρο προσωπάκι να μου μιλούν, να λένε, δίχως να μιλούν εσύ, εσύ που κουβαλάς ολόκληρη ζωή πάνω στους ώμους εσύ που ταξιδεύεις, γράφοντας ταξίδια με μαχαίρια κι ακροπατάς ανάμεσα σε λέξεις πεθαμένες, εσύ οργή, φυγή, δεσμός, ζωή του έρωτα μας ξέφυγε αβάσταχτος καημός κι απ’ την αγάπη η νιότη τώρα πετάνε γατζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα κομμάτια και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί του και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεπτά έλα που τώρα τριαντάρισα κι έχω κρατήσει εν’ αριθμό ταυτότητας να σε θυμάμαι όπως σ’ έβλεπα να πνίγεσαι μέσα σε γράμματα άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν απ’ όξω πέρναγε

Η ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου

Εικόνα
Σε επανάληψη, αφιερωμένο στις Κυρίες του blog μας, σε όλες! Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, μεθυσμένα η ώρα φεύγει, σαν το τρένο της γραμμής μα το ταξίδι δε θα κάμει, θα το δεις κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει που ‘χει χαράξει η ζωή, για να σταθμεύουν τρένα. Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, απορημένα ήσουνα δίπλα μου, σ’ αντάμωσαν νωρίς μα ούτε πρόλαβα μια λέξη ν’ απαντήσω. - Σώπα - και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου. Ξυπνώ νωρίς τα πρωινά κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου - να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή. - Άκου - ακόμη και τα ροδοπέταλα, σου έστρωσαν χαλί και παίζουν μουσικές οι σάλπιγγες συνθέτουν μελωδίες οι καμπανούλες. Κι εγώ, έρημο δένδρο, μες στη νυχτιά να σβήνω ν’ αργοπεθαίνω, στα λεπτά που χάνονται. Μέτρα τους κύκλους στο κορμί μου όσα τα χρόνια που ‘χω κλάψει, τα μεγάλωσα τώρα δεν είμαι πια παιδί, εγώ έχω νόμους που μου θερίζουν με δρεπάνια, ό

Φωνές...

Εικόνα
Έχεις ξεχάσει να ακούς. Μιλάς, μιλάς… κορδέλες μαύρες βγαίνουν από τη σπηλιά του στόματος σου και από το λαβύρινθο του μυαλού σου. Λόγια πολλά. Ανάκατα. Με νόημα ή χωρίς. Είναι εκεί. Χτυπάνε πάνω μου και δε μπορώ να τα σταματήσω. Με απειλούν, με χαϊδεύουν, μ’ αφήνουν αδιάφορη, με ξεγελούν. Περισσότερο όμως με ξαναγυρνάνε πίσω. Στην κοιλιά της μάνας μου σαν έμβρυο που ψάχνει τη ζεστασιά της μήτρας. Σε μια φωλιά που όλα είναι ζεστά και θολά. Για να ξεφύγω από την απειλή. Είσαι παντού γύρω μου. Στο δρόμο, στη βόλτα μου, μέσα στο σπίτι μου. Έχεις διαφορετικές μορφές. Είσαι ο φίλος μου, ο εραστής μου, ο συνοδοιπόρος μου. Τα λόγια σου είναι σαν τρυπάνια που περνάνε τα αυτιά μου και μετά γίνονται καρφιά που σφυροκοπάνε το μυαλό μου. Γεμίζουν όλο το είναι μου και δεν αφήνουν τίποτα για μένα. Όλα δικά σου. Εγώ κι ο κόσμος. Να είμαστε οι υποδοχείς στο μαύρο γαϊτανάκι που ξεφεύγει από την ύπαρξη σου. Εμένα όμως έχει πάψει να μου αρέσει το μαύρο. Προτιμώ το πολύχρωμο. Το ουράνιο τόξο έχει γίνει η

Ασε με να κάνω λάθος

Εικόνα
Ποιος είσαι εσύ που ξέρεις το καλό μου καλύτερα από μένα; Ποιος σε όρισε νταβατζή της ζωής μου; Τ΄ότι θα πονέσεις κι εσύ μαζί μου είναι ψέμα, τ΄ότι εσύ θα πονέσεις περισσότερο απο μένα αν αποτύχω, αλήθεια... γιατί εγώ θα νιώθω την ευχαρίστηση του ότι μπόρεσα και έκανα αυτό που ήθελα, τη στιγμή που το ήθελα....κι ας αποδειχθεί λάθος κίνηση εκ των υστέρων. Δε ψάχνω για προστάτες στη ζωή μου. Δε χρειάζομαι καθοδήγηση. Δε φοβάμαι να πληρώσω τα λάθη μου. Είναι δικός μου αυτός ο Γολγοθάς και εσύ είσαι απλός παρατηρητής. Κάτσε και σώπα, λοιπόν... και μη μου λες πως αυτό είναι αδύνατον, γιατί με αγαπάς. Μη με γεμίζεις τύψεις γιατί εσύ δεν μπόρεσες να ζήσεις τη δική σου ζωή, έτσι όπως ονειρευόσουν. Δεν υπάρχω για την πραγματοποίηση των δικών σου ονείρων, για όλα αυτά που εσύ δε πρόλαβες να κάνεις. Κάτσε και σώπα! Αν σε χρειαστώ, αν η κατάσταση γίνει αφόρητη, αν έρθω σε απόγνωση, θα σε φωνάξω, ηρέμησε...είσαι μέρος της ζωής μου, σε χρειάζομαι. Μα προς το παρόν, μπορώ και μόνη μου. Συγνώμη αν είμ

Lacrimosa - Nachtschatten

English translation: Nightshadows In the heart of the silence In the heart of the night How often have I asked myself Where you might be right now How often have I asked myself If love is given to you right now At a party - perhaps in Cannes In a club - perhaps in Rome Perhaps you spend this night quite alone In a grand hotel in Vienna In spirit I accompany you And I can see you more often this way Then they draw ever closer The shadows from the corners Those shadows of my solirtude They are crawling from the walls And they are coming to get me And they block my view And the room is getting larger And inside I am growing smaller and smaller And the silence is becoming the music of my heart And is longing bec ome the essence of my heart And strong is my soul And hope is fierce And my longing is insatiable And my love is gentle and powerful And she tears me from my solitude Leads me to her! And so I met you in Cannes Or perhaps already in Rome Perhaps I am the man Who calls you when you

Αντιθέσεις

Εικόνα
Μαύρο ή άσπρο; Άσπρο ή μαύρο; Τι χρώμα άραγε, πρέπει να ντυθώ; Όλα στη ζωή μου, μια αντίθεση... Πώς να επιλέξω, τι χρώμα να φορώ; Το μαύρο ή το άσπρο ή και τα δυο; Άσπρες είναι οι μέρες, στη μαύρη μου ζωή. Πώς να αποφασίσω, τη σωστή επιλογή; Θα ρίξω ένα νόμισμα, στην τύχη ν’ αφεθώ... Κορώνα ή γράμματα; Γράμματα ή κορώνα; Ζω με μια αντίθεση, αλλόκοτα κι αντιφατικά... Γράμματα το πνεύμα μου, κορώνα η καρδιά μου. Λογική ή συναίσθημα, να έχουν τα όνειρά μου; Καρδιά ή πνεύμα; Πνεύμα ή καρδιά; Πώς να βρω κουράγιο, να βαδίζω στα τυφλά; Νιώθω το μυαλό, να μην ορίζει πια τη σκέψη... Πρέπει αυτό το νόμισμα, τη λύση να εφεύρει. Και τελικά, την λογική ή το συναίσθημα να βρω; Μήπως μου χρειάζεται να τα ’χω και τα δυο; Μήπως το μυαλό, πρέπει συναίσθημα να εκπέμπει; Και μήπως η καρδιά, πρέπει στο πνεύμα να επέμβει; Γιώργος Κόκκινος 26/2/2005

Χωρίς τίτλο

Εικόνα
Ποτέ δε κατάλαβες το πόσο σ΄αγάπησα, πάντα φοβόσουν να με κοιτάξεις στα μάτια. Η καρδιά δεν μπορεί να εκφράσει μόνη της αυτά που θέλει να σου πει. Η καρδια νιώθει, πονάει, υποφέρει, ραγίζει... δεν έχει λογική, δε μπορεί να σου δείξει το χάος που κρατάει κρυφό για να μη πληγωθεί, το χάος που προκάλεσες εσύ και εγώ πρέπει να το βάλω πάλι σε τάξη, για το δικό μου καλό. Αιώνια πάλη μέσα μου για το ποιος θα διατάζει. Θα ναι το μυαλό ή η καρδιά; Λογική ή συναίσθημα; Οταν με ξαναδείς, θα ξέρεις... Η ματιά μου θα σου μαρτυρήσει όσα ποτέ δεν είπαμε! Πρέπει μόνο να καταφέρεις να με κοιτάξεις στα μάτια. Αραγε θα μπορέσεις; Georgia's World

Το ερωτευμένο αστέρι

Εικόνα
Μια νύχτα καλοκαιρινή στον ξάστερο ουρανό ένα αστέρι φωτεινό είδε σε λίμνη μακρινή ένα νούφαρο. Ένιωθε τόση μοναξιά ανάμεσα στ' αστέρια αχ! πώς πονούσε η καρδιά δεν άντεχε μακριά. Ρώτησε το φεγγάρι τι έπρεπε να κάνει κι εκείνο του απάντησε: "Η αγάπη όλα τα μπορεί όταν είναι δυνατή." Τ' αστέρι έπεσε στη λίμνη το νούφαρο έλαμψε από ευτυχία όλα είχαν μια μαγεία τη νύχτα εκείνη. 10/6/07 elenitheof

Είμαι ο Γιώργος

Εικόνα
Είμαι ο Γιώργος σας. Ετών όσο θέλω εγώ. Ξεκινώ τη γραφή με το χρώμα χακί. Εν-δυο, εν-δυο, προσοχή. Ένα από τα ατελείωτα Σαββατόβραδα με παροτρύνει να αγγίξω τις ευαίσθητες χορδές σας. Να σας παίξω μια λυπητερή μελωδία, χωρίς αρχή και φινάλε. Ανυπομονώ για το ξημέρωμα της Κυριακής. Κάτι βαραίνει από τώρα την πλάτη μου. Τύψεις. Που χαθήκατε τύψεις; Που χαθήκατε ενοχές μου; ψάχνω απεγνωσμένα για την ένοχη συνείδησή μου. Γέρνω, βαραίνω, κρυώνω. Κανείς δεν έρχεται να σκεπάσει την πλάτη μου. Ένοχες ημέρες μου. Λάθη μου; Που κρύβεστε τα βράδια του Σαββάτου; Ζητώ συντροφιά. Δε μιλάω για μένα. Λυπηθείτε τον ανέραστο εαυτό μου. Ούτε που κλαίει πια, ούτε κινείται. Τούτες οι μέρες είναι από ‘κείνες, όπου το δάκρυ δε διώχνει τις έγνοιες του. Τούτες εδώ είναι ακίνητες, άλαλες. Είναι ασάλευτες και χουχουλιάρες στη ζέστα του κρεβατιού. Είναι οι χειρότερες μέρες του. Φυλακισμένες σ’ ένα πέτρινο κάστρο, εσώκλειστες, δίχως παράθυρο. Τώρα θ’ απλώσω τις μακριές κοτσίδες μου, ν’ ανέβει η πριγκίπισσα από τα

Το χαρτάκι

Εδώ και ώρα έχω φάει τον κόσμο, να βρω ένα μικρό χαρτάκι που το χρειάζομαι πολύ. Που να ‘χει πάει το παλιόχαρτο και δε το βρίσκω; Έψαξα, γύρισα, συγύρισα, ανακάτεψα όλο τον κόσμο, πουθενά το χαρτάκι. Άνοιξα το πρώτο συρτάρι του γραφείου στην προσπάθειά μου να το βρω κι αντί γι’ αυτό, βρήκα εκεί μέσα όλες τις πρόσφατες αναμνήσεις μου. Από φωτογραφίες με αγαπημένα πρόσωπα, μέχρι συνδετήρες και αναπτηράκια που για μένα έχουν συναισθηματική αξία. Προχώρησα έπειτα στο δεύτερο συρτάρι που φυλάω τα ημερολόγια παλαιοτέρων ετών αλλά και του τρέχοντος. Ξεφύλλισα στα γρήγορα τις σελίδες τους, μπας και το έχω χώσει πουθενά εκεί μέσα αλλά τίποτα πάλι, άφαντο το χαρτάκι. Τράβηξα γρήγορα το τρίτο συρτάρι το οποίο έχω γεμίσει με καλώδια του υπολογιστή και αποθηκευτικά μέσα. Τίγκα στις δισκέτες και τα cd-rom με προγράμματα του υπολογιστή. Αποκλείεται, σκέφτηκα, να βρίσκεται εδώ. Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα μικρό χαρτάκι ανάμεσα στη σαβούρα των ηλεκτρονικών μέσων. Έκανα ένα διάλειμμα να ξελαμπικάρει λ

Το νεκροταφείο

Εικόνα
Κηδέψαμε τον έρωτα μ’ έναν παπά που μοιάζει με το διάβολο και για ευχέλαιο τον φωνάξαμε πάνω στο μνήμα αλλοτινών υποσχέσεων σε τούτο ‘δω το νεκροταφείο δεν ζούνε πλέον οι ένδοξες μέρες μας μήτε και τα φιλιά που αργόσυρτα μοιράζαμε στα χείλη εδώ στα μνήματα κείτονται πια τα κίβδηλα λόγια του έρωτα και της αγάπης μύθοι με άσχημο φινάλε κάτω απ’ τα πόδια μας φυτρώσανε τα ψέματα και τα γλυκόλογα που μια εποχή μας έδιναν ζωή και λόγο για να υπάρχουμε. Τώρα μας πνίγουν τα όνειρά μας, δες τα, βλαστάρια φυτρωμένα που θα υψωθούν με τον καιρό ολοένα και θα πετάξουν μαύρα φύλλα και κλωνάρια μίσους εμείς κηδέψαμε τον έρωτα σε κάποια απόκρημνη πλαγιά της σκοτεινής Αβύσσου. γιώργος_κ *το ποίημα αποτελεί τον κεντρικό άξονα πάνω στον οποίο θα κινηθεί η νέα μου ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Το νεκροταφείο".

Κομμάτια

Ο,τι κι αν πίνω, το θέλω κόκκινο ο,τι κι αν γράφω, το θέλω μαύρο ο,τι φοράω το θέλω γαλάζιο ο,τι κι αν βλέπω, θέλω να ‘ναι τα μάτια σου πιο πέρα τίποτα απ’ τους ορίζοντες της όρασής σου να περπατώ όπου κι αν τρέχεις ν’ ακολουθώ, όπου περνάς να υποκλίνομαι σ’ όσα υποκλίνεσαι και να λατρεύω ο,τι αγαπάς πιο πέρα τίποτα από τα μάτια σου άλλο δε θέλω, απ’ τη θωριά σου να ‘ναι ανθόσπαρτος ο δρόμος που πήραμε να ‘ναι πολύχρωμος, να ‘ναι ο δικός σου θέλω το όνειρο να ‘ναι ανεκτίμητο τόσο ασήμαντο, μα να ‘ναι δικό σου θέλω να βλέπω όσα ζούνε στα μάτια σου κι όταν πεθαίνουν, να κλείνω τα βλέφαρα θέλω ν’ ακούω όσα λένε τα χείλη σου κι αν δε μιλάνε, να κλείνω τα μάτια θέλω τα χείλη μου, πάνω στα χείλη σου σ’ ένα ποτήρι που σπάει σε κομμάτια ο,τι κι αν πίνω, το θέλω κόκκινο ο,τι κι αν γράφω, το θέλω μαύρο ο,τι φοράω το θέλω γαλάζιο ο,τι κι αν βλέπω, θέλω να ‘ναι τα μάτια σου. γιώργος_κ

Λεμονόκουπα Γη

Επέτρεψαν το κυνήγι σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στην Πελοπόννησο! Η φύση η όμορφη μητέρα που μας γέννησε νέα δροσερή, καταπράσινη και τώρα πεθαίνει ρυτιδιασμένη σαν σάπιο κουφάρι στην έρημο που την αφήσαμε στυμμένη. Το γράμμα προς την ΕΕ στην διεύθυνση του Μαύρου Γάτου: mavrosgatos.blogspot.com, διαδώστε το.
Notepad Spiral No 2 §21. ΑΜΑΡΤΗΣΑ κατάσαρκά σου μιαν αμέριστη ελπίδα. Τι θέλουν πάλι οι άνθρωποι και στάζουν ανάμεσά μας; Μήπως μου είπες· «Η ζωή βρέχει ακούραστα μια νύχτα ως το πρωί και το πρωί διψάμε»; Δεν με προειδοποίησες φωτιά και θαλπωρή. Όφειλες άραγε, πριν σβήσεις; Αμάρτησα κατάσαρκά σου. Μούσκεψέ με απελπισία. §22. ΦΕΡΝΕΙΣ τη νύχτα του ομώνυμου φονιά και υποκύπτεις στ’ ανοιχτά επίθετά σου. Συντάσσονται ένα γύρο τα βουνά με σκοτεινές προθέσεις. Παράκτιες σκιές και τα μεγάλα μάτια της δύσης κουκουβάγιας ματώνουν· «τόσο αλάτι, τόσο αλάτι κι ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη, μέσα σ’ αυτή τη δολοφόνα υγρασία». Φέρνεις τη νύχτα του ομώνυμου φονιά. Γλώσσα δεν πρόκειται να βρέξω στων πληγών σου τη θαλάσσια σημασία. §23. ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ίσως να το ξέρεις κατάκαρπα πως, όταν δυσχερείς, φεύγεις, αφήνεσαι ή σε αφήνουν. Πολύ μετά, αρχίζει το χλοερό μαρτύριο της σοδειάς· όταν κι η ξηρασία καταντά έστω μια κίτρινη ελπίδα. Θα έπρεπε ίσως να ξαφνιάζεις κατάριζα πως όταν αδρανείς, ξεχνιέσαι, χάνεσαι ή σε χά

Νεα διεύθυνση e-βιβλία

Τελικά η Wordpress έκλεισε την σελίδα με τα e-βιβλία. Χαρακτηριστικά πριν λίγες μέρες χτύπησε σε μια μέρα πάνω από 4000 επισκέψεις και κάποιος φαίνεται "κατάγειλε" την όλη μας προσπάθεια. Επειδή όμως δεν μπορώ να ενδώσω στις πιέσεις των εκδοτικών οίκων που κατακλέβουν τον κόπο των δημιουργών για να τα βάζουν στην τσέπη τους δίνοντας μόνο ψίχουλα στους δημιουργούς και επειδη η μόρφωση πρέπει να δίνεται δωρεάν και απλόχερα (είμαι της γνώμης ότι οι λογοτέχνες είναι λειτούργημα) εντός 48 ωρών έχει ξαναστηθεί ολόκληρη η σελίδα (αν και λίγο βιαστικά), αυτή τη φορά στο blogger (εκεί νομίζω ότι τα πράγματα θα είναι πιό εύκολα) στο πείσμα όλων αυτών που θέλουν να περιορίσουν την διάδωση της γνώσης. Θα παρακαλέσω λοιπόν τους φίλους που έχουν blog να διορθώσουν τα link του e-βιβλία. H νέα μας διεύθυνση είναι: http://e-vivlia.blogspot.com Διαδώστε το σε όλους και ενημερώστε τους για την νέα διεύθυνση. Σε λίγες μέρες θα είμαστε πάλι στους γνώριμους ρυθμούς!

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

ΤΟ 40ΝΘΗΜΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ Κ. ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ ΘΑ ΤΕΛΕΣΘΕΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2007 ΣΤΙΣ 11.30 Π.Μ. ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΠΗΓΗ: www.poeticanet.com

Μια αγκαλιά το Χειμώνα

Εικόνα
Τι να κρατήσω για μένα; Τα πήρες όλα. Στα έδωσα. Έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα. Κουράγιο για να συνεχίσω το ταξίδι. Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ο,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω. Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε. Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας. Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει. Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω. Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω. Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος. Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί. Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν. Τι να κρατήσω για μένα; Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς στην καρδιά. Με ορούς στα

Ειρωνεία

Εικόνα
Τι τραγική ειρωνεία σου χάριζα ένα κόκκινο φιλί την κάθε ημέρα σου χάριζα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην αγκαλιά σου για να ‘ρθει ο Χειμώνας την αγκαλιά μου να ‘βρει αδειανή κι όλα αυτά που σου ‘μαθα όσα σου άφησα στερνά για να θυμάσαι να ‘χουνε γίνει τώρα άψυχα και τίποτα να μη θυμίζει τις ωραίες μέρες τώρα που αστράφτει και βροντά και κλαίει ο ουρανός να μη μπορώ στα χέρια μου να σφίξω τη ζωή σου να μη μπορώ να τραγουδήσω για τα μάτια σου μήτε και των φιλιών, τη γλύκα των χειλιών σου τι τραγική ειρωνεία εμείς που αγαπηθήκαμε σαν άγνωστοι να παραμένουμε άγνωστοι εμείς που ερωτευτήκαμε τυχαία στην τύχη ν’ αποθέτουμε τις λιγοστές ελπίδες για να σμίξουμε. γιώργος_κ

Η αγάπη μας

Εικόνα
Η αγάπη μας δυο περιστέρια λευκά με μια ψυχή. Ο έρωτάς μας δυο αηδόνια τραγουδάνε γλυκά με μια φωνή. Η φιλία μας παντοτινή μάτια που μιλούν στη σιωπή. Η καρδιά μας γεμάτη ρόδα και χαμόγελα. Η ζωή μας θάνατος του εγώ αρχή του εμείς. 16/5/07 elenitheof
Notepad Spiral No 2 §18. ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΤΕ νομίζω πως το χώμα έχει το χρώμα των μαλλιών μου. Δεν σκέφτομαι τον θάνατο και ούτε γέρασα ακόμη τόσο βαθιά. Μαύρα μαλλιά το χώμα, ρίζες σκοτεινές αρπάζουν, σφίγγουν, καρτερούν μια χαίτη που γεννήθηκε νωθρή, αλλ’ ονειρεύεται συχνά τον άνεμο στην πέτρινη καρδιά της. Ύστερα έρχεται όλο το πράσινο της απόγνωσης. Λαχανιάζει προς τα πάνω μια γαλήνη απίστευτα βαθιά. Έκανες τα χορτάρια να είναι σαν τα μαλλιά. Σκέφτομαι συνέχεια τον θάνατο: γερνάω τόσο βαθιά, τόσο βαθιά. §19. ΓΑΥΓΙΖΕΙ ο σκύλος το σκοτάδι που καθεύδεις με δρασκελιές ομίχλη. Ούτε η πηγή που επιμένει να συγκρατεί έναν χείμαρρο στον ψίθυρό της, ούτε τα δέντρα που διστάζουν μια θύελλα στο ανάστημά τους, ούτε το αόρατο τριζόνι που χαράζει δέκα δάχτυλα κομματιασμένο ύπνο στην αγρύπνια της φωνής του, γνωρίζουν το ζεστό σου ανάμεσά μας. Μια ορεινή φαμίλια φως κι ένα σκυλί γαλήνη σπιτική οι μέτοχοί σου. §20. ΜΕ δάκρυ χιόνι γράφεται η λήθη, αλλά ποιος κρατάει γη και ουρανό στα δυο του χέρια, αν όχι

Νίκος Ξυλούρης - Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί

Από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου "Τα τραγούδια της φωτιάς" (1975) με τη συναυλία της μεταπολίτευσης στο στάδιο Καραϊσκάκη.

Γιώργος Σεφέρης - Δήλωση κατά της Δικτατορίας

Φορος τιμης στο Πολυτεχνειο

Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο απ’ το θάνατο!

Εικόνα
Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο μα λάτρευα το κόκκινο του έρωτα και της αγάπης κι όταν κάποιες στιγμές με ρωτούσαν ποιο χρώμα σου έρχεται στο μυαλό; απαντούσα «το κόκκινο» σαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα έτσι όπως τα θαύμαζα τυλιγμένα σε μια ανθοδέσμη, φρεσκοκομμένα μ’ ένα ροζ φιογκάκι, στο περιτύλιγμα ενώ εσύ αγαπημένη βρισκόσουν επάνω σε δεκάδες βιβλία που μιλούσαν για σχέσεις και έρωτες κι αγάπες μα γνώρισες τόσο, το κόκκινο το γέννησες, το ‘μαθες, το φορούσες το αγάπησες, το ζωγράφισες, το ‘νιωσες και τ’ άφησες πάνω στα χείλη του, να σε θυμάται κι όταν κάποια στιγμή το νοστάλγησες το γεύτηκες πάλι, στα ξένα τα χείλη έτσι όπως σου ανοίγουν μια πόρτα για να περάσεις και πριν πατήσεις το έδαφος σου στρώνουνε κόκκινο χαλί ύστερα σ’ αφήνουν να δοκιμάσεις όλα τα παράνομα, στο θεωρείο σου σου επιτρέπουν να απολαύσεις μέχρι τον απαγορευμένο καρπό αγόρασα ένα τριαντάφυλλο, να στο χαρίσω μα μαράθηκε στο γυάλινο βάζο και μαύρισε - να το ‘βλεπες πως ξεράθηκε - σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε κι ύστερ

Γράφω για μένα...

Εικόνα
Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, γραμμή-γραμμή, λέξη-λέξη, τελεία-τελεία, φύλλο το φύλλο. Φταίει το μελάνι, λένε. Περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε. Εσύ όχι. Στις άκρες είναι η ζωή, στις μύτες. Στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών, στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών είναι η ζωή. Στα λυπημένα μάτια των γλάρων, στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους, στις νυχτωδίες φεγγαριών που σβήσανε, στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν είναι η ζωή. Στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών, στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα. Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, άγνωστη, λατρεμένη σόλα, ενός τυχαίου ελεεινού παπουτσιού που τα μπαλώματά του είναι εμφανή σε όλο το μήκος της επιφάνειάς του. Γράφω για μένα, έτσι αδικημένα. Ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους θαλασσινούς παραδείσους. Έτσι αρχίζω κι έτσι τελειώνω. Τελειώνω. Γράφω για μένα. Κάποια τα έσκισα, τα γκρέμισα, τα άφησα μισά. Κάποια τα ξεκίνησα λανθα

Μαύρος Κρίνος

Αφιέρωμα Ένα μικρό δείγμα από τα επαναστατικά μου ποιήματα στο πολιτικό - αντιεξουσιαστικό ιστολόγιο του Μαύρου Κρίνου. Το κίνημα του Μαύρου Κρίνου στοχεύει, μέσα από την ελευθερία του διαδικτύου, στην αφύπνιση των συνειδήσεων ενάντια στον φιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό. Ποίηση του Γιώργου Κόκκινου "ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥ"

Κι εγώ θα σ' αγαπάω κάθε μέρα...

Εικόνα
"...κι αν τα χείλη με δικάσουν θα τα φιλήσω πάλι και πάλι μέχρι να ματώσουν θα τα φιλώ κι ύστερα θα κολυμπήσω στον πύρινο εφιάλτη σου αρκεί να είμαι μαζί σου..." Γιώργος Σ. Κόκκινος από το Ημερολόγιο 2008 "Κι εγώ θα σ' αγαπάω κάθε μέρα..." των εκδόσεων Εμπειρία Εκδοτική που μόλις κυκλοφόρησε μεταξύ πολλών νέων, αλλά και γνωστών ποιητών ανθολογούνται οι εξής: Γιώργος Σ. Κόκκινος Ευτυχία Καπαρδέλη Τάσος Δενελάβας Τάσος Λειβαδίτης Στράτος Πολίτης Νέστορας Πουλάκος Αλέξανδρος Ακριτίδης Θοδωρής Βοριάς Γιώργος Σεφέρης Γιάννης Ρίτσος Κική Δημουλά Νικολέττα Παπατόλη Κώστας Καρυωτάκης Θανάσης Κ. Κωσταβάρας Μαρία Ψωμά Μαριγώ Αλεξοπούλου Γιώργος Χ. Παπαδάκης Στρατής Πασχάλης Νίκος Γκάτσος Οδυσσέας Ελύτης Αργύρης Χιόνης Μαρία Σκουρολιάκου Σπύρος Αραβανής Μηνάς Δημάκης Μαρία Πολυδούρη Ειρήνη Α. Ούτσικα Νίκος Καββαδίας Γιώργος Πήττας κ.α. Χρόνια τώρα, κάθε μέρα μας ξεκινά και μ’ ένα ποίημα για την αγάπη. Λόγια ερωτικά, λόγια μοναδ

Ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας

Εικόνα
Ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας ποιητάδες εξαίρετοι κι οι τρεις μιλούσαν κάποτε, για το κόκκινο το χρώμα ο Γερμανός λεγόταν Βολφ Ναζίμ ο Τούρκος και Γιάννη φώναζαν τον Έλληνα μιλούσαν κάποτε, για το κόκκινο το χώμα το κόκκινο, εκείνο του αγρού τα κόκκινα τα πέταλα της παπαρούνας το κόκκινο το αίμα που ξεχύθηκε την κόκκινη, τη ρόδινη καρδιά μας τα κόκκινα παντζούρια των σπιτιών για τα κόκκινα φανάρια των αστών και τις κόκκινες σημαίες των Εθνών μιλούσαν για το ΚΟΚΚΙΝΟ του αγώνα μ’ ένα στόμα, μια φωνή, κλαμένοι σα μια γερή και δυνατή γροθιά, ενωμένοι μιλούσαν για τις κόκκινες Ελπίδες μας ο Γιάννης, ο Βολφ, μα κι ο Ναζίμ υπήρξαν κάποτε κι οι τρεις φυλακισμένοι και με την ίδια τη ζωή ερωτευμένοι ο Γερμανός, ο Τούρκος και ο Έλληνας επαναστάτες ήσανε κι οι τρεις τρανοί ως ποιητάδες, μα κι αντάρτες μιλούσαν κάποτε, για ολάκερες τις κόκκινες μιλούσαν τότε, για του κόσμου τις αλήθειες. γιώργος_κ ~~~ Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο στο σημερινό φύλλο του Ριζοσπάστη: Γιάννης Ρίτσος, ο σύγχ
Notepad Spiral No 2 §15. ΠΟΣΟ ΓΑΛΑΖΙΟ, σκέφτομαι, σπατάλησες για να ξεφύγω το αίμα στις φλέβες μου; Τώρα φοβάμαι αυτόν ψεύτικο ουρανό κι αυτόν τον ψεύτικο ήλιο. Μια φυλλωσιά και λίγο φως θ’ αρκούσε. Μια φυλλωσιά και λίγο φως. Ό,τι ίσως περίσσευε απ’ όλο αυτό το κόκκινο στις φλέβες μου που ακόμη δεν μπορώ να το ξεφύγω. §16. ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΑΣΚΟΠΑ, εμποδίζεις μιαν ομίχλη ακόμη πιο άσκοπη: σχεδόν σιωπή ξεπαγιασμένη σε λόγια που προσπάθησαν να ζεσταθούν με μια αγκαλιά υγρή απελπισία. Είμαι η ρίζα σου, κρυώνω άσκοπα μέσα μου κι η νύχτα τριγυρίζει με δύσβατα όνειρα κι απόκρημνους ψιθύρους, τα σκοτεινά φυλλώματά σου. §17. ΑΝ μιαν ώρα από κείνες που ανήκουν το ίδιο στον θάνατο και στην ελευθερία, δραπέτευες πού θα κατέφευγες; Μπροστά εγώ αναίτιος σαν βράχος. Πίσω εγώ απρονόητος σαν νερό. Γύρω η ζωή σαν αλάτι σε πληγή. Και φως, ω, πόσο φως η φυλακή σου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Τρίτος Παγκόσμιος - Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ελευθερία

Δεν έχω λόγω να υπάρχω σ’ έναν κόσμο που δε με χρειάζεται δεν έχω λόγο να φωνάζω σε αυτιά που παραμένουν κλειστά και τη σημαία που κρατούσα μια ζωή την κομματιάζω αφού το σύστημα το ίδιο μ’ έχει κάνει ένα γρανάζι στα δικά του τα σκατά και τα λοιπά τα λόγια, περιττά άλλη φωνή πια δεν υπάρχει για να εκφράσω με το στόμα τη δική μου αλήθεια. Ελευθερία είναι να έχεις ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι και να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις ο,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα χωρίς να νιώθεις καμιά ενοχή για τίποτα χωρίς να λογοκρίνεις τον ίδιο τον εαυτό σου χωρίς να νιώθεις τύψεις για όσα έκανες ή απέφυγες να κάνεις ελευθερία είναι να γράφεις, όχι να σκέφτεσαι γιατί το ασυνείδητο λειτουργεί πολλές φορές ως σύμμαχος των ατομικών σου δικαιωμάτων. γιώργος_κ