Αναρτήσεις

Παρέα

Εικόνα
Μη με κοιτάτε που χαμογελώ με πλήγωσε βαθιά η ζωή και δεν μπορεί ν’ αλλάξει κι αν λέω κάποιες φορές, πως θα την αλλάξουμε είναι η πρόφαση για να ξεχνώ τον πόνο μου μονάχος έμαθα ν’ ακούω τη φωνή μου να περπατώ, μονάχος έμαθα κι αν ήρθε κάποτε η ώρα, στο χέρι μου να κρατήσω ένα ξένο χέρι ήταν γιατί το διάλεξα και με διάλεξε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα χέρια ανάμεσα σε χιλιάδες σκυθρωπά πρόσωπα που όταν λένε καλημέρα, χαμογελώντας η ψυχή τους δακρύζει απ’ τη μονοτονία σκέψου να ‘χεις κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα να ξυπνάς μόνος στο φτωχικό σου δωμάτιο να πίνεις τον καφέ στο μπαλκόνι, καπνίζοντας και να νιώθεις τον καπνό του τσιγάρου να βγάζει φωνή και να σου μιλάει και να λέει: “σε σκοτώνω, σε σκοτώνω αλλά είμαι απαραίτητο για να πάει καλά η μέρα σου” είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα ένα χέρι ανάμεσα στα δικά σου, τουλάχιστον για τα βράδια του Σαββάτου που σε πιάνει η μελαγχολία θύμισέ μου τ’ όνομά σου; την τελευταία φορά σ’ αποκάλεσα “μωρό μου” “λατρεία μου” “έρωτά μου” μα τώρα δε θυμάμαι

Μετακόμισε στους ουρανούς ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας

Εικόνα
Μεταφέρουμε το δυσάρεστο νέο από την ηλεκτρονική πύλη για τη λογοτεχνία www.poeticanet.gr Παρασκευή βράδυ 19/10 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, ο Θανάσης Κωσταβάρας, γεννήθηκε στο Βόλο το 1927. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, ως Επονίτης, προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς. Με το τέλος του πολέμου έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών το 1946. Τον Ιανουάριο του 1949 συλλαμβάνεται στα Εξάρχεια, δικάζεται και μεταφέρεται στις φυλακές Βούρλων. Το Νοέμβριο του 1948 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Με την απόλυσή του ολοκληρώνει τις σπουδές του και ξεκινά να εργάζεται ως οδοντίατρος, παραμένοντας έως σήμερα μάχιμος, «ταγμένος στο όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο», όπως έλεγε ο ίδιος. Ήταν παντρεμένος με τη δοκιμιογράφο Αγγελική Κωσταβάρα και είχε ένα γιο. Από το 1956 που κυκλοφόρησαν τα πρώτα του ποιήματα («Αναζήτηση»), μέχρι σήμ

Ελεγεία

Εικόνα
Περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα στο παραθύρι εσύ να με κοιτάζεις ανήμπορος ο χειριστής να σταματήσει κι απ’ τη βραχνή ντουντούκα ο σταθμάρχης να φωνάζει: “ προσοχή-προσοχή παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες άλλοι να γαμιούνται στη διαδρομή της ζωής κι άλλοι να κοιτιούνται ευθεία στα μάτια ” ίσα που πρόλαβα να δω τα μάτια σου παίρναν το χρώμα του μελιού όταν τα φίλαγα στον ήλιο μόλις που άγγιξα τα τρυφερά σου χείλη πέρασες πάνω απ’ το κορμί μου σαν ταχεία στο φεγγαρόφωτο θυμίζεις έρωτα, γλυκόφωτη ηλιακτίδα μεταλλικό νερό με άρωμα τριαντάφυλλο θυμίζεις όνειρο αλλόκοτο, σαν καταιγίδα που το μπουρίνι ξέσπασε πριν έρθει το Φθινόπωρο δεν περιμένω έναν Οκτώβρη για να βγω απ’ τη φωλιά μου μήτε που θέλω πια να δω, τα φύλλα της μουριάς να κιτρινίζουν και να πέφτουν το τρένο της αγάπης, άγγιξε Φθινόπωρο μα στα μισά του δρόμου εκτροχιάστηκε και πάει περνάει τη γέφυρα, το τρένο για Χαλκίδα σε βλέπω να ‘χεις ντύσει τα μαλλιά σου με χρυσή ακτίδα κι ένα κατάμαυρο μαντήλι κι αυτές οι λέξεις που μ
Notepad Spiral No 2 §5. ΔΕΝ ήμουν πάντα κτήνος. Όχι τουλάχιστον πριν γεννηθώ. Κυρίως θυμάμαι κήπους. Ανάσαινα δυο φύλλα φως κι ένα παρτέρι αέρα. Ωστόσο, ήρθε η βροχή και φώναξε με χέρια υγρά την τιμωρία: «Θα ζεις, θα ζεις, θα ζεις εξορισμένος στη λάσπη που καραδοκεί άμμος η επιθυμία». Ελέησέ με τον χειμώνα της καρδιάς, εισάκουσε τη θαλπωρή που δίψασα έκτοτε στον ποταμό σου. §6. ΚΑΤΕΧΕΙΣ ό,τι πέθανα κάτω από δέντρο και ποτάμι. Αναστενάζει, όταν αλλάζει ο καιρός, θυμάται πόνους. Μα δεν πονά, δεν βιάζεται να ευτυχήσει. Τι μου παράτησες εδώ; Ένα καλάμι; Ποιος άνεμος θα το λυγίσει; Κατά πού; Σ’ ένα διάστημα σκοτεινό, άβολο, ξένο, αρχαίο, αιματηρό, τι θα δεχθεί τη μετανάστιδα φωνή μου; §7. ΔΕΝ απαιτώ έναν θάνατο ελάφι. Ένα ποτάμι κι ένα δέντρο σου ζητώ. Εκεί που βλέπει ο νεκρός τη συμφορά μου, εκεί που είμαι ζωντανός μαρτυρικά μου. Μια φυλακή της γλώσσας μου ζητώ: ελευθερία πράσινη ή γαλάζια. Έχω νεκρό στα λόγια μου, δώσ’ μου ένα μέρος σκοτεινό να τον ξεχάσω. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Δραπετεύστε

Εικόνα
Μετεωρίτες γίνονται τα αισθήματα.. Λύκαινες πληγωμένες.. Νερό ζητούν .... και δίψα πίνουν.. Καρφιά οι αναμνήσεις τα ματώνουν και οι σκέψεις μολύνονται.. Ανάσες πέρνουν πικρού κισσού και τυλίγονται σ' ένα αέρινο δηλητήριο.. Δραπετεύστε από μέσα μου.. Κενή ψυχή να μείνω να πέρνω ανάσες απ' το τίποτα ζωή απ' το καθόλου.. Δραπετεύστε.. Κύκλο κάντε γύρω μου και κάψτε το εγώ μου.. Στάχτη στον άνεμο ενός ζεστού μεσημεριού να σκορπιστώνα μην μπορεί ούτε το τίποτα να με πληγώσει..

Ξυπνώντας στο φως

Ήσουν κάποτε καθρέφτης Σε κρεμούσαν για να πέφτεις Και στα μάτια σου θαυμάζαν εαυτούς Πέρασες καιρούς μακριά σου Όταν βρήκες τη μιλιά σου Οι σκιές είχαν χαθεί στους κεραυνούς Ψάχνεις λοιπόν στα φωτεινά Και πολεμάς Και σαστίζεις Πιο αργά Έχεις κάμποση φόρα Πιο αργά Κοίτα έχεις καιρό Σταθερά Σ'έχασε τώρα η μπόρα Σταθερά Έπιασες ουρανό Καραβέλα μ' όσα ξάρτια Σου αφήσαν στα κατάρτια Ξεκινάς και στ' ακροδάχτυλα πατάς. Έτσι απλά να προσπαθείς Και να πετάς Είναι θαύμα Πιο ψηλά Και γράφε μου κι εμένα Πιο ψηλά Δεν υπάρχουν γραμμές Πιο γερά Γράπωνε περωμένα Πιο γερά Χτίσε μας συλλαβές ΖΑΦΕΙΡΙΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μη μου κλαις, σ' αγαπώ

Εικόνα
Μη μου κλαις δεν αξίζουνε δάκρυα το ίδιο κάνω κι εγώ και μου λείπεις το ίδιο σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μη μου κλαις δεν αξίζει να κλαις δεν πιστεύω σε θαύματα μα ένα θαύμα, η αγάπη ας το κρίνει σωστό μη μου κλαις συ και γω, εμείς οι δυο μάθαμε ν’ αγαπάμε μάθαμε να πονάμε σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μη μου κλαις το ίδιο σου ‘πα και χθες δε γυρίζουν το χρόνο πως τα δάκρυα, δε φέρνουν πίσω το χωρισμό μη μου κλαις δεν αξίζουμε δάκρυα συ και γω, εμείς οι δυο κι ας μου λείπεις το ίδιο σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. γιώργος_κ

Σπιρτόκουτο

Εικόνα
Φέρτε πίσω την αγάπη μου που χάθηκε και μαζί της, φέρτε πίσω τη ζωή μου μες στα χέρια της ο έρωτας μ’ ανάστησε δέκα άγγελοι, ξενύχτησαν μαζί μου τώρα μόνος λιώνω σαν παλιό σπιρτόκουτο πεταγμένο στο δρομάκι που τη βρήκα κι αν τα μάτια της αστράφταν στο ψιλόβροχο του φιλιού ήταν και του έρωτα η γλύκα ποιος να το ‘λεγε πως θα ‘μοιαζα απόμακρο σκοτεινό, βαθύ σημάδι στην ψυχή της κι ούτε κάποιο περασμένο Σαββατόβραδο να μην τύλιξα τα χέρια, στο κορμί της ποιος θα ξέρει να μου πει, τώρα που χάνεσαι και ποιο πέλαγο ατενίζει ο λογισμός σου σαν πουλί έχεις φτερούγες, μα δεν πιάνεσαι μήτε ακούω πια τον ήχο απ’ τη φωνή σου δε γνωρίζω ν’ ανεμίζουν τα μαλλάκια σου σαν πανιά σ’ ένα σκαρί που μας χαρίσαν καπετάνισσα ονειρεύομαι τα χάδια σου όπως πλάθαμε τα όνειρα που σβήσαν φέρτε πίσω την αγάπη μου που χάθηκε και γι’ αντάλλαγμα, χαρίζω την ψυχή μου κομματιάστε τη, κρεμάστε τη και κάψτε τη μια ζωή ας είναι η αγάπη μου μαζί μου. γιώργος_κ

Βάλε χρώμα...

Εικόνα
Ακούς τη σκιά που στη σκέψη σου μπαίνει ακούς τη φωνή που χαϊδεύει τ` αυτί σου Ακούς στο κεφάλι σου δίπλα μια ανάσα ακούς τη βροχή που κρατώ μακριά σου Όνειρο είναι γλυκιά μου κοιμήσου αχχ τι τέλειος πίνακας θεέ μου ζωγραφιά των αγγέλων θυμίζει μη ξυπνάς θέλει χρώματα ακόμα shades

Για όταν θα γυρίσεις

Εικόνα
Αστράφτει. Φοβάμαι. Φοβάμαι μόνος. Κράτα με στην αγκαλιά σου, να μην κρυώνω απ’ τ’ αγιάζι. Μη μιλάς. Άκου. Αστράφτει, χωρίς ν’ αστράφτουν τα μάτια σου. Που είσαι; Μίλα μου. Πες ένα γράμμα, το πιο όμορφο. Φώναξε. Μίλα μ’ ένα ηχηρό Άλφα ή ρώτα με, μ’ ένα Έψιλον. Πες μια λέξη, την πιο ωραία. Κι ας λείπεις. Δε θα μιλήσω. Θα μιλάει η σιωπή μου. Θα λέει τα πάντα. Θα σε κοιτάω ν’ αστράφτεις. Τη στέκα στα μαλλιά σου, που ‘ναι γιομάτη διαμάντια. Που είσαι διαμάντι μου; Δεν άλλαξα. Γέρασα. Μεγάλωσαν τα νύχια μου. Αγριέψαν τα μαλλιά μου. Ασπρίσανε τα γένια μου. Καμπούριασα. Πίνω την τελευταία γουλιά απ’ την Ursus, να θυμάμαι τα χείλη σου. Κεράσια. Με μέθαγαν, κεράσια κι αμβροσία, έναν Αύγουστο. Μαζεύαμε κεράσια απ’ τις κερασιές με τα πανέρια σου. Που κρύβεις τα πανέρια σου; Πάρτα να μαζέψουμε τα τελευταία απ’ το δρόμο. Ρώγες που κύλισαν στον κατήφορο, την ώρα που ανηφορίζαμε. Μάτια που σφράγισαν τις παραισθήσεις. Χείλη που πάγωσαν το χρόνο. Λέξεις που σκότωσαν το συναίσθημα. Χέρια π’ ανάστησαν τη
Notepad Spiral No 2 §2. ΟΧΙ ΤΑ ΦΥΛΛΑ αρχαία αυτού του δέντρου, ο άνεμος αρχαίος που τα κινεί. Ούτε κι εσύ απουσία. Πληγώνεις με κοπάδια νύχτες δόντια, χτυπάς πριν με ανάσες σκοτεινές. Δεν βλέπω στόμα, δεν βλέπω χείλη, δεν βλέπω πρόσωπο ούτε λάμψη του καταπρόσωπο θανάτου. Είσαι, λοιπόν, τόσο βαθιά πληγή, που φτάνει ένα δέντρο για ν’ ανοίξεις; §3. ΦΤΑΝΕΙ ένα δέντρο. Η ζωή μπορεί να περιμένει ωσότου δάσος. Κατάμαυρα πουλιά χοροπηδούν τα ματωμένα ράμφη τους, δολοφονούν τη νύχτα με φτερά μεταλλικά. Κατέχεις το μυστήριο του θανάτου, όμως δεν έχεις μάτια σαν φωτιά ούτε μαλλιά σαν τα κλαδιά. Έχεις το χώμα σου κι εγώ μια ρίζα. §4. ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΩ τις μέρες μου: η σάρκα πικρή, ο χυμός αλμυρός. Δεν μπορώ να ελπίσω ούτ’ ένα κουκούτσι γαλήνη. Το δέντρο απ’ όπου έκοψα το κάτεργό μου έχει τη ρίζα οργή. Ξέχασα, λες, τον καρπό που δίνει ευμάρεια και προσπαθώ να ζήσω τους νεκρούς. Μα ποιός σ’ ακούει, αφού εγώ μιλώ την γλώσσα των τυφλών, θρηνώντας ένα δέντρο κτήνος; ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Για τον Κώστα μου

Εικόνα
Δος μου φιλί σα γλυκό σταφύλι από τα γλυκά σου χείλη απ' τη μοναξιά μου χωρίζω σα ρόδο κοντά σου ανθίζω . 12/10/07 elenitheof Υ.Γ. Κάντε κλικ στην εικόνα για να δείτε την κίνηση.

Αναμονή μου

αναμένω. Σε σχήμα απόλυτου αυγού εγώ. Μαζί με τα χρυσά σαντάλια μου. Εσύ δεν πρέπει να ξέρεις μόνο να διαισθάνεσαι.

Σε είδα χθες

και είσαι ωραίος. Πολύ.

Τα κομμάτια μου.

Εικόνα
Θα τα μαζέψω τα κομμάτια μου και θα φύγω. Δεν με χωράει άλλο αυτός ο τόπος. Θα τα μαζέψω τα κομμάτια μου σ' ένα άδειο κουτί. Θα τα βάλω σ' άλλο ράφι του μυαλού μου. Άδεια η ζωή μου χωρίς την παρουσία σου. Θα τα μαζέψω τα κομμάτια μου και θα περιμένω το παζλ να φτιάξεις. Μαρία Σ. on 9/10/2007 @ myplace.pblogs.gr

Μαρτυρικός χορός

Εικόνα
Δε θα περνώ ποτέ, μπροστά απ’ την αυλή σου γιατί φυτρώσανε αγκάθια, εκεί που γνωριστήκαμε εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί, με μάτωσαν δε θα με δεις ποτέ, να εισβάλλω στη ζωή σου γιατί με ξέσκισαν τ’ αγριεμένα σκυλιά, εκεί που περπατήσαμε κι εκεί που ενώσαμε τα χέρια, στην αγάπη, τα ‘κοψαν τώρα στις φλέβες μου, κυλάει αίμα απ’ το δικό σου μενεξεδί αιμοπετάλια, μπερδεύονται σε χρώμα πορφυρό τ’ άκουσες; τα δέντρα στήσανε μαρτυρικό χορό και κλαίνε με ρετσίνια στις θάλασσες, τα κύματα υψώνονται έξι μέτρα και των βουνών οι κορυφές, τρυπήσανε τα σύννεφα τα ‘μαθες; τα πρωινά πουλιά, μου κελαηδούν “Μαρία” μα εσύ θα είσαι μόνο μια ιστορία που γράφανε, όπως σβήνανε, τα φώτα της νυχτιάς τ’ αρχοντικά στενά, θ’ αντιλαλούν “Μαρία” μα εσύ θα είσαι μόνο μια εμπειρία που γνώρισα, σαν άνοιξαν, τα φύλλα της καρδιάς. γιώργος_κ

Είναι Κυριακή

Εικόνα
“...σε φιλώ γιατί, είναι Κυριακή κι η χαρά μεγάλη, στου γιαλού τα κάλλη σ’ αγαπώ γιατί, είναι μια γιορτή κι ειμ’ ένα ποτάμι, που ξοπίσω πάλι δε θα ξαναρθεί...” παράπεσα σε πέλαγο του Οκτώβρη με πλάκωσε βαθιά μελαγχολία απόψε η μοναξιά με συντροφεύει μόνο χωρίς την ευγενή σου παρουσία ξεκίνησα να γράφω για τους μήνες που βγάζανε καρπούς οι κερασιές τα κόκκινα φιλιά με τις ευθύνες μόνοι που παίρνουν στα κρυφά οι εραστές κι ο στίχος είχε άρωμα λεμόνι για χρώμα το βαθύ πορτοκαλί στις λέξεις παιχνιδίζανε οι πόνοι μόνοι να λένε η μοναξιά τι προκαλεί απ’ όλα τα συμπτώματα της θλίψης ανίατο ειν’ ένα κι ορφανό αυτό που παγιδεύει το μυαλό μόνο στη θέα της προχωρημένης σήψης “...σε φιλώ γιατί, είναι Κυριακή κι η χαρά μεγάλη, στου γιαλού τα κάλλη σ’ αγαπώ γιατί, είναι μια γιορτή κι ειμ’ ένα ποτάμι, που ξοπίσω πάλι δε θα ξαναρθεί...” γιώργος_κ

Στο κατώφλι της μοναξιάς μου

Εικόνα
Στο κατώφλι της μοναξιάς μου ευωδιασμένα σχοίνα κεντούν στους βράχους με πύρινα χρώματα ανατολής τ' όνομά σου. Από την αφόρητη συμβατότητα του κόσμου έλα να με πάρεις στο μεταίχμιο της γης να με πας, μην αργείς. Στις παρυφές τ' ουρανού θα συναντήσουμε το κράσπεδο του Παραδείσου. Χάρισέ μου ψιχίο αιωνιότητας το φιλί σου απ' τα βάθη της ψυχής σου. Τα δάκρυά μου θα φωτίζουν τη θλίψη της γης που ζητά λίγα ψίχουλα στοργής. 12/6/07 elenitheof Υ.Γ. Κάντε κλικ στην καρδιά για να δείτε τ' όνομά του.
Εικόνα
Notepad Spiral No 2 §1. ΝΥΧΤΩΝΕΙ. Κάπου μακριά, ένα δέντρο σαλεύει με τ’ αρχαία του φύλλα μιαν ακατόρθωτη ψυχή. Γιατί φυσάει κι όταν φυσάει: κατάσαρκα εσύ. Έρχεται νύχτα πορφυρή, σκοτάδι φλόγα. Θ’ αφουγκραστώ. Ίσως ακούσω έναν λυγμό ευχαριστώ πού δεν σε ξέχασα κατάστηθά μου. Αφουγκράζομαι κι ακούω: «Καταραμένε, με ξέχασες: υπάρχεις την άσπονδη απώλειά μου». ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Άνθρωπος στη θάλασσα

Εικόνα
Άγχος, ακρίβεια, αποξένωση, πλήξη, βαρεμάρα, επιθυμία, λαχτάρα, προσμονή, φίλεμα, φιλί, λύπη, καημός, πίκρα, δάκρυα, ανασφάλεια, υπερένταση, αρρώστια. SOS. SOS. Άνθρωπος στη θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα. Η πένα είναι η πενία του πνεύματος. Θα προτιμήσω ξανά τον παλιό μου μαύρο μαρκαδόρο. Τούτη που αγόρασα, γράφει χειρότερα κι από φτηνιάρικο μολύβι του supermarket. Εκτός του ότι η γραφή της είναι θολή σα λιμνάζον ύδωρ, παχιά σαν πρασινόμυγα του Αυγούστου, αδιευκρίνιστη, άχαρη, απρόσωπη, χωρίς λογική συνέχεια και γεμάτη ανακολουθίες, χύνει θαμπό μελάνι απ’ την αμπούλα και θυμίζει κάτι σε νοτισμένο τζάμι στην καταιγίδα. Ελαφρύ blue, σαν τα γαλανά Ισπανικά μάτια σε μια καταγάλανη παραλία του Ειρηνικού. Σχώρα με. Δε βρήκα μαρκαδόρο που να με εκφράζει για να σου γράψω το τελευταίο γράμμα. Ανυπομονώ να το διαβάσεις. Ν’ ανοίξεις το φακελάκι βεβιασμένα, να ρουφήξεις το περιεχόμενο σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όπως έκανες και μπροστά μου. Αλήθεια, πως έμαθες να διαβάζεις τόσο γρήγορα και να α

Κώστας + Ελένη = Love

Εικόνα
Κ ράτα με κοντά σου τρυφερά Ω ς τ' αστέρια να με πας Σ της αγάπης τη χώρα Τ όσο που μ' αγαπάς Α γκάλιασέ με τώρα Σ ' αγαπώ τρελά. + Ε λα και φίλα με γλυκά Λ έγε μου λόγια τρυφερά Ε ίναι σημαντικό για μένα Ν α με κοιτάς στα μάτια Η καρδιά μου χτυπά για σένα. = LOVE 5/10/07 elenitheof

Είσαι ό,τι έχω ονειρευτεί

Εικόνα
Είσαι ό,τι έχω ονειρευτεί ένας άγγελος που ήρθε στη γη το χαμόγελό μου στη ζωή το βάλσαμο για κάθε πληγή. Είσαι ό,τι έχω φανταστεί ένα όνειρο που 'χει πραγματοποιηθεί ο δρόμος που στον παράδεισο με οδηγεί μια σκάλα που στα ουράνια με ωθεί. 26/7/07 elenitheof

Ο ήχος

Εικόνα
Σταμάτησα ν’ ακούω τη μουσική τον ήχο της φωνής σου, που με δάκρυζε το γέλιο σου, σημάδια όπως μου χάραζε στα μάτια και τα χείλη το πρωί σταμάτησα να νιώθω την αφή στα χείλη μου, λευκές χιονονιφάδες η αγάπη μου, δεν κοίταζε παράδες μα στέγη δε θα βρει να κοιμηθεί στ’ αυτιά μου υπήρχε πάντα αυτός ο ήχος που βγάζαν απ’ τον πόθο, οι χορδές σου τις νύχτες, που κρατιόσουν στα φτερά μου και μ’ έτσουζε καυτός ο στεναγμός ο ήχος περιφέρεται ακόμα αγέρι, που φωλιάζει στα μαλλιά μου στο στόμα, το λαιμό και τα φιλιά μου ροδόσταμο, που δεν μπορεί να πιει τη μια τον παρασέρνει ένα ποτάμι στου έρωτα, το πρώτο το στεφάνι καράβι, που ζυγώνει ένα λιμάνι και ραίνει με λουλούδια η χαραυγή την άλλη τον ξορκίζει μια νεράιδα με μάγια, μια πολύχρωμη βεντάλια στο πρόσωπο, μ’ αγέρι τον χτυπάει σε ύπνο ταπεινό να βυθιστεί σταμάτησα ν’ ακούω μουσική κι απώλεσα τον ήχο απ’ τη φωνή σου λησμόνησα όσα πέρασα μαζί σου μ’ ακόμα η πληγή μου αιμορραγεί στ’ αυτιά μου υπήρχε πάντα αυτός ο ήχος που μου έδινε το ερέθισμα να

Ευτυχώς, έζησα την ασχήμια μικρή

Διαβάζοντας ένα blog, ένιωθα ασχήμια άσχημη και είπα ευτυχώς έζησα την ασχήμια μικρή, και μίσος και παράφορες νότες, κακοφωνία δεν μου χρειάζεται πια, στον ήλιο στρέφω το πρόσωπό μου, λιάζοντας σαν sunflower, θυμήθηκα και εγώ πάλεψα κάποτε, εκείνος νόμιζε μαζί του, αλλά εγώ μόνο με το εαυτό μου, δεν θα 'θελα να μπάζω τα νύχια μου στο δέρμα, αίμα στις πληγές, ασχήμια δεν την μπορώ, ευτυχώς, είχα όμορφα παιδικά χρόνια. Παίζοντας πόλεμο και ινδιάνους. Μεγαλώσαμε.

Ώρες και ώρες

Δεν ήρθε η ώρα μα σκοτείνιασε νωρίς στο προσωπό μου δεν ανάβει ούτε αστέρι... Φταίει η νύχτα που δεν ήρθες να με βρεις ή φταίει το όνειρο που μ'άφησε το χέρι; Δεν ήρθε η ώρα το Χειμώνα να δεχθώ μα έξω η Άνοιξη συννέφιασε και βρέχει... Στης εποχής σου το λαβυρινθο γυρνώ, κι ο Ήλιος λάμπει μες στο βλέμμα αυτής που σ'έχει. Δεν ήρθε η ώρα κι όμως έτοιμη εγώ δίχως βαλίτσες δίχως όνειρα κι ελπίδα... Μπορεί στη θάλασσα του πόνου να πνιγώ μπορεί και πάλι να σκληρύνω σα λεπίδα. #Ώρες και ώρες τριγυρνώ για να σε βρω ώρες και ώρες βρίσκω μόνο τη σκιά σου... Κι είναι το πάτωμα απ'τα δάκρυα υγρό που όσο κι αν τρέχω είμαι ακόμα μακριά σου. Ώρες και ώρες σε θυμάμαι κι είσαι εδώ ώρες και ώρες μπαίνεις μες στην άγκαλιά μου... Στρέφω το βλέμμα μου μα λίγο πριν σε δω... Γίνεσαι στάχτη κι υπογράφεις την φωτιά μου.# Athanasia G.

Κύκλοι με το διαβήτη

Εικόνα
Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα. Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας. Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα και έκαναν πάρτι ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Τροφοδοτούσαν το χαρτί με λέξεις απόγνωσης, γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι αλήθειες μου. Οργή, θυμός, αγανάκτηση. Αποτύπωνα τη μοναξιά, σαν ένα πόδι έτοιμο να με συνθλίψει στο επόμενο βήμα. Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες, πριν ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις, διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το ανέφικτο της απεραντοσύνης. Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου, κι αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες, ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν αντιληπτές, ούτε από κανέναν. Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να σ’ αντικαταστήσει. Μα κι αν ακόμα με είχες μελετήσει καλά, θα έβλεπες πως το τελευταίο πράγμα για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μο

Eσυ

Εικόνα
Θα είμαι πλάι σου μέχρι να βαρεθείς.. Θα είμαι πλάι σου έλεγες ....... και χαμογελούσες όταν εγώ δεν ήμουν σίγουρη γι αυτό... Το έβλεπες στο βλέμμα μου.. Και χαμογελούσες.... .Μόνο χαμογελούσες... Ήσουν αλήθεια τόσο σίγουρος πως δεν θα με άφηνες ποτέ..; Εγώ πάλι δεν ήμουν... Και τελικά εγώ είμαι εκείνη που βγήκε αληθινή.. Γιατί απλά .. ΕΣΥαποδείχθηκες ψεύτικος..

στις σκιές του μυαλού μου

Εικόνα
Στο σκοτάδι δεν υπάρχει ασχήμια δεν έμεινε Στην καρδιά μου υπάρχει αγάπη περίσσεψε Στα νυχτολούλουδα που λατρεύω όταν παίρνω ανάσες όταν νοιώθω γυμνός όταν νοιώθω χαμόγελα όταν δακρύζω υπάρχει το πάθος Μια ελπίδα χαμένη και τα μάτια μισά ανακαλύπτω πίσω από τοίχους το είναι μου Κρατώ μια ζωή την εικόνα και ψάχνω στις σκιές του μυαλού μου το άφταστο Shades

Μια πανέμορφη νύχτα

Mια φορά κι έναν καιρό, τα αστέρια του ουρανού, όλα τα αστέρια, συμφώνησαν με το φεγγάρι ν’ απλώσουν την μακρινή γοητεία τους στο στερέωμα για να χαρίσουν στη γη την πιο όμορφη νύχτα. Σκορπίστηκαν στα μαύρα πέπλα της , δημιούργησαν σχηματισμούς, άστραψαν με όλη τους τη δύναμη φεγγοβολώντας την πιο μαγευτική ασημί τους λάμψη στα μάτια του πλανήτη. Στη γη, τα πλάσματα αποκαμωμένα, απογοητευμένα, μια μέρα ακόμα πιο φθαρμένα, κινούσαν να βρουν τις φωλιές, τα καταφύγια, τα στρώματα και τα παγκάκια τους να κοιμηθούν τον ύπνο τους. Όμως εκείνη η νύχτα, ήταν μια νύχτα αλλιώτικη, πλανεύτρα, ξελογιάστρα, πανέμορφη, που στολισμένη τον πανέναστρο και φεγγαρολουσμένο. Τα αστέρια χαμογελούσαν με την ευτυχία που απόψε θα πρόσφεραν δώρο στις ζωές εκεί πέρα…Κάποια χύθηκαν σε φωτεινή τροχιά για να γίνουν ευχές μα και φτάνοντας στη γη ν’ ακούσουν τι είχαν τα γήινα πλάσματα να πουν σ’ εκείνη τη νύχτα. Στην κορυφή ενός βουνού βρήκαν ένα λύκο να ουρλιάζει, ένα φίδι να κουλουριάζεται σφιχτά, έναν αετό να κρώ

Χειμώνιασε

Εικόνα
Χειμώνιασε νωρίς κι ούτε που πέρασε το φετινό καλοκαίρι μας άφησε στα μέσα του μια πίκρα και μια γλύκα, πλάι στα χείλη - το τελευταίο φιλί - κι αυτό το δις-θεόρατο “σ’ αγαπάω” που τ’ άναβε η φωνή σου όταν πλάθαμε το αύριο τώρα ποιος ξέρει; δε θα υπάρξει άλλο καλοκαίρι απέμεινε η σκέψη μου στον αριθμό είκοσι-τρία - στο είκοσι-τρία ειν’ το σπίτι μου - το σπίτι μου, ειν’ η φωλιά μας στο είκοσι-τρία με συνάντησες στου Ιούνη τα πελάγη έτσι σκυφτό, αμίλητο, μοναχικό διαβάτη σαν τέτοιο μ’ ένιωσες και μ’ έμαθες θαρρώ - πέθανα, να ‘μαι - να τον κρατήσω τυχερό αριθμό ή να τον σβήσω απ’ τη μνήμη; σαν τότε, νιώθω ακόμα τ’ άγγιγμά σου και τ’ άρωμά σου δεν ξεπλένεται απ’ τις μέρες σαν τότε, θα ‘μασταν τριών μηνών σαν τώρα ....τώρα τι μένει; - δε θα υπάρξει άλλο καλοκαίρι - ντύσου καλά μη μου πουντιάσεις απ’ τ’ αγιάζι έχει παλιόκαιρο και βρέχει στη γιορτή μας σαν το φαντάρο θα σου στέλνω τα φιλιά μου και σα ναυτάκι που τον πλάκωσε το κύμα έτσι λοιπόν Μαρία, δύσκολοι οι καιροί αν αγαπάς κι άμα θα κλαι

Το τραγούδι μου (Κάτι από μένα)

Σε μια μελωδία που ακόμα γυρνάς τις σελίδες της, άγγελοι ξεπροβάλλουν... Η γέννηση ενός μεγάλου έρωτα σου χτυπάει την πόρτα. Οι φόβοι, τρυφεροί εραστές, τρέχουν να κρυφτούν στις στοίβες από χαρτί. Η αγάπη μοιάζει... με χορό του πάθους, σαν έναν τυφώνα που σαρώνει ότι βρεθεί στο πέρασμά του. Δεν βρίσκω λογία να σου πω ότι σ' ....ω! Θέλω να με κοιτάς να μου γελάς και να θυμάσαι ότι σε λατρεύω, ακόμα κι όταν σιωπώ. Γίνε η πηγή μου, η έμπνευσή μου, το φως μου που με οδηγεί και φιλάει τα όνειρά μου. Ότι κι αν γίνει, εγώ θα σε κρατώ πάντα πάντα μέσα στην καρδιά μου. M.S. @ 20/7/2007 - 01:30

Παραμύθι για μεγάλους

Έψαχνα την ευτυχία, την έψαχνα Σε ψηλά βουνά, σε απότομες πλαγιές Δεν τη βρήκα. Πίσω από τη λάμψη του ήλιου Παραμόνευε η θύελλα. Άγρια, ταραχώδεις. Μα μία φορά στη θύελλα εναντιώθηκα, Της πρόσφερα την καρδιά μου. Στη στιγμή το σύννεφο συρρικνώθηκε, Και έλαμψε ο ήλιος χρυσαφένιος. Όποιος φοβάται τη στενοχώρια – ας μην αγαπά. Όποιος στον έρωτα φοβάται το παν, Όποιος φυλάει την καρδιά τους στην ασφάλεια – Της αγάπης άξιος δεν είναι. Δεν τη γνωρίζει καν. Κρίστα Μπεντόβα, μετάφραση Olive.

Τώρα που μ' αγαπάς

Εικόνα
Τώρα που μ’ αγαπάς μεθώ με τα γλυκά σου τα φιλιά ξεχνώ τι σημαίνει να πονάς μες στη ζεστή σου αγκαλιά. Όταν μου μιλάς μεθώ με τη γλυκιά σου τη φωνή δε νιώθω μόνη στη ζωή όταν στα μάτια μ’ αγάπη με κοιτάς. Όταν το χέρι μου κρατάς μεθώ με τη ζεστή σου την αφή ξεχνώ κάθε παλιά πληγή τώρα που μ’ αγαπάς. Όταν με φιλάς μεθώ από τους χτύπους της καρδιάς ξεχνώ τι σημαίνει μοναξιά τώρα που μ’ αγαπάς τόσο γλυκά. 17/9/07 elenitheof

Αγαπημένη

Εικόνα
Εγώ ποτέ δεν είχα αγαπημένη μα κι αν την είχα, δε την γνώρισα μήτε την ένιωσα να πέρασε ίσως απλά προσπέρασε, ίσως δεν ήρθε ούτε καμιά νυχτιά μήτε ένα ηλιόλουστο πρωινό για να ψελλίσει απλά, πως μ’ αγαπάει μα κι αν το είπε, εγώ δε το ‘νιωσα ούτε που τ’ άκουσα ποτέ, να το μιλάει κι αν λέω ψέματα, δικάστε με αν δε θυμάμαι, μη το πείτε μ’ αν λέω αλήθεια, δείτε με πως την προσμένω να γυρνάει να με πετάει σ’ άγνωστο ουρανό στην τρυφερή αγκαλιά, να με κρατήσει τα μελωμένα χείλη της, να βλέπουν το Θεό και στο λαιμό, φιλιά να ‘χει γεμίσει μα κι αν την είχα, δε την γνώρισα μήτε την ένιωσα να πέρασε αν ήρθε, δε το πίστεψα κι αν έφυγε, ποιος να το ξέρει; περαστικοί βοριάδες είμαστε όλοι να αποπνέουμε ελπίδες που πεθαίνουνε περαστικοί καπνοί, απ’ αναμμένες φλόγες που με την πιο απαλή βροχή, αμέσως σβήνουνε μ’ αν ήρθες, δε σ’ αντάμωσα γιατί ποτέ δεν είχα αγαπημένη κι αν έφυγες, ποιος να σε ξέρει; γιώργος_κ

Ο ασπασμός του ονείρου- Καταχείμωνο

"Έπεσε τ'όνειρο βαρύ στα χέρια του Χειμώνα, τα πόδια του λυγίζουν κι εκείνα μη μπορώντας να βαστάξουν τη βούληση και τη μανία για το ανέφικτο μη μπορώντας να κρατήσουν το ρυθμό στ'ανελέητο κυνηγητό του Μόνο λυγίζουν και μόνο σέρνονται σα δυο κατάξερα, ταπεινωμένα κλωνάρια μιας άλλοτε ένδοξης και καταπράσινης ελιάς που την έβλεπα στον Ύπνο μου να διπλοστεφανώνει τ'όνειρο μου και που στο ξύπνιο μου την κράταγα σιμά" Έτσι μίλησε μέσα μου ο Μικρός Επαναστάτης κι εγώ δανείστηκα τ'αθώα λόγια του κι αδημονώντας προχωρώ (σ)τον ασπασμό μου. Ω Άνοιξη γλυκόπνοη και σπιρτόζα νοσταλγικά πώς φώλιασες μέσα μου! Πάντοτε κράταγα μια θέση να μη λείπεις... Να που -λοιπόν- τη βρήκες και με ακολουθείς όπως ακριβώς εσένα το Θέρος. Κι αν θαρρείς πως σ'αφήνω γιατί ντύνομαι κι εγώ συχνα- πυκνά ένας μικρός χειμώνας να μαζεύω αγκομαχώντας τα όνειρα και τη λάμψη τους στην όψη να μη δίνεις όψη. Εγώ θα τα διπλώνω ωσάν λινά-μεταξωτά μαντήλια και θα νυμφεύω με εκείνα τη λιτότητα της αρχ

Είμαι ερωτευμένη

Εικόνα
Σε σκέφτομαι συνεχώς. Θέλω να είμαι μαζί σου διαρκώς. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα. Σ' αγαπώ. Είσαι ξεχωριστός για μένα. Μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς. Σου κάνω εκπλήξεις για να χαμογελάς. Σ' όλη μου τη ζωή περίμενα εσένα. Είσαι μοναδικός για μένα. Μαζί σου είμαι ειλικρινής. Με συγκινείς! Με κάνεις να χαμογελώ στα ουράνια να πετώ. Για σένα νοιάζομαι. Μαζί σου τη ζωή μου φαντάζομαι. Με γοητεύεις. Με μαγεύεις. Σ' εκτιμώ. Θέλω κοντά σου να βρεθώ. Μου λείπεις. Μόνη μη μ' αφήνεις. Με σένα είμαι μαγεμένη. Είμαι ερωτευμένη. Τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει την αγάπη μου για σένα όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα υπερβολικά θα σ' αγαπώ. 15/8/07 elenitheof

"Ιθάκη" Κ. Καβάφης

Από την ταινία "Καβάφης".

Στην ανοχή της νυχτός.

Έτσι με συνεπήρε η ανοχή της νυκτός ωστέ θρηνώ αποφθεγματικά το χαμό σου "Δεν κλαίω γιατί σε χάνω λοιπόν, μα γιατί δεν σε κέρδισα ποτέ μου" Κι ύστερα ανοίγω τα μάτια μου μαντεύοντας λησμονημένες εικόνες κι ύστερα μου καρφώνει κι η νύχτα μια σκουρόχρωμη αντάυγεια στα μαλλιά και στην Ψυχή μου Έτσι κάνουν άλλωστε και οι καλύτεροι φίλοι όταν φεύγουν' με πολύτιμα φυλαχτά και φτιασίδια σε δεσμέυουν στη μνήμη τους και σ'αφήνουν μ'ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη που το βλέπεις να βουρκώνει σα μια χειμωνιάτικη, στυφνή ανατολή και το νιώθεις σαν τον αθόρυβο πνιγμό ενός δύτη. Κι ύστερα ακούω κάτι να τρίζει- δεν είναι τ'όνειρο- είναι μια σκιά που μπαινοβγαίνει ανενόχλητη απ'το παράθυρο δεν είναι δική σου μα ούτε και δική μου τούτη η αχλύ που θερίζει στο διάβα της κι όμως τη νιώθω τόσο οικεία και λησμονημένη τόσο απεγνωσμένη και ανένδοτη που τη βάφτισα για λίγο "προσμονή" Για λίγο μόνο'μα δε φτάνει. Κι ύστερα ρίχνω ένα χοντρό μάλλινο γάντι προς την άνω δι

Άκης Πρίντεζης

Εικόνα
Άκης Πρίντεζης - Το καλσόν της μέδουσας (φουτουριστική ποίηση) "Μορφική γραφή" Απόσπασμα του βιβλίου Κοντυλοφόροι, που επιπλέουν στη γαλάζια ράχη μου, γεμίζουν τον πυθμένα του φεγγαριού, με μπλε πουα. Μετά το πράσινο, όλη η φύση θάναι γαλάζια για πάντα, προς τα μέσα. Όστρακα χαμογελούν στα υψωμένα κοντάρια και πουλιά κελαηδούν στις ιδέες του πράσινου και μπλε. Μπουκέτο, ιστιοπλοϊα, ιδέες, ιδέες, ανθοδέσμη του κακού. Στο βάθος της άμμου βρίσκεται η όψη του φεγγαριού, η χαμένη όψη του Παραδείσου, χωρίς προεξοχές και νευρώνες, μόνο ισορροπημένη αβεβαιότητα της συντριβής και της πτώσης, όπου όλα πετάνε, πλέουν, περιπλέκονται δεντροστοιχίες, κληματαριές, αναρριχώμενες βάτους, στο μπλε-γαλάζιο χρώμα του αύριο. Μόνοι ισορροπιστές, οι φάσεις αχνές, οι διαβήτες ξύλινοι, το μισοσκόταδο ενωτικό της απάτης, έρημος του ονείρου. Το όνειρο, πάτωμα και μαξιλάρι της μέρας. Φτερά και λέξεις απ -φ- Φωλιές αρχινισμένες κι άφτιαχτες, περιμένοντας τη λέξη που θά' ρθει, ξύλινη ποικιλμένη λέξη,

Ανθρωπε αγάπα

Εικόνα
Μέλι κανέλα και κρασί και των χειλιών σου το φιλί μια αμαρτία * Κάθε αγκαλιά και μια γιορτή κάθε λεπτό μια μουσική μια πανδαισία * Μάτια που ανάβουνε φωτιές τόξο το βλέμμα στις καρδιές χρυσή φαρέτρα * Χρώματα βάψε μ' όσα θες βάψε το σήμερα το χθες καρδιάς παλέτα * Πλέξε με κόκκινη κλωστή του έρωτά μας το νησί βάλε λουλούδια * Πάρε ένα σύννεφο βροχή κι ας κάνουμε μία ευχή με δυό τραγούδια

Αξίζει να πεθαίνεις για ένα όνειρο;

Εικόνα
Έχει ψοφήσει ένα περιστέρι απ’ τ’ απόγευμα κάτω απ’ το μπαλκόνι μου και βρωμάει μυρίζει απαίσια η νεκρή σάρκα του όση έμεινε δηλαδή γιατί το υπόλοιπο σώμα φρόντισαν να το ξεσκίσουν οι γάτες πριν πέσει ο ήλιος κι έτσι όπως είναι αναποδογυρισμένο με ανοικτές τις φτερούγες του ανάσκελα με το κεφάλι του παγωμένο μέσα στη νύχτα πλάι στο δέντρο του κήπου μας σου δίνει την αίσθηση πως πέθανε ως θριαμβευτής με την ελπίδα της φυγής και της ελευθερίας ζωγραφισμένη στο ράμφος του. Αύριο θα μυρίζει ακόμα χειρότερα θα το έχουν αποτελειώσει τα αρπακτικά πριν προλάβει να ξημερώσει. Αξίζει να πεθαίνεις για ένα όνειρο; ~~~ Κι αν είμαι εδώ, μ’ ακούει κανείς; κανείς δεν ακούει αν κλαίω, αν γελάω αν φταίω, αν πονάω κι αν κρύβω τον πόνο μου μόνο μου κι αν πέφτει τις νύχτες, το δάκρυ κανείς δε το βλέπει κανείς δεν υπάρχει μετά από σένα, κανείς μορφή μου, τις νύχτες θυμάται η αγάπη πως τάχα υπάρχει πως κάπου φωλιάζει και κρύβεται ένα του πόθου κομμάτι που έμεινε σ’ ένα παγκάκι του πάρκου φιλί παινεμένο, πνοή

Δεν ξέχασα

Εικόνα
Με κοίταζε θλιμμένο απόψε το φεγγάρι γιατί ήμουν μόνη από σένα μακριά και η καρδιά μου λιώνει. "Θα μου κάνεις μία χάρη;" του είπα μυστικά. "Αν τον δεις, να του πεις πως δεν τον ξέχασα κι ας τον έχασα. Γι' αυτόν γράφω απ' την καρδιά μου δεν τον διαγράφω θα 'ναι για πάντα εκεί σαν πληγή που αιμοραγεί και κανείς να τη γιατρέψει δεν μπορεί." 2/6/06 elenitheof

της αγάπης

Μια φορά κι έναν καιρό, που η φύση κείτονταν σ’ ύπνο βαθύ, κι απ’ άκρη σ’ άκρη βασίλευαν η σιγαλιά κι η μαύρη νύχτα, του δάσους τα σκοτάδια και την παγωνιά κατάλυσε με το χορό της μια πυγολαμπίδα. Μικρή, διέγραφε λαμπρό χορό, τρελή, παραδομένη στους ανέμους. Ένα ζευγάρι μάτια άνοιξαν κι έπειτα κι άλλα, κι άλλα και φώτισαν διάσπαρτα τη σκοτεινιά. Ζεστή πνοή χασμουρητού κι έπειτα κι άλλη, κι άλλη απλώθηκε και έλιωσε την παγωνιά. Κι όπως σκορπισμένα στην πλάση ήταν της νύχτας τα πέπλα παντού, θαρρείς τα μάτια πιάστηκαν στα μαύρα της στολίδια αστραφτερά.Κι ανάσες ενώθηκαν και τύλιξαν θερμή αγκαλιά το άλλοτε κρύο. «Έρχεται», έγραψε στον αέρα φέγγοντας η πυγολαμπίδα και έπαψε το χορό. Πλάι στην πασχαλίτσα πήγε στάθηκε σ’ ενός ανθόνερου τα πέταλα και καρτερούσε Εκείνη.... Ρίγησαν της λίμνης τα νερά, σείστηκαν τα μισοϋπνωμένα νούφαρα κι ακούστηκε το κράτς το κρούτς, πως γίνεται μια κάμπια χρυσαλλίδα…Σιώπησαν οι αγέρηδες για μιαν αθάνατη στιγμή. Αυτή η στιγμή…όλοι μαζί ύστερα έψαλλαν

Συμβιβασμός

Εικόνα
Έχω έναν ιερότατο στόχο - να διασώσω το έργο μου κι έπειτα να φύγω, να εξαφανιστώ να φύγω, να πετάξω, να χαθώ σαν τον άνεμο να καλπάσω, ΝΑ ΦΥΓΩ σαν άσπρο άλογο που χλιμιντρίζει και τρέχει βλέποντας τους χαλεπούς καιρούς να το κυνηγούν σαν ασημένιο πεφταστέρι, να πέσω πλάι σ’ όλα τ’ αστέρια στη βαθυσκότεινη νύχτα να χυθώ σαν καταιγίδα - σ’ αυτά που με πίκραναν να γίνω κεραυνός γι’ αυτούς που μ’ αποπήραν κι όσους με φίλησαν κι όσους μ’ αγάπησαν να μην εκδικηθώ άλλωστε έμαθα να αγαπάω με πάθος και να μισώ με οργή να δίνω δίκιο στο άδικο έμαθα, ΝΑ ΦΥΓΩ κι έτσι όπως έμαθα να συμβιβάζομαι τι μένει άλλο πια για να προσμένω; αφού κι η ίδια η ζωή ένας ιδιότροπος, κρυφός είναι, συμβιβασμός.

Δόκιμος κατά το Δοκούν...

"Δόκιμος κατά το δοκούν στην Τέχνη της Παραίτησης και στην Παραίτηση της Τέχνης Αρχηγός". Μ'αυτούς τους στίχους προλογίσαμε το θάνατο αιώνων μα και την αιώνια αμφιβολία Ποιητών. Μ'αυτούς τους στίχους άλλοτε αγκαλιάσαμε μικρές συμφορές και άλλοτε ξεγελάσαμε μεγάλες- κάνοντας τους πράξη Όταν κατά το λιόγερμα κάποιες φορές είχαμε πάρει τη θέση του ανήμπορου Ήλιου όταν κατά το σούρουπο ψάχναμε μάτην το πάλλευκο θεριό του φεγγαριού μες στη ματιά των οδοιπόρων που τερμάτισαν μέσα στο βλέμμα των ανθρώπων που ονειρεύτηκαν Κι έχω ακόμα την αύρα απ'το αίμα επάνω μου γιατί έμαθα να διαβάζω ματωμένους ερειπιώνες... Μη μου τους κόπους λησμονάτε σύντροφοι, δεν είμαι πια παιδί! Πέρασαν χρόνια από τότε που στα χέρια μου βαστούσα το κλειδί μιας διπλόκλειστης καστρόπορτας που μες στις φλέβες της θησαύριζε νεφέλες και αστέρια απ'τον κόσμο ακόμα ανέγγιχτα Πέρασαν χρόνια από τότε που τα παρθένα όνειρα μου σάλπιζαν σπουδαία παραγγέλματα -φτιασίδια από μετάξι κι αυτά τσαλακώθηκαν. Κ

Αντίο

Εικόνα
Από την ποιητική συλλογή " Όταν το Εγώ έγινε Εμείς, κι όταν το Εμείς έγινε Κανείς... " ή αλλιώς το Τέλος μιας πολλά υποσχόμενης σχέσης! ~~~ Ένα σκαλί, πριν να σου πω “αντίο” και πριν στερνά σε χαιρετίσω μια ώρα που θα κοιτάζω τα μάτια σου κι ο αγέρας, θα τραμπαλίζει τα μπλεγμένα μαλλιά σου δεν έφταιξα μόνο εγώ αλλά κι οι δύο ίσως, γιατί το γλήγορο της ώρας πέρασε όπως θα πέρναγε ένα τρένο απ’ το κατώφλι σου δίχως ποτέ να σταματήσει, να σε πάρει και δε σε πήρα, ούτε σε γνώρισα ούτε ξαπόστασα, μήτε περίμενα πως θα ‘ταν έτσι η πρώτη αρχή στην κατηφόρα τώρα, η ζωή κατρακυλάει, σε παρασέρνει τις αναμνήσεις σου, διαγράφει απ’ τη μνήμη -σώπα- να μην ακούς τι λέει ο κουρασμένος επιβάτης ούτε κι ο δύστυχος ζητιάνος που ναυάγησε, στο πρώτο σκαλοπάτι σου “ζωή”, έτσι ειν’ τα πρώτα καρδιοχτύπια κι οι παιδικοί μας έρωτες, αρρώστιες που δε γιατρεύονται ποτέ κι ούτε πονάνε μονάχα σφάζουν τις πληγές, που μας πληγώσανε εμείς εκεί είμαστε μέτοχοι στο πανηγύρι του έρωτα και ψάχνουμε φθηνές δικαι

Ακόμη και τα δέντρα, δακρύζουν πολλές φορές

Εικόνα
Δεν έχω άλλα λόγια να πώ, απλά ήθελα να μοιραστώ μαζί σας αυτή την εικόνα

Τσαρλς Μπουκόφσκι

Εικόνα
"Η Λάμψη της Αστραπής Πίσω απ' το Βουνό" Συγγραφέας: Τσαρλς Μπουκόφσκι Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου ISBN: 960-6627-09-8 Πρώτη Έκδοση: Απρίλιος 2005 Εκδόσεις: Ηλέκτρα πετώντας το ξυπνητήρι ο πατέρας μου έλεγε πάντα: «νωρίς στο κρεβάτι και νωρίς στο πόδι, ο άντρας γίνεται υγιής, πλούσιος και σοφός». τα φώτα στο σπίτι μας έσβηναν στις οχτώ σηκωνόμασταν χαράματα απʼ τη μυρωδιά του καφέ, του τηγανιτού μπέικον και των χτυπητών αυγών. Σʼ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο πρόγραμμα Αυτό. πέθανε νέος, απένταρος, κι όχι ιδιαίτερα σοφός, νομίζω. Μετά απʼ αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του κι έτσι αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι. δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα τον κόσμο αλλʼ απέφυγα τουλάχιστον τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες γνώρισα παράξενους, υπέροχους ανθρώπους ένας απʼ τους οποίους ήταν ο εαυτός μου - κάποιος που ο πατέρας μου δεν γνώρισε ποτέ. "Να περιφέρεσαι στην τρέλα" Συγγραφέας: Τσαρλς Μπουκό

Του Αυγούστου το φεγγάρι

Εικόνα
Κάθε βράδυ του Αυγούστου το φεγγάρι έρχεται απαλά σα χάδι απέναντι με χάρη και μες στα μάτια με κοιτά χαμογελαστά όταν κάθομαι μόνη στο μπαλκόνι κι ακούω τα τραγούδια που αγαπώ. Βλέπει τις πιο κρυφές μου σκέψεις τρυφερές λέξεις που κάποια μέρα θα σου πω. Χωρίς να του μιλώ ακούει τους χτύπους της καρδιάς κοντά μου το καλώ κι έρχεται με μιας. Βλέπει ό,τι για σένα νιώθω πως έχω μεγάλο πόθο να σε ξαναδώ. Κάποια μέρα θα σε δω το ξέρω γι' αυτό πια δεν υποφέρω δεν πονώ δεν κλαίω σ' αγαπώ. Κάθε βράδυ, φεγγάρι μου, στο λέω. Απόψε μην ξεχάσεις να ξαναρθείς όταν στο μπαλκόνι θα με δεις. Έλα να ομορφύνεις τον ουρανό μου έλα ν' απαλύνεις τον καημό μου έλα να σου πω τα μυστικά μου τα πιο κρυφά όνειρά μου έλα να γεμίσεις την καρδιά μου με το γλυκό σου φως. 9/8/06 elenitheof

Πέτρινες καρδιές

Εικόνα
Κι έτσι όπως έτρεχα σε σκοτεινούς διαδρόμους και σοκάκια απάτητα, παρθένα από χνάρια ανθρώπινα, άκουγα πάντα μια φωνή να σκούζει στο μεσονύχτι και να σφαδάζει η ψυχή μου από το άγχος και την απόγνωση. ΜΗ ΜΗ ΜΗ ΜΗ ΜΗ ΜΗ ΜΗ ΜΗ !!!!! ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ, ΟΧΙ ΟΧΙ ΜΗ !!!! Το ΝΑΙ δε τ’ άκουγα ποτέ μου. Δεν ξέρω τι σημαίνει. Ποιος το ανακάλυψε; Το άκουσα μονάχα μια φορά να το φωνάζει ένα ζευγάρι ερωτευμένο στη γειτονική πλατεία, πριν ακολουθήσω το μονοπάτι της απομόνωσης και κλειστώ στο δωμάτιο. ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ, ΑΧ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ !!!! Έτσι αντιλαλούσαν οι ερωτικές κραυγές τους, τόσο που τρόμαξα από το πάθος. Τι είναι τελικά το ΝΑΙ; Ποιος το δημιούργησε για να το χαίρεται και ποιος το κυβερνάει; Εδώ κυβερνάει τον κόσμο η μιζέρια και η στεναχώρια. Εδώ κλαίμε! Και το δάκρυ μας κυλάει αργά-αργά, στάζει το κατακαλόκαιρο στο μουχλιασμένο παντζούρι μας και γίνεται κρύσταλλος. Το χειμώνα δε, αυξάνονται τα δάκρυα κι απ’ την κλεισούρα, δημιουργούνται σταλαγμίτες στην οροφή που ενώνονται με το πάτωμα. Εδώ είνα