Παρέα
Μη με κοιτάτε που χαμογελώ με πλήγωσε βαθιά η ζωή και δεν μπορεί ν’ αλλάξει κι αν λέω κάποιες φορές, πως θα την αλλάξουμε είναι η πρόφαση για να ξεχνώ τον πόνο μου μονάχος έμαθα ν’ ακούω τη φωνή μου να περπατώ, μονάχος έμαθα κι αν ήρθε κάποτε η ώρα, στο χέρι μου να κρατήσω ένα ξένο χέρι ήταν γιατί το διάλεξα και με διάλεξε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα χέρια ανάμεσα σε χιλιάδες σκυθρωπά πρόσωπα που όταν λένε καλημέρα, χαμογελώντας η ψυχή τους δακρύζει απ’ τη μονοτονία σκέψου να ‘χεις κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα να ξυπνάς μόνος στο φτωχικό σου δωμάτιο να πίνεις τον καφέ στο μπαλκόνι, καπνίζοντας και να νιώθεις τον καπνό του τσιγάρου να βγάζει φωνή και να σου μιλάει και να λέει: “σε σκοτώνω, σε σκοτώνω αλλά είμαι απαραίτητο για να πάει καλά η μέρα σου” είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα ένα χέρι ανάμεσα στα δικά σου, τουλάχιστον για τα βράδια του Σαββάτου που σε πιάνει η μελαγχολία θύμισέ μου τ’ όνομά σου; την τελευταία φορά σ’ αποκάλεσα “μωρό μου” “λατρεία μου” “έρωτά μου” μα τώρα δε θυμάμαι